Νίκος Ρουσάνογλου
Παλαιές κατοικίες, ηλικίας άνω των 25 ετών, επιλέγουν σε ποσοστό άνω του 70% οι αγοραστές ακινήτων πανελλαδικά. Πρόκειται για μια λύση, η οποία οφείλεται ασφαλώς στο ότι τα συγκεκριμένα ακίνητα είναι και πιο προσιτά οικονομικά. Στην ετήσια έρευνα του δικτύου μεσιτικών γραφείων RE/MAX Ελλάς προκύπτει ότι πάνω από 8 στα 10 ακίνητα που πωλήθηκαν στην Ελλάδα το 2020 αφορούσαν διαμερίσματα, μονοκατοικίες ή μεζονέτες. Συγκεκριμένα, το 84% αφορούσε κατοικίες, ένα πρόσθετο 10% οικόπεδα ή αγροτεμάχια και το υπόλοιπο 6% επαγγελματικά ακίνητα.
Σύμφωνα με την ανάλυση της RE/MAX, το γεγονός αυτό αναδεικνύει ότι για μία ακόμα χρονιά, πρώτη επιλογή αγοράς ή επένδυσης παρέμεινε η κατοικία, παρότι η πανδημία και τα περιοριστικά μέτρα διαφοροποίησαν τις καθημερινές ανάγκες των πολιτών. Την ίδια στιγμή, 6 στους 10 αγοραστές κατοικιών επέλεξαν παλαιά ακίνητα ηλικίας άνω των 30 ετών. Οπως τονίζει η ανάλυση της εταιρείας, «το σπίτι δεν είναι απλά το “καταφύγιο” αλλά και ο χώρος ψυχαγωγίας και εργασίας, γεγονός που ώθησε αρκετούς κατοίκους των μεγάλων πόλεων και ιδιαίτερα όσους μένουν σε κεντρικά σημεία αυτών να αναζητήσουν κατοικίες με μεγαλύτερους χώρους».
Ετσι, στην Αττική, το 82% των πωληθέντων ακινήτων ήταν κατοικίες. Τα οικόπεδα-αγροτεμάχια έφτασαν στο 9% του συνόλου των αγοραπωλησιών, ενώ ίδιο ήταν το ποσοστό και για τα επαγγελματικά ακίνητα. Στη Θεσσαλονίκη, σχεδόν το σύνολο των πωληθέντων ακινήτων (ποσοστό 94%) αφορά κατοικίες, ενώ μόλις 3% οικόπεδα-αγροτεμάχια και επαγγελματικά ακίνητα. Στην υπόλοιπη Ελλάδα (εκτός Αττικής και Θεσσαλονίκης), στην κορυφή των προτιμήσεων βρέθηκαν οι κατοικίες σε ποσοστό 79%, ενώ τα οικόπεδα-αγροτεμάχια κινήθηκαν στο 17% επί του συνόλου των αγοραπωλησιών.
Οσον αφορά την ηλικιακή κατανομή, στο σύνολο της χώρας, το 73% επιλέγει παλαιές κατοικίες ηλικίας άνω των 25 ετών, με το 62% αυτών να αφορά ακίνητα ηλικίας μεγαλύτερης των 30 ετών. Οι ενδιάμεσες ηλικιακές κατηγορίες, δηλαδή από 11 έως 25 έτη, συγκέντρωσαν συνολικά το ενδιαφέρον του 21% των αγοραστών, ενώ μόλις το 4% επέλεξε ακίνητα ηλικίας έως 10 ετών (και μόλις 2% νεόδμητα).
Στην Αττική, το 84% των ακινήτων που πωλήθηκαν ήταν παλαιά άνω της 25ετίας, σε αντίθεση με τα νεόδμητα και τα νέα (έως πενταετίας) που δεν κατάφεραν να κερδίσουν ιδιαίτερα το ενδιαφέρον των αγοραστών.
Μάλιστα, το 73% των ακινήτων που πωλήθηκαν στο Λεκανοπέδιο ανήκει στην ηλικιακή κατηγορία άνω των 30 ετών. Από την άλλη, ακίνητα ηλικίας έως 15 ετών αφορούσαν μόλις το 7% του συνόλου των αγοραπωλησιών. Στις αγοραπωλησίες που πραγματοποιήθηκαν στη Θεσσαλονίκη ξεχωρίζουν δύο ηλικιακές ομάδες ακινήτων. Η πρώτη με τα μεγαλύτερα ποσοστά προτίμησης είναι τα ακίνητα ηλικίας άνω των 30 ετών σε ποσοστό 59% και η δεύτερη ακίνητα ηλικίας 11 έως 15 ετών σε ποσοστό 13%. Τα νεόδμητα ακίνητα που πωλήθηκαν αποτελούν το 4% του συνόλου των αγοραπωλησιών. Στις περιοχές της υπόλοιπης Ελλάδας το 58% των αγοραστών προτίμησε παλαιές κατοικίες (άνω των 25 ετών) και σε ποσοστό 32% τις κατοικίες από 11 έως 25 έτη.
Από πλευράς τιμών, σε έτερη πρόσφατη έρευνά της, η RE/MAX ανέφερε ότι καταγράφηκαν αυξήσεις μέχρι και 9%, αν και κατά μέσον όρο η άνοδος σε πανελλαδικό επίπεδο διαμορφώθηκε σε 2,3%. Πάντως, τα νεόδμητα ακίνητα (μέχρι πέντε ετών) αποδεικνύονται ιδιαίτερα ανθεκτικά, καθώς οι αξίες τους ενισχύθηκαν με πολύ υψηλότερο ρυθμό, σε σχέση με τα παλιότερα.
Συγκεκριμένα, σε πανελλαδικό επίπεδο, τα νεόδμητα σημείωσαν άνοδο κατά 4,5%, έναντι μέσης αύξησης κατά 1,8% των παλαιότερων ακινήτων. Αντίστοιχα, στην Αττική, τα μεταχειρισμένα είχαν άνοδο κατά 1,8%, ενώ οι τιμές των νεόδμητων ενισχύθηκαν με ετήσιο ρυθμό της τάξεως του 2,6%.
Στη Θεσσαλονίκη, τα νεόδμητα αυξήθηκαν κατά 2,8%, αλλά οι παλαιότερες κατασκευές σημείωσαν μικρή κάμψη της τάξεως του 0,8%. Στην υπόλοιπη χώρα οι τιμές στα μεταχειρισμένα είχαν θετικό πρόσημο καθώς αυξήθηκαν κατά 3,8%.
Αξίζει να σημειωθεί ότι τα στοιχεία της RE/MAX έχουν βαρύνουσα σημασία, καθώς αφορούν τις αξίες όπως αυτές προέκυψαν από πραγματικές συναλλαγές που έγιναν στην αγορά το 2020. Σύμφωνα με τη RE/MAX, «η ζήτηση και οι τιμές πώλησης των ακινήτων είχαν μπει σε τροχιά σταθερής ανόδου, καθώς η Ελλάδα αποτέλεσε πόλο έλξης επενδύσεων τόσο από εγχώριους όσο και από ξένους επενδυτές, με στόχο την εκμετάλλευση των ακινήτων μέσω βραχυχρόνιων μισθώσεων, τη δημιουργία ξενοδοχειακών μονάδων και την απόκτηση της golden visa.
Ακολούθως, η βελτίωση του οικονομικού κλίματος επηρέασε θετικά τη διάθεση και τη δυνατότητα των Ελλήνων για αγορά κατοικίας. Η τάση αυτή αντανακλάται και στα επίσημα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, σύμφωνα με τα οποία ο αριθμός των αγοραπωλησιών σημείωσε αύξηση το 2019 συγκριτικά με το 2018 κατά 21,5% και σωρευτικά από το 2014, κατά 122,5% πανελλαδικά».