Η πτώση της Βασιλεύουσας στις 28 Μαΐου 1453 δεν σήμανε και την κατάργηση των χριστιανικών τελετών στην κατακτημένη χώρα. Από τον πρώτο χρόνο της Αλωσης, ο Μωάμεθ ο Πορθητής δίνει στον νέο Οικουμενικό Πατριάρχη Γεννάδιο Σχολάριο ειδικά προνόμια.
Ανάμεσά τους και η αναγνώριση της θρησκευτικής ελευθερίας των χριστιανών της αυτοκρατορίας, καθώς και η διατήρηση των ηθών και εθίμων τους. Ειδικά για το Πάσχα στην Κωνσταντινούπολη, το πρώτο φιρμάνι του Μωάμεθ αναφέρει ότι: «H εορτή του Πάσχα με ελευθερίαν να πανηγυρίζεται και τρεις νύκτας να μείνη ανοικτή η πόρτα του Φαναρίου για τους Xριστιανούς, όπου τα προάστια ήθελον θελήσει να εκκλησιασθώσιν εις το Πατριαρχείον», εντολή που ανανεώνεται από τον σουλτάνο Σελίμ το 1519.
Φυσικά, η ομαλή συνύπαρξη χριστιανών και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κάθε άλλο παρά δεδομένη είναι, αφού πολλές φορές η κεντρική διοίκηση ή ο τοπικός αγάς δημιουργούν ανυπέρβλητα εμπόδια στο πασχαλινό τελετουργικό, ενώ τα πράγματα δυσκολεύουν σε περιόδους διωγμών. Ομως, ακόμα κι αν τίποτα από τα παραπάνω δεν συμβαίνει, οι ραγιάδες γνωρίζουν πολύ καλά πως οι θρησκευτικές ελευθερίες εναπόκεινται στην καλή πρόθεση του εκάστοτε Οθωμανού τοποτηρητή, με αποτέλεσμα να κυριαρχεί ο φόβος, με την ευχή «Καλή Ανάσταση» να αποκτά και εθνικό περιεχόμενο.
Ανεξαρτήτως εξωτερικών παραγόντων, τα χρόνια της σκλαβιάς οι προετοιμασίες για τη Μεγάλη Εβδομάδα και τον εορτασμό του Πάσχα ξεκινούν από τις πρώτες ημέρες της Σαρακοστής, όταν οι δημογέροντες των πόλεων συνέρχονται για να καταρτίσουν επιτροπές «προς συλλογήν εράνων διά τους πτωχούς». Παράλληλα, τα μοναστήρια, οι μονές και τα μετόχια -ιδίως τα πλουσιότερα- μοιράζουν στους φτωχούς ψωμί, κρέας, αλεύρι, λαμπάδες, χρήματα και διάφορα μικρά δώρα. Από τη Μεγάλη Δευτέρα ξεκινά η αυστηρή καθαριότητα των σπιτιών εν όψει του Πάσχα, ενώ οι ανύπαντρες και οι νιόπαντρες ετοιμάζουν τις φορεσιές με τις οποίες θα εμφανιστούν στην Ανάσταση και την Αγάπη.
Στην αγορά, οι έμποροι στολίζουν τα μαγαζιά τους με μύρτα και βάγια, ενώ πουλούν λαμπάδες με μαύρο κερί για τον Επιτάφιο και επιχρυσωμένες για την Ανάσταση. Οι κοπέλες που στολίζουν τον Επιτάφιο τη Μεγάλη Παρασκευή παραμένουν νηστικές όλη την ημέρα μέχρι την περιφορά του, που στις πόλεις γίνεται, για τον φόβο εντάσεων, μόνο γύρω από την εκκλησία της ενορίας, παρότι δεν υπάρχει τέτοια απαγόρευση. Το Μεγάλο Σάββατο, μέχρι την Ανάσταση, επικρατεί απόλυτη σιωπή ενώ ακούγονται μόνο τα παιδιά που γυρνούν στα χριστιανικά σπίτια μαζεύοντας αβγά και κουλουράκια ή ψέλνοντας το «Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα…». Αυτή την ημέρα τρώνε ελάχιστα και πηγαίνουν όλοι στον εσπερινό που κρατά μέχρι τη νύχτα που αρχίζει η αναστάσιμη λειτουργία, έχοντας μαζί τους ψωμί, σύκα, σταφίδες κ.λπ.
Πριν από την πρώτη Ανάσταση η κλησάρισσα της ενορίας πηγαίνει από σπίτι σε σπίτι και χτυπά τις πόρτες με ένα χοντρό ξύλο φωνάζοντας: «Κοπιάστε στην εκκλησιά», αφού το χτύπημα της καμπάνας επιτρέπεται μόνο σε έκτακτα γεγονότα συγκέντρωσης της κοινότητας και όχι για θρησκευτικούς σκοπούς.
Σε άλλες περιοχές της υπόδουλης χώρας η Ανάσταση γίνεται στις 3 τα ξημερώματα και ονομάζεται «αργοπορημένη Ανάσταση», με τους πιστούς να εκπληρώνουν κρυφά τα θρησκευτικά τους αισθήματα υπό τον φόβο του κατακτητή. Εν συνεχεία, με αναμμένα κεριά στα χέρια, γυρνούν σπίτι όπου τρώνε το πρώτο πασχαλινό πιάτο που είναι αβγοκομμένη χηνόσουπα με κρεμμύδι, μαϊντανό, πιπέρι και ψιλοκομμένο συκώτι αρνιού και εν συνεχεία ακολουθούν τα κρεατικά. Το έθιμο της «αργοπορημένης Ανάστασης» διατηρείται και μετά την απελευθέρωση της χώρας σε πολλές περιοχές και είναι τόσο διαδεδομένο που η Ιερά Σύνοδος, θεωρώντας ότι αντιβαίνει στους εκκλησιαστικούς κανόνες, στέλνει στους κατά τόπους επισκόπους επιστολή κατάργησής του. Οι αντιδράσεις των πιστών, ειδικά στον Νομό Ηλείας, είναι ακραίες με αποτέλεσμα να χρειαστεί για την τήρηση της τάξης η επέμβαση του στρατού. Η συμβιβαστική λύση που βρίσκει η Ιερά Σύνοδος είναι να τελούν οι ιερείς την ιερουργία της Ανάστασης στις 12 τα μεσάνυχτα, αλλά εν συνεχεία να καλούν όσους πιστούς θέλουν να την επαναλάβουν στις 3 τα ξημερώματα. Το έθιμο αυτό, όπως και πολλά άλλα, σβήνει σταδιακά.
Επιστρέφοντας στην ημέρα του Πάσχα, πρωταγωνιστικό ρόλο παίζει το έδεσμα της Λαμπρής, ο «λαμπριάτης», ο «λαμπρινός» ή οβελίας, όπως ονομάζεται σήμερα το πασχαλινό αρνί. Οσοι έχουν την οικονομική δυνατότητα θρέφουν τον προηγούμενο χρόνο τη «μανάρα» που θα γεννήσει το «λαμπριάτικο», που δεν αποκόβεται από τη μητέρα του αλλά αφήνεται εκεί μέχρι τη Μεγάλη Πέμπτη που πηγαίνει σπίτι ή με μια κόκκινη κορδέλα στον λαιμό ή με μια κόκκινη βαφή στη ράχη. Οι υπόλοιποι αγοράζουν αρνί από τον τσοπάνη, φροντίζοντας να μείνει στο σπίτι τους τουλάχιστον για το Μεγάλο Σάββατο για να θεωρηθεί σπιτικό, ώστε να μπορέσουν να δουν τα μελλούμενα, «διαβάζοντας», κυρίως, τη σπάλα της δεξιάς ωμοπλάτης.
Στις 6 το απόγευμα ξεκινά η λειτουργία της Αγάπης, όπου μετά την ανάγνωση του Ευαγγελίου, οι γεροντότεροι της ενορίας παρατάσσονται έξω από την εκκλησία και ανταλλάσσουν το φιλί της αγάπης με τους ενορίτες που περνούν από μπροστά τους. Εν συνεχεία, γίνεται η τελετή των «αδελφοποιτών», στην οποία νεαροί, έχοντας μαζί τους μια κοπέλα, στέκονται μπροστά το ιερό φορώντας κόκκινες ζώνες, ορκίζονται πάνω στο Ευαγγέλιο και εν συνεχεία ο παπάς τούς ονομάζει «αδέλφια».
Λαμπρή χωρίς χορούς και τραγούδια
Μετά τα πρώτα χρόνια ομαλής πασχαλινής συμβίωσης μεταξύ Οικουμενικού Πατριάρχη και σουλτάνου, με εκατέρωθεν ανταλλαγές δώρων, περνάμε στη σκοτεινή περίοδο κατάργησης του προνομίου του τριήμερου εορτασμού στους Ελληνες Ορθοδόξους. Το 1772 μάλιστα δίνονται από την Πύλη στον Πατριάρχη Θεοδόσιο Β’ αυστηρές εντολές εορτασμού του Πάσχα χωρίς τραγούδια, φωνές και λαμπερά ρούχα. Εν συνεχεία, ο Οικουμενικός Πατριάρχης αρχικά ενημερώνει κληρικούς και πιστούς για τις εντολές αυτές και εν συνεχεία τους προτρέπει να μην τις παραβούν.
«Γνωστόν έστω πάσιν υμίν, ότι σήμερον προσεκλήθημεν παρά του ενδοξοτάτου Σταμπόλ εφέντη και απελθόντες ηκούσαμεν, αναγνωσθέντος παρρησία, του εκδοθέντος βασιλικού προσκυνητού ορισμού, ο οποίος προστάζει, ότι κατά τας ημέρας της Λαμπρής, να περάσωσιν όλοι οι Xριστιανοί ραγιάδες με ησυχίαν και σεμνότητα, χωρίς χορούς και τραγούδια και παιγνίδια, και να μη περιπατώσι μαζεμένοι εις τους δρόμους, μήτε να πηγαίνωσιν εις το Mπαλουκλή και τον Eγρή-καπί και εις άλλα αγιάσματα, αλλά να ησυχάζωσιν εις τα οσπίτια και εις τους οντάδες των.
Προς τούτοις, να μη φορούν καλπάκια υψηλά, γούναις με προφύλια μεγάλα και άλλα μπέτικα και όπου ανήκουν εις τους κρατούντας ημών, δηλαδή σαλβάρια και μιντάνια και άλλα τοιαύτα ημποδισμένα φορέματα, αλλά να φυλάττωσιν απαρασαλεύτως τους προεκδιδομένους βασιλικούς προσκυνητούς ορισμούς περί των ενδυμάτων.
Οποιος δε τολμήσει να παραβή καμμίαν από τας προσταγάς τούτων, να παιδεύεται με βαρυτάτην παιδείαν. Οθεν, αγκαλά και προ ολίγων ημερών, να σας εγράψαμεν και να σας εσυμβουλεύσαμεν, ότι να περάσετε κατά τας αγίας ταύτας ημέρας ήσυχα και σεμνά, ιδού όμως και τώρα όπου σας φανερώνομεν την γενομένην σφοδράν προσταγήν και παραγγέλλομεν εις όλους τους Xριστιανούς, μικρούς και μεγάλους, νέους και γέροντας, άνδρας και γυναίκας, ότι να προσέχετε κατά τας αγίας ταύτας ημέρας, κατά τους εκδοθέντας βασιλικούς προσκυνητούς ορισμούς, και να φυλάττετε απαρασάλευτες τας ανωτέρω προσταγάς, όπου έχει ο εκδοθείς βασιλικός προσκυνητός ορισμός. Διότι όποιος αθετήσει καμμίαν από τας προσταγάς ταύτας, ο τοιούτος να ειξεύρη ότι θέλει να παιδευθή με βαρυτάτην τιμωρίαν»…