«Ανατρέπεται το καθεστώς, καταργείται η προστασία και αίρεται η δυνατότητα δικαστικής δικαίωσης» λέει η ΓΣΕΕ. Φόβοι ότι οι αλλαγές συνδέονται με το επερχόμενο κύμα απολύσεων μετά την άρση των μέτρων για την πανδημία.
Σε ρύθμιση κλειδί εξελίσσεται η διάταξη του εργασιακού νομοσχεδίου για το καθεστώς των απολύσεων, ενόψει των εξελίξεων που αναμένονται στην αγορά εργασίας μετά την πανδημία και την αναμενόμενη έκρηξη των απολύσεων, όταν αρθούν τα προστατευτικά μέτρα που ελήφθησαν λόγω της υγειονομικής κρίσης.
Η σχετική διάταξη, που το υπουργείο Εργασίας εμφανίζει ως αύξηση της προστασίας των εργαζόμενων, αλλά και για την ενίσχυση των οικονομικών απολαβών – με έξτρα αποζημίωση – αντί της επαναπρόσληψης, από την ΓΣΕΕ χαρακτηρίζεται «ως απελευθέρωση των απολύσεων και στέρηση κάθε προστασίας για τους εργαζομένους».
Χαρακτηριστική είναι η αναφορά στις θέσεις της τριτοβάθμιας οργάνωσης γύρω από τις διατάξεις του επίμαχου νομοσχεδίου στην οποία επισημαίνει ενδεικτικά:
«Η ρύθμιση – για την στέρηση της δυνατότητας επαναπρόσληψης – έρχεται να προστεθεί στην ήδη υπάρχουσα αποσάθρωση του ισχύοντος πλαισίου του δικαίου της καταγγελίας σύμβασης. Δηλαδή στην κατάργηση του βάσιμου λόγου απόλυσης, τη μείωση του χρόνου προειδοποίησης απόλυσης, τη μείωση της αποζημίωσης απόλυσης, τη σημαντική υποχώρηση – κατάργηση των εργατικών προνομίων των εργατικών αξιώσεων, που καθιστούν τουλάχιστον αβέβαιη αν όχι αδύνατη την ικανοποίησή τους».
Ιδιαίτερος προβληματισμός διατυπώνεται για την χρονική συγκυρία στην οποία «έρχονται» οι αλλαγές στο καθεστώς των απολύσεων. Κι αυτό γιατί το επόμενο διάστημα αναμένεται έκρηξη των απολύσεων με την σταδιακής αποσωλήνωσης της αγοράς εργασίας από τα οριζόντια μέτρα στήριξης της πανδημίας. Αυτό θα απεικονίσει την πραγματική εικόνα της αγοράς εργασίας, χωρίς τον «παραμορφωτικό φακό» των αναστολών συμβάσεων εργασίας (δίχτυ προστασίας κατά των απολύσεων), η οποία θα είναι σαφώς χειρότερη από αυτή που εμφανίζεται σήμερα.
Τα σημεία της διάταξης για τις απολύσεις όπου διατυπώνονται ενστάσεις από την ΓΣΕΕ αφορούν τα εξής:
Δεν εισάγεται η αντιστροφή του βάρους απόδειξης. Η νέα ρύθμιση προβλέπει ότι αν ο απολυθείς εργαζόμενος αποδείξει ενώπιον Δικαστηρίου πραγματικά περιστατικά ικανά να στηρίξουν την πεποίθηση ότι η απόλυσή του είναι άκυρη για έναν από τους αμέσως λόγους ακυρότητας, εναπόκειται στον εργοδότη να αποδείξει ότι η απόλυση είναι έγκυρη. Δεν πρόκειται εδώ για αντιστροφή του βάρους απόδειξης , αλλά όπως διατυπώνεται η διάταξη , το βάρος απόδειξης του λόγου ή των λόγων της ακυρότητας της καταγγελίας της εργασιακής σύμβασης το έχει ο εργαζόμενος . Ο εργοδότης μπορεί να ανταποδείξει ότι η απόλυση είναι έγκυρη.
Στέρηση του δικαιώματος επαναπρόσληψης και των μισθών υπερημερίας. Αν η απόλυση πάσχει για άλλο λόγο, που την καθιστά άκυρη, το νομοσχέδιο απαλλάσσει το εργοδότη από τις συνέπειες της υπερημερίας του και συρρικνώνει την προστασία του εργαζόμενου από την απόλυση, καθόσον του στερεί το δικαίωμα στους μισθούς υπερημερίας και στη θέση εργασίας του.
Μισθοί υπερημερίας. Στο ισχύον δίκαιο, βασική συνέπεια της ακυρότητας της απόλυσης του εργαζόμενου είναι ότι η απόλυση αυτή θεωρείται ως μη γενόμενη, με αποτέλεσμα τη συνέχιση της εργασιακής σχέσης και την υπερημερία του εργοδότη. Αυτό περαιτέρω συνεπάγεται την υποχρέωση του εργοδότη να καταβάλει τους μισθούς υπερημερίας του εργαζόμενου για όσο διάστημα διαρκεί η υπερημερία του εργοδότη. Με την προωθούμενη ρύθμιση ο εργοδότης απαλλάσσεται από τη βασική συνέπεια της υπερημερίας του, δηλαδή την υποχρέωση πληρωμής μισθών υπερημερίας, που υποκαθίσταται από την πληρωμή πρόσθετης αποζημίωσης (η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη από τις αποδοχές 3 μηνών, ούτε μεγαλύτερη από το διπλάσιο της νόμιμης αποζημίωσης). Για το ύψος της αποζημίωσης θα λαμβάνεται υπόψη και η οικονομική κατάσταση της επιχείρησης. Στη σημερινή οικονομική κατάσταση των επιχειρήσεων είναι βέβαιο ότι το ύψος της αποζημίωσης αυτής θα είναι μικρό.
«Η ρύθμιση, ουσιαστικά, συνιστά μέτρο απελευθέρωσης των απολύσεων, αφού ενεργοποιείται και με μόνη την αίτηση του εργοδότη (καθώς και του εργαζόμενου) , χωρίς να καταλείπεται αντίστοιχη ευχέρεια του δικαστηρίου να κρίνει διαφορετικά», σημειώνει η τριτοβάθμια οργάνωση.
Επαναπρόσληψη εργαζόμενου. Με την προωθούμενη ρύθμιση, αναιρείται η υποχρέωση επαναπασχόλησης του εργαζομένου, ως συνέπεια της ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του και της υπερημερίας του εργοδότη (άρθρο 656 ΑΚ). Ο εργοδότης μετά από αίτημά του στο δικαστήριο μπορεί να ματαιώσει τη δυνατότητα αυτή. Η απώλεια της θέσης εργασίας ιδίως στις περιπτώσεις που έχει διαπιστωθεί η ακυρότητα της απόλυσης , ασφαλώς δεν μπορεί να θεραπευθεί με την καταβολή πρόσθετης αποζημίωσης που εισάγει η νέα ρύθμιση. Στο πλαίσιο αυτό, καταλύεται κάθε προστασία του εργαζομένου από την απόλυση αφού ο εργοδότης απαλλάσσεται από τις βασικές συνέπειες της ακυρότητας της καταγγελίας και ο εργαζόμενος θα χάνει και τους μισθούς υπερημερίας και τη θέση εργασίας του.
Επιμέρους «διευκολύνσεις» του εργοδότη. Όταν συντρέχουν ως λόγοι απόλυσης όλων των κατηγοριών (πχ απόλυση οφείλεται σε διάκριση και συγχρόνως δεν καταβλήθηκε η αποζημίωση απόλυσης ) δεν επιτρέπεται ο εργαζόμενος να ζητήσει ταυτόχρονα την ακύρωση της καταγγελίας μετά των συνεπειών της.
Σε περίπτωση ακυρότητας της καταγγελίας γιατί δεν τηρήθηκε ο έγγραφος τύπος ή δεν καταβλήθηκε η νόμιμη αποζημίωση απόλυσης, παρέχεται η ευχέρεια στον εργοδότη να ισχυροποιήσει την καταγγελία, διορθώνοντας τις ελλείψεις που την καθιστούν άκυρη, μέσα σε 4 μήνες από την απόλυση. Η νέα ρύθμιση δίνει τη δυνατότητα στον εργοδότη να διορθώσει λάθη και παραλείψεις του.
Σήμερα η μη καταβολή πλήρους της αποζημίωσης απόλυσης επιφέρει την ακυρότητα της απόλυσης. Με το νομοσχέδιο εισάγεται διάταξη σύμφωνα με την οποία εάν η αποζημίωση απόλυσης υπολείπεται της νόμιμης κατά ποσοστό μέχρι 10%, θεωρείται ότι έγινε λόγω συγγνωστής πλάνης και ο απολυθείς μπορεί να αιτηθεί αγωγικά μόνο συμπλήρωσή της. Η καταβολή ελλιπούς αποζημίωσης μέχρι 10% δημιουργεί φόβο ότι οι εργοδότες θα καταβάλουν εξαρχής μειωμένη κατά 10% την αποζημίωση απόλυσης, αφού ο εργαζόμενος στερείται της δυνατότητας να προσβάλει για το λόγο αυτό το κύρος της απόλυσής του.