Η εν λόγω απόφαση ανοίγει τον δρόμο για τη διεκδίκηση αποζημιώσεων κατά των νοσοκομείων, όταν οι γιατροί ασκούν πλημμελώς τα καθήκοντά τους
Το «πράσινο φως» για την καταβολή αποζημιώσεων σε ασθενείς εξαιτίας ιατρικών λαθών και πλημμελειών σε νοσοκομεία δίνει το Συμβούλιο της Επικρατείας, το οποίο δικαίωσε γονείς με παιδί που γεννήθηκε με βαριά αναπηρία.
Η υπόθεση αφορά γυναικολόγο που δεν ενημέρωσε έγκυο για την αναγκαιότητα προγεννητικών εξετάσεων στις οποίες έπρεπε να υποβληθεί. Ο μαιευτήρας – γυναικολόγος αρκέστηκε σε απλούς υπερήχους και το παιδί γεννήθηκε με φωκομέλεια, δηλαδή ανυπαρξία κάτω άκρων από το ύψος των γονάτων, βλάβη μη ιάσιμη. Η οικογένεια προσέφυγε στη Δικαιοσύνη και δικαιώθηκε από το Συμβούλιο της Επικρατείας, το οποίο έκρινε πως δικαιούται αποζημίωση για την ηθική βλάβη που υπέστησαν.
Πρόκειται για μια δικαστική απόφαση που ανοίγει τον δρόμο για τη διεκδίκηση αποζημιώσεων κατά των δημόσιων και ιδιωτικών νοσοκομείων, όταν οι γιατροί ασκούν πλημμελώς τα καθήκοντά τους. Την προκειμένη περίπτωση οι δικαστές του ΣτΕ ασχολήθηκαν με τον γυναικολόγο κρατικού νοσοκομείου σε μεγάλο νησί, ο οποίος εξέτασε έγκυο, η οποία ήταν ήδη μητέρα δύο παιδιών. Της υπέδειξε να υποβληθεί σε εξετάσεις και υπερηχογραφικό έλεγχο που έγινε στο νοσοκομείο.
Στη συνέχεια, γέννησε με καισαρική ένα αγοράκι με φωκομέλεια κάτω άκρων. Οι γονείς αξίωσαν δικαστικά αποζημίωση για την ηθική βλάβη του άτυχου παιδιού 410.858 ευρώ και 146.735 ευρώ ως αποζημίωση, σύμφωνα με το άρθρο 931 του Αστικού Κώδικα, που προβλέπει αποζημίωση σε περίπτωση που προξενηθεί αναπηρία ή παραμόρφωση η οποία επιδρά στο μέλλον του. Επίσης, οι γονείς διεκδικούν 58.700 ευρώ ο καθένας ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστησαν.
Στην αγωγή αποζημίωσης υποστήριξαν ότι ο γιατρός δεν διέγνωσε προγεννητικά την αναπηρία του παιδιού τους, η οποία ήταν δυνατόν να διαγνωστεί από τους πρώτους μήνες της κυήσεως. Μάλιστα, τους διαβεβαίωνε ότι η κύηση και η κατάσταση του κυοφορούμενου ήταν φυσιολογικές. Οι γονείς τον κατήγγειλαν πως κατά βαρεία παράβαση των καθηκόντων του δεν πραγματοποίησε ούτε συνέστησε μορφολογικού ή δεύτερου επιπέδου υπερηχογράφημα, ούτε τους ενημέρωσε για τη αναγκαιότητά του.
Στο Διοικητικό Πρωτοδικείο και Εφετείο έχασαν τη δικαστική μάχη
Εάν ο γιατρός είχε διαγνώσει την ανώμαλη ανάπτυξη του εμβρύου, οι γονείς θα είχαν τη δυνατότητα να αποφασίσουν για τη διακοπή ή όχι της κυήσεως. Στο Διοικητικό Πρωτοδικείο και Εφετείο οι γονείς έχασαν τη δικαστική μάχη, αλλά άσκησαν αναίρεση στο Συμβούλιο της Επικρατείας και δικαιώθηκαν. Οι σύμβουλοι Επικρατείας αναίρεσαν την εφετειακή απόφαση και ανέπεμψαν την υπόθεση για νέα κρίση.
Το ΣτΕ επισήμανε ότι απαγορεύεται η τεχνητή διακοπή της εγκυμοσύνης, αλλά όταν υπάρχουν ενδείξεις σοβαρής ανωμαλίας του εμβρύου που σηματοδοτεί γέννηση «παθολογικού νεογνού», τότε η έγκυος, σύμφωνα με το άρθρο 5 του Συντάγματος, έχει «τη νόμιμη δυνατότητα να σταθμίσει ελεύθερα και σύμφωνα με θρησκευτικές, φιλοσοφικές και άλλες πεποιθήσεις της αν θα συνεχίσει την εγκυμοσύνη, αποδεχόμενη τη γέννηση του παθολογικού νεογνού ή θα διακόψει συναινώντας στην καταστροφή του εμβρύου χάριν της ελευθερίας της και του -ανθρωπίνως- δικαιολογημένου ενδιαφέροντός της να αποκτήσει ένα υγιές παιδί».