ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΛΑΙΤΣΑΚΗΣ, ΤΑΣΟΣ ΔΑΣΟΠΟΥΛΟΣ
Συντάξεις: Την οριστική απαλλαγή από φόρους και πρόστιμα που επιβλήθηκαν σε 70.000 συνταξιούχους το 2019 για εισοδήματα της τριετίας 2010-2012, τα οποία εισέπραξαν με καθυστέρηση το 2013 και δεν τα δήλωσαν το 2014, πιστοποιεί η σχετική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας που δημοσιεύτηκε χθες.
Σύμφωνα με την απόφαση, η παραγραφή φόρων και προστίμων έρχεται αν μέσα από την παρέλευση 5ετίας η φορολογική αρχή δεν έχει κοινοποιήσει στον υπόχρεο πράξη καταλογισμού φόρων και ενδεχόμενων προστίμων επί του φόρου.
Ειδικότερα, η Ολομέλεια του ανωτάτου ακυρωτικού δικαστηρίου, με τρεις αποφάσεις της (υπ’ αριθμ. 616-618/2021) έκρινε ότι η προθεσμία παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου να επιβάλει φόρους και πρόστιμα δεν διακόπτεται πλέον με την έκδοση των σχετικών καταλογιστικών πράξεων, αλλά διακόπτεται από την κοινοποίηση της καταλογιστικής πράξης.
Συγκεκριμένα, ο Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας-ΚΦΔ (νόμοι 4174/2013 και 4254/2014) ορίζει ότι η προβλεπόμενη από ισχύουσες διατάξεις ουσιαστικού φορολογικού δικαίου, που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ΚΦΔ, προθεσμία (πέντε χρόνια από την εκκαθάριση του φόρου) παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου να επιβάλει φόρους και πρόστιμα διακόπτεται με την έκδοση των οικείων σχετικών καταλογιστικών πράξεων (ακόμη και αν αυτές εκδοθούν μετά την πενταετία) είναι ανίσχυρη ως αντίθετη «στις αρχές της φανερής δράσης της διοίκησης και της ασφάλειας του δικαίου». Και κατά συνέπεια, προσθέτουν οι σύμβουλοι Επικρατείας, η σχετική διάταξη είναι «μη εφαρμοστέα».
Αυτό έχει ως συνέπεια, υπογραμμίζει η Ολομέλεια του ΣτΕ, να εφαρμόζονται οι προϊσχύουσες του άρθρου 36 του ΚΦΔ διατάξεις περί παραγραφής, οι οποίες παγίως προέβλεπαν «ως προϋπόθεση διακοπής της προθεσμίας παραγραφής της φορολογικής αξίωσης του Δημοσίου την εντός της οικείας προθεσμίας κοινοποίηση της καταλογιστικής πράξης».
Μετά από αυτή την απόφαση, η όλη διαδικασία που εφάρμοσε η φορολογική διοίκηση για να υποχρεώσει τους 70.000 συνταξιούχους σε πληρωμές φόρων και προστίμων για αδήλωτα αναδρομικά των ετών 2010-2012 εισπραχθέντα εντός του 2013 είναι άκυρη, τα καταλογισθέντα ποσά φόρων και προστίμων πρέπει να διαγραφούν και όσα ήδη εισπράχθηκαν από τις αρμόδιες ΔΥΟ θα πρέπει να επιστραφούν εντόκως στους συνταξιούχους που τα πλήρωσαν.
Υπενθυμίζεται ότι η φορολογική διοίκηση υποχρέωσε τις αρμόδιες ΔΟΥ να εκδώσουν άρον άρον στο τελευταίο δεκαπενθήμερο του Δεκεμβρίου του 2019 πράξεις προσδιορισμού φόρου και επιβολής προστίμων για όλες αυτές τις περιπτώσεις προκειμένου να αποφευχθεί η παραγραφή τους στις 31-12-2019.
Παραγραφή, η οποία θα επέρχετο λόγω παρόδου της πενταετούς προθεσμίας που είχε το Δημόσιο (από το τέλος του έτους 2014, στο οποίο έπρεπε να είχαν δηλωθεί και φορολογηθεί τα αναδρομικά, μέχρι το τέλος του 2019) προκειμένου να ελέγξει τις συγκεκριμένες υποθέσεις και να επιβάλει φόρους και πρόστιμα. Οι συνταξιούχοι των περιπτώσεων αυτών έλαβαν γνώση των ποσών των πρόσθετων φόρων και των προστίμων που τους καταλόγισαν άρον άρον οι αρμόδιες ΔΟΥ, μετά τη λήξη της προθεσμίας παραγραφής, δηλαδή τον Ιανουάριο του 2020. Στην ουσία, δηλαδή, η κοινοποίηση των πράξεων έγινε μετά τις 31-12-2019 που έληξε η προθεσμία παραγραφής.
Οι πρώτες δικαστικές αποφάσεις-βόμβα που άνοιξαν το δρόμο για να κριθούν άκυρες οι προσπάθειες τις ΑΑΔΕ να εισπράξει άρον άρον φόρους και πρόστιμα από τους 70.000 συνταξιούχους εκδόθηκαν από τα Διοικητικά Εφετεία Θεσσαλονίκης και Αθηνών. Με τις αποφάσεις αυτές -δύο από το Δ.Ε. Θεσσαλονίκης (τις υπ’ αριθμόν 759/2019 και 716/2020) και μία από το Δ.Ε. Αθηνών (την υπ’ αριθμόν 734/2020)- κρίθηκε, συγκεκριμένα, αντισυνταγματική η διάταξη της παραγράφου 11 του άρθρου 72 του Κώδικα Φορολογικών Διαδικασιών (ν. 4174/2013), η οποία προβλέπει ότι η παραγραφή του δικαιώματος του Δημοσίου για την επιβολή φόρου ή προστίμου διακόπτεται με την έκδοση των πράξεων προσδιορισμού φόρου ή επιβολής προστίμου, ακόμη κι αν οι πράξεις αυτές κοινοποιηθούν στο φορολογούμενο μετά τη λήξη της περιόδου παραγραφής. Σύμφωνα με το σκεπτικό των δικαστηρίων, η διάταξη αυτή «οδηγεί σε επιμήκυνση της παραγραφής και αντίκειται στις εξειδικεύουσες την αρχή της ασφάλειας δικαίου διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 78 του Συντάγματος».