Του Δημήτρη Κατσαγάνη
Τα πορίσματά τους για την αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού κατέθεσαν στην επιτροπή διαβούλευσης (ΟΜΕΔ, εκπρόσωποι Υπουργείου Εργασίας και ΥΠΟΙΚ) 7 αρμόδιοι φορείς (ΤτΕ,ΚΕΠΕ, ΙΟΒΕ, ΙΜΕ-ΓΣΕΒΕΕ, ΙΝΕΜΥ -ΕΣΕΕ, ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, ΕΙΕΑΔ).
Τα πορίσματα αυτά θα σταλούν στους κοινωνικούς εταίρους (ΣΕΒ, ΓΣΕΒΕΕ, ΓΣΕΕ κ.λπ.). Αμέσως μετά, το ΚΕΠΕ μαζί με 5μελή επιτροπή, αποτελούμενη από εκπροσώπους του υπουργείου Οικονομικών, του υπουργείου Ανάπτυξης και του υπουργείου Εργασίας, θα πρέπει να υποβάλει ένα πόρισμα στα υπουργεία Εργασίας και Οικονομικών, ενώ το υπουργείο Εργασίας θα καταθέσει την τελική του πρόταση στο Υπουργικό Συμβούλιο, προκειμένου να λάβει τις τελικές αποφάσεις τον ερχόμενο Ιούλιο.
Από την πλευρά της η Τράπεζα της Ελλάδας ξεκαθαρίζει πως κρίνεται ότι δεν υπάρχει περιθώριο για μια αύξηση των κατώτατων μισθών και ημερομισθίων το 2021.
Το ΚΕΠΕ επισημαίνει πως η όποια απόφαση για αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού είναι σκόπιμο να μην είναι ξαφνική.
Από πλευράς του, το ΙΟΒΕ τονίζει πως το 2021 δεν κρίνεται σκόπιμο να γίνουν αλλαγές στο επίπεδο του κατώτατο μισθού.
Το ΙΜΕ-ΓΣΕΒΕΕ σημειώνει πως προτεραιότητα έχει η λήψη μέτρων στήριξης των επιχειρήσεων που επλήγησαν από την πανδημία.
Το ΙΝΕΜΥ της ΕΣΕΕ τονίζει ότι οι αναταράξεις που ήδη αντιμετωπίζει η επιχειρηματικότητα και θα συνεχίσει να υφίσταται το επόμενο χρονικό διάστημα είναι εξαιρετικά ισχυρές’.
Το ΙΝΣΕΤΕ ξεκαθαρίζει πως δεν ενδείκνυται μια αύξηση του κατώτατου μισθού το 2021.
Το ΕΙΕΑΔ καταλήγει σε δύο σενάρια, με το πρώτο να προβλέπει ”πάγωμα” του κατώτατου μισθού και το δεύτερο να προβλέπει αύξηση 1,5%.
Το ΙΝΕ της ΓΣΕΕ υποστηρίζει την αύξηση του κατώτατου μισθού στα 741 ευρώ.
Πιο αναλυτικά, τα βασικά συμπεράσματα, σύμφωνα με αποκλειστικές πληροφορίες του Capital.gr, έχουν ως εξής:
Τράπεζα της Ελλάδας: Δεν υπάρχει περιθώριο για αύξηση των κατώτατων μισθών το 2021
Στο πόρισμα της Τράπεζας της Ελλάδας αναφέρεται πως ”μια αύξηση του κατώτατου μισθού που οδηγεί σε αύξηση της πίεσης στο μισθολογικό κόστος δύναται, ceteris paribus, να έχει αρνητικές επιδράσεις στην απασχόληση. Επίσης, από τη χαρτογράφηση των αναστολών των συμβάσεων εργασίας μέσω του Π/Σ ΕΡΓΑΝΗ αποτυπώνεται ότι οι θέσεις εργασίας σε αναστολή είναι συγκριτικά περισσότερες σε κλάδους και επιχειρήσεις όπου το ποσοστό των αμειβομένων με κατώτατο μισθό είναι επίσης υψηλό. Συνεπώς, στην παρούσα συγκυρία μια αύξηση του κατώτατου μισθού θα αύξανε την πίεση σε κλάδους που ήδη πλήττονται από την πανδημία, με πιθανές σημαντικές επιπτώσεις στην απασχόληση.
Σε αυτό το δυσμενές πλαίσιο και δεδομένης της μεγάλης αβεβαιότητας ως προς την εξέλιξη της πανδημίας, κρίνεται ότι δεν υπάρχει περιθώριο για μια αύξηση των κατώτατων μισθών και ημερομισθίων το 2021. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα συνιστούσε μία πρόσθετη αρνητική διαταραχή στο κόστος ενός μεγάλου εύρους επιχειρήσεων, και ιδιαίτερα των πιο ευάλωτων στην παρούσα συγκυρία (όπως μικρές επιχειρήσεις, επιχειρήσεις στο εμπόριο, στα καταλύματα και στην εστίαση), επιτείνοντας τον κίνδυνο απώλειας θέσεων εργασίας ή μετατροπής θέσεων πλήρους απασχόλησης σε ευέλικτες μορφές απασχόλησης. Ο κίνδυνος απώλειας θέσεων εργασίας αυξάνεται περαιτέρω από το ενδεχόμενο να μην επιβιώσουν οι πιο ευάλωτες επιχειρήσεις στους κλάδους που πλήττονται περισσότερο από την πανδημία. Σε ένα περιβάλλον με ιδιαίτερα υψηλή ανεργία, η απώλεια θέσεων εργασίας συνιστά μια δυσμενή εξέλιξη με δυνητικά επίμονες αρνητικές επιδράσεις, ιδιαίτερα για τις πιο ευάλωτες κατηγορίες εργαζομένων όπως οι νέοι και οι εργαζόμενοι χαμηλής εξειδίκευσης.
Συνεπώς, στην παρούσα συγκυρία καθίσταται πιο επιτακτική η ανάγκη να συνεχιστούν και να διευρυνθούν, κατά το δυνατόν για όσο ισχύουν τα μέτρα περιορισμού εξάπλωσης της πανδημίας, οι παρεμβάσεις για τη διασφάλιση όσο το δυνατόν περισσότερων θέσεων εργασίας και τη στήριξη του εισοδήματος από εξαρτημένη εργασία, συμπεριλαμβανομένων ενεργειών για τον περιορισμό της παραοικονομίας και την τήρηση του εργατικού δικαίου. Παράλληλα, θα πρέπει να σχεδιαστεί η στρατηγική και το χρονοδιάγραμμα της σταδιακής και προσεκτικής απόσυρσης των μέτρων με σκοπό να περιοριστούν σημαντικά οι αρνητικές επιπτώσεις στην αγορά εργασίας και στο διαθέσιμο εισόδημα. Τέλος, είναι σημαντικό να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στις ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης, οι οποίες θα πρέπει να στοχεύουν, μεταξύ άλλων, σε εκείνους τους κλάδους που έχουν πληγεί περισσότερο από την πανδημία, έτσι ώστε να ελαχιστοποιηθεί ο κίνδυνος μιας μόνιμης αύξησης της ανεργίας όταν αρθούν τα μέτρα προστασίας της απασχόλησης”.
ΚΕΠΕ: Η όποια απόφαση για αναπροσαρμογή είναι σκόπιμο να μην είναι ξαφνική
Στο δικό του πόρισμα, το ΚΕΠΕ αναφέρει πως ”λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι ο κατώτατος μισθός είναι ιδιαίτερα διαδεδομένος σε κλάδους που είναι ανοιχτοί στο διεθνή ανταγωνισμό, οι όποιες προσαρμογές του πρέπει να είναι προσεκτικές και μετρημένες και να μην ξεπερνάνε την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας στους συγκεκριμένους κλάδους. Οποιαδήποτε αλλαγή στο ύψος του κατώτατου μισθού προφανώς θα ενσωματώσει, τις πρόσφατες φορολογικές και ασφαλιστικές αλλαγές μισθωτών και επιχειρήσεων.
Στο βαθμό που ο μέσος μισθός συγκλίνει με τον κατώτατο, ειδικά σε συγκεκριμένους κλάδους, και υπάρχει κίνητρο υποδηλωμένης εργασίας πρέπει το ΣΕΠΕ να προφυλάξει τους εργαζόμενους από έκνομες πρακτικές και, συγχρόνως, να αποτρέψει τον αθέμιτο ανταγωνισμό μεταξύ επιχειρήσεων που τηρούν το νόμο και επιχειρήσεων που παρανομούν. Εφόσον αποκατασταθεί η ομαλότητα στην οικονομία και αυτή καταγράψει συστηματικά θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης του κατώτατου μισθού. Η όποια απόφαση για αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού είναι σκόπιμο να μην είναι ξαφνική για τις επιχειρήσεις ούτε να αλλάζει δραστικά τον βραχυχρόνιο προγραμματισμό τους. Η έγκαιρη αναγγελία, καθώς και η ισχύς του από την αρχή του επόμενου έτους θεωρούνται διεθνώς καλές πρακτικές. Επιπλέον, θα διευκόλυνε τους εμπλεκόμενους επιστημονικούς φορείς αν η διαδικασία αναπροσαρμογής του κατώτατου μισθού χρονικά εξελισσόταν παράλληλα με τη διαθεσιμότητα στατιστικών δεδομένων, τα οποία την άνοιξη δεν είναι ακόμα διαθέσιμα”.
ΙΜΕ-ΓΣΕΒΕΕ: Προτεραιότητα η λήψη μέτρων στήριξη των επιχειρήσεων που επλήγησαν από την πανδημία
”Το χρονικό διάστημα κατά το οποίο εξετάζεται ο ισχύων κατώτατος μισθός χωρίζεται σε δύο περιόδους. Η πρώτη περίοδος αφορά το διάστημα από την εφαρμογή του (1/2/2019) μέχρι την αρχική έλευση της πανδημίας (Φεβρουάριος 2020). Η δεύτερη περίοδος αφορά το διάστημα της εκδήλωσης της πανδημία Covid – 19 (Μάρτιος 2020) που διαρκεί μέχρι σήμερα. Κατά την πρώτη περίοδο φαίνεται πως η αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού στο 650 € δεν είχε κάποια αρνητική επίδραση στα βασικά μακροοικονομικά μεγέθη, ενώ μπορεί να υποστηριχθεί πώς επέδρασε θετικά στην μείωση του ποσοστού του πληθυσμού που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού”, τονίζει το ΙΜΕ-ΓΣΕΒΕΕ στο δικό του πόρισμα.
Στο ίδιο πόρισμα αναφέρεται πως ”όσον αφορά την δεύτερη περίοδο η καθίζηση της οικονομίας και οι δυσμενείς επιπτώσεις που έχει καταφέρει η πανδημία στην οικονομική κατάσταση των επιχειρήσεων προτεραιοποιούν τη λήψη μέτρων για την στήριξη τους κατά το διάστημα της σταδιακής επανεκκίνησης της ελληνικής οικονομίας ώστε να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα των επιχειρήσεων και η διατήρηση των θέσεων εργασίας”.
ΙΟΒΕ: Το 2021 δεν κρίνεται σκόπιμο να γίνουν αλλαγές στο επίπεδο του κατώτατο μισθό
Στο πόρισμα του ο ΙΟΒΕ επισημαίνει πως “τα παραπάνω στοιχεία της ανάλυσης, σε συνδυασμό με την τρέχουσα συγκυρία εν μέσω της κρίσης πανδημίας και της υψηλής αβεβαιότητας, συνάδουν στο συμπέρασμα ότι το τρέχον επίπεδο του κατώτατου μισθού δεν είναι ούτε ιδιαίτερα χαμηλό ούτε ιδιαίτερα υψηλό.
Συνεπώς, τουλάχιστον για όσο διαρκούν οι άμεσες αρνητικές επιδράσεις της πανδημίας, το 2021 δεν κρίνεται σκόπιμο να γίνουν αλλαγές στο επίπεδο του κατώτατου μισθού, ειδικά μεγάλης κλίμακας. Μεσοπρόθεσμα, κρίνεται σκόπιμο αυξήσεις του κατώτατου μισθού να συνυπολογίζουν το ρυθμό αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας. Μία αύξηση του επιπέδου του κατώτατου μισθού ταχύτερη από αυτήν της παραγωγικότητας θα επιβράδυνε περαιτέρω την αποκλιμάκωση της ακόμα πολύ υψηλής ανεργίας, θα ενέτεινε τη θεμελιώδη πίεση στην αγορά εργασίας ένεκα της πανδημίας όταν τα τρέχοντα προσωρινά μέτρα στήριξής της σταδιακά θα αποσύρονται, με αρνητικές συνέπειες στην “απασχολησιμότητα” του άνεργου ανθρώπινου δυναμικού και στις προοπτικές μακροχρόνιας ανάπτυξης της χώρας.”.
ΙΝΣΕΤΕ: Δεν ενδείκνυται μια αύξηση του κατώτατου μισθού το 2021
Από την πλευρά του ΙΝΣΕΤΕ, επισημαίνεται πως “στην τρέχουσα οικονομική συγκυρία και τις συνθήκες που έχει δημιουργήσει η πανδημία του Covid-19 δεν ενδείκνυται μια αύξηση του κατώτατου μισθού το 2021.
Από την άλλη πλευρά, οι καλές προοπτικές ανάπτυξης της οικονομίας το 2021 και ακόμη περισσότερο το 2022 δικαιολογούν απολύτως την πολιτική της διατήρησης του κατώτατου μισθού κατά το τρέχον έτος στα σημερινά επίπεδα, παρά τη μεγάλη μείωση του ΑΕΠ και την επιδείνωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της Ελληνικής οικονομίας το 2020.
Η εκτίμησή μας είναι ότι το 2022 η ταχύτερη ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και η συμβολή των νέων ευρωπαϊκών χρηματοδοτικών πόρων θα οδηγήσει σε μια σημαντική βελτίωση του ΑΕΠ και της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της οικονομίας και θα δημιουργήσει ένα προσφορότερο και ευνοϊκό πλαίσιο για την αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού”.
ΙΝΕ-ΓΣΕΕ: Άμεση αύξηση του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ
Το ΙΝΕ της ΓΣΕΕ, στο πόρισμα του αναφέρει πως ”ως προς τον πιο αποτελεσματικό τρόπο ενίσχυσης της οικονομικής και της κοινωνικής σταθερότητας και ανάπτυξης της χώρας, τη διασφάλιση ενός αξιοπρεπούς βιοτικού επιπέδου για τους εργαζομένους και τις οικογένειές τους και τη δίκαιη διανομή της προσδοκώμενης, βάσει επίσημων προβλέψεων, αύξησης του ΑΕΠ το 2021 και το 2022, η πρόταση του ΙΝΕ ΓΣΕΕ είναι η εξής: Άμεση αύξηση του κατώτατου μισθού στο ύψος των 751 ευρώ μηνιαίως στο πλαίσιο ενός χρονοδιαγράμματος με τιμή αναφοράς το 60% του διάμεσου ακαθάριστου μισθού των εργαζομένων πλήρους απασχόλησης. ”.
ΕΙΕΑΔ: ”Πάγωμα” ή αύξηση 1,53% στον κατώτατο μισθό
Στο πόρισμα του Εθνικού Ινστιτούτου Εργασίας και Ανθρωπίνου Δυναμικού (ΕΙΑΔ) κατατίθενται δύο προτάσεις. Η πρώτη προβλέπει πως ”ο κατώτατος μισθός να παραμείνει αμετάβλητος στα 650 ευρώ, με συνοδευτικά μέτρα ενίσχυσης των χαμηλόμισθων, όπως ενδεικτικά η αναψηλάφηση του ζητήματος των προσαυξήσεων των 3ετιών προϋπηρεσίας στον κατώτατο μισθό ή μια μικρή αύξηση του αφορολόγητου”.
Η δεύτερη πρόταση προβλέπει πως ”ο κατώτατος μισθός να αυξηθεί στα 660 ευρώ κατά 1,53% που αντιστοιχεί στο ήμισυ της πιθανής αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας τον επόμενο χρόνο”.
ΙΝΕΜΥ -ΕΣΕΕ: Οι αναταράξεις θα συνεχίσουν
Στο πόρισμα του ΙΝΕΜΥ της ΕΣΕΕ αναφέρεται πως ”με την ανάκαμψη το 2021 να εκτιμάται ότι θα κυμανθεί λίγο πάνω από το 3,5%, γίνεται κατανοητό πως οι προκλήσεις για την επιχειρηματικότητα σε ο,τι αφορά τη βιωσιμότητά τους θα κορυφωθούν κατά το τρέχον έτος, ιδιαίτερα μετά τη σταδιακή απόσυρση των μέτρων στήριξης.
Συνεπώς ως ΙΝΕΜΥ -ΕΣΕΕ εκτιμούμε πως οι αναταράξεις που ήδη αντιμετωπίζει η επιχειρηματικότητα και θα συνεχίσει να υφίσταται το επόμενο χρονικό διάστημα είναι εξαιρετικά ισχυρές”.