Η παραίτηση από το δικαίωμα ακύρωσης μπορεί να λάβει χώρα και σιωπηρώς
Απορρίπτοντας την αίτηση αναίρεσης και επικυρώνοντας τα σχετικώς κριθέντα από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ο Άρειος Πάγος έκρινε πως το δικαίωμα προς ακύρωση σύμβασης, λόγω απάτης, υπόκειται σε απόσβεση λόγω σιωπηρής παραίτησης (ΑΠ 745/2020). Σε κάθε δε περίπτωση κρίθηκε ότι έχει παρέλθει η τασσόμενη εκ του νόμου διετής αποσβεστική προθεσμία από τον χρόνο, μέχρι τον οποίο εξακολούθησε η αρχική πλάνη και απάτη, που οδήγησαν αιτιωδώς στην κατάρτιση των ενδίκων συμβάσεων, έως την άσκηση της αγωγής.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρ. 147, 149, 150, 151, 152 του ΑΚ, όποιος παρασύρθηκε με απάτη σε δήλωση βούλησης ή εξαναγκάστηκε σε δήλωση βούλησης με απειλή, που ασκήθηκε παράνομα ή αντίθετα προς τα χρηστά ήθη, έχει δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας και, παράλληλα, την ανόρθωση κάθε άλλης ζημίας του, σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες, εφόσον η απάτη ή απειλή περιέχει και τους όρους της αδικοπραξίας. Άλλως, μπορεί να αποδεχθεί τη δικαιοπραξία και να ζητήσει μόνο την ανόρθωση της ζημίας του, θετικής και αποθετικής, δηλαδή να απαιτήσει αποζημίωση, κατά την έκταση που δικαιούται σε κάθε αδικοπραξία. Δεν ενδιαφέρει αν η πλάνη που δημιουργήθηκε συνεπεία της απάτης είναι συγγνωστή ή μη, ουσιώδης ή επουσιώδης, καθώς και αν αναφέρεται αποκλειστικά στα παραγωγικά της βούλησης αίτια, αρκεί αυτή να υφίσταται κατά το χρόνο της δήλωσης της βούλησης του απατηθέντος.
Στην περίπτωση ακυρώσιμης λόγω απάτης δικαιοπραξίας, εφόσον η προκληθείσα πλάνη είναι ουσιώδης, η ακύρωση της δικαιοπραξίας είναι δυνατή τόσο βάσει των περί απάτης διατάξεων, όσο και βάσει των διατάξεων περί πλάνης, υποκείμενη κάθε φορά στους κανόνες εκάστης εξ αυτών.
Επιπλέον, η απειλή πρέπει να είναι παράνομη, δηλαδή το εξαγγελλόμενο κακό πρέπει να αντίκειται σε απαγορευτική διάταξη νόμου. Επομένως, δεν μπορεί να συνίσταται στην άσκηση νόμιμου δικαιώματος. Εναλλακτικά, όμως, μπορεί να πρόκειται για ανήθικη απειλή, όταν το εξαγγελλόμενο κακό αντίκειται στα χρηστά ήθη ή δεν τελεί σε συνάφεια η απειλή με την επιδιωκόμενη δήλωση βούλησης, παρότι αποτελεί άσκηση νόμιμου δικαιώματος ή όταν το απειλούμενο κακό δεν αποτελεί το κατάλληλο μέσο για το σκοπό που επιδιώκεται και ο επιδιωκόμενος ή ο απειλούμενος σκοπός είναι αντίθετος προς τα χρηστά ήθη.
Εν προκειμένω, κατά τα γενόμενα δεκτά από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο πραγματικά περιστατικά, στο πλαίσιο σύναψης μιας ενιαίας ευρύτερης συμφωνίας χρηματοδότησης, υπεγράφη σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης, στην οποία εισήχθη αιφνιδιαστικά ο πρόσθετος εξασφαλιστικός των συμφερόντων της εναγομένης – τράπεζας όρος της ενεχύρασης των μετοχών που επρόκειτο να αποκτήσει ο πρώτος των εναγόντων. Ο εν λόγω όρος κρίθηκε καταχρηστικός και αντίθετος στην καλή πίστη ως μεθαοδευμένος, δεδομένου ότι εισήλθε αιφνιδιαστικά την ημέρα υπογραφής των οικείων συμβάσεων, παρά το γεγονός ότι είχε προαποφασιστεί από τις εναγόμενες, κατά τρόπο που δεν άφηνε χρονικά περιθώρια αντίδρασης και δυνατότητα διαπραγμάτευσης του πρώτου των εναγόντων. Επιπλέον, ο περί ενεχύρασης των μετοχών όρος, εμπόδιζε την επίτευξη του γνωστού στις εναγόμενες επενδυτικού σκοπού του ενάγοντος, που ήταν η άμεση πώληση των μετοχών αυτών και η αποκόμιση κέρδους. Η επιδίωξη αυτή δεν θα μπορούσε εκ των πραγμάτων να υλοποιηθεί μετά την ενεχύραση των μετοχών, λόγω του εμπράγματου βάρους επ’ αυτών και, μάλιστα, για μεγάλο χρονικό διάστημα, διάρκεια της χρηματοδοτικής μίσθωσης.
Εν συνεχεία, επιτεύχθηκε η ρητή προφορική συμφωνία ότι η πρώτη των εναγομένων θα προέβαινε εγκαίρως σε μονομερή άρση του ενεχύρου, ώστε να μη κινδυνεύσει με ματαίωση ο επενδυτικός σκοπός του πρώτου των εναγόντων. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, όμως, αποδείχθηκε ότι οι εναγόμενες παρέστησαν εν γνώσει τους ψευδώς στον ενάγοντα ότι θα άρουν άμεσα και εγκαίρως το συσταθέν επί των άυλων μετοχών του ενεχύρου, προκαλώντας του με δόλο την εσφαλμένη αντίληψη ότι αυτός θα δυνηθεί ευχερώς να τις εκποιήσει, με συνέπεια να προβεί στην υπογραφή των ένδικων συμβάσεων. Η εν λόγω υπαίτια και παράνομη συμπεριφορά των εναγομένων συνιστά, συνεπώς, και αστική απάτη σε βάρος του πρώτου των εναγόντων, η οποία πέραν της περιουσιακής ζημίας, προκάλεσε σε αυτόν και ψυχική ταλαιπωρία και στενοχώρια και εν τέλει ηθική βλάβη. Η αστική αυτή απάτη δεν τελέστηκε, μάλιστα, μόνο σε βάρος του πρώτου των εναγόντων ατομικώς, αλλά και σε βάρος της εκπροσωπούμενης από τον ανωτέρω εταιρίας-τρίτης των εναγόντων.
Η εν λόγω απάτη, όπως και η ουσιώδης πλάνη αναφορικά με τη δυνατότητα ευχερούς άρσης του ενεχύρου επί των βεβαβρημένων μετοχών, θα μπορούσαν πράγματι να οδηγήσουν σε ακύρωση των δικαιοπραξιών πώλησης και μεταβίβασης του ακινήτου από τη τρίτη των εναγόντων στην πρώτη των εναγομένων, όπως και της μεταξύ αυτών σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης, λαμβανομένου υπόψη ότι η δυνατότητα άμεσης εκποίησης των μετοχών είχε τεθεί σιωπηρώς ως απολύτως ουσιώδης όρος σε αμφότερες τις συμβάσεις.
Περαιτέρω, όμως, κατά το σκεπτικό του δικαστηρίου, αποδείχθηκε πως η ενάγουσα εταιρεία, δια του νομίμου εκπροσώπου της, παραιτήθηκε σιωπηρώς του δικαιώματος προσβολής των ενδίκων δικαιοπραξιών λόγω ακυρωσίας και δη λόγω απάτης ή ουσιώδους πλάνης. Ειδικότερα, αποδεχόμενη την ευθύνη για οφειλόμενα μισθώματα, που προέρχονταν από τη συγκεκριμένη σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης, και δη εκφράζοντας ρητώς την παραίτησή της από τη δυνατότητα αμφισβήτησης καθ’ οιονδήποτε τρόπο της οφειλής της στο πλαίσιο της συμφωνίας, που είχε χαρακτήρα σύμβασης αιτιώδους αναγνώρισης χρέους, αποδέχθηκε την εγκυρότητα της ένδικης σύμβασης μέσω παραίτησης από την δυνατότητα επίκλησης της ακυρωσίας τόσο της σύμβασης αυτής όσο και της προηγηθείσας σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης το ακινήτου, που ήταν παρακολουθητική της σύμβασης μίσθωσης και απολύτως εξαρτημένη από αυτή.
Αιτία, που να καθιστούσε την ανωτέρω δήλωση βούλησης της ενάγουσας εταιρίας άκυρη ή ακυρώσιμη, ιδία λόγω απειλής, δεν αποδείχθηκε. Ο φόβος της ότι η τυχόν άρνηση συγκατάθεσής της θα οδηγούσε σε άμεση καταγγελία της σύμβασης και σε αναζήτηση του συνόλου των μισθωμάτων, ανάγεται στα παραγωγικά αίτια της βούλησής της και κρίθηκε νομικά μη σημαντική. Η άσκηση ενός νομίμου δικαιώματος δεν συνιστά απειλή, πολλώ δε μάλλον, όταν δεν αποδείχθηκαν συνθήκες τέτοιες, οι οποίες να προσέδιδαν στην προειδοποίηση της άσκησης του νομίμου δικαιώματος της καταγγελίας από μέρους της πρώτης των εναγομένων αντίθετο προς τα χρηστά ήθη και την καλή πίστη χαρακτήρα.
Πέραν, άλλωστε, της σαφούς πρόθεσης της ενάγουσας να παραιτηθεί του τυχόν δικαιώματος της να αιτηθεί την ακύρωση των ενδίκων συμβάσεων, το δικαίωμα προς ακύρωση λόγω ακυρωσίας ένεκα πλάνης ή απάτης κρίθηκε ότι έχει υποκύψει και στη σχετική διετή αποσβεστική προθεσμία, η οποία αφετεριάζεται κατά την ημέρα που επιχειρείται η φερόμενη ως ακυρώσιμη δικαιοπραξία και πάντως κατά την ημέρα της γνώσης του ελαττώματος από μέρος του πλανηθέντος ή εξαπατηθέντος. Συνεπώς, σημασία έχει ο χρόνος, κατά τον οποίο αποκτήθηκε η γνώση του εκπροσώπου της τρίτης των εναγόντων για το αρχικό αυτό ελάττωμα και αν από το χρόνο αυτό ως την άσκηση της υπό κρίση αγωγής έχει παρέλθει χρόνος μείζων της διετίας.
Απόσπασμα απόφασης
Η αποδοχή της ευθύνης της τρίτης των εναγόντων για οφειλόμενα μισθώματα, που προέρχονταν από τη συγκεκριμένη σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης, και δη η εκφρασθείσα ρητώς παραίτηση της τελευταίας από τη δυνατότητα αμφισβήτησης καθ’ οιονδήποτε τρόπο της οφειλής της στο πλαίσιο της προαναφερθείσας συμφωνίας, που είχε χαρακτήρα σύμβασης αιτιώδους αναγνώρισης χρέους, ουδέν άλλο περιεχόμενο μπορούσε να έχει από την αποδοχή της εγκυρότητας της ένδικης σύμβασης μέσω παραίτησης της τρίτης των εναγόντων από την δυνατότητα επίκλησης της ακυρωσίας τόσο της σύμβασης αυτής όσο και της προηγηθείσας σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης του ενδίκου ακινήτου, που ήταν παρακολουθητική της σύμβασης μίσθωσης και απολύτως εξαρτημένη από αυτή. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο στ. IV της ως άνω σύμβασης συνομολογείται πως “…ο μισθωτής και ο εκ τρίτος συμβαλλόμενος αποδέχονται και ρητώς, παραιτούμενοι από το δικαίωμά τους να αμφισβητήσουν, για οποιονδήποτε λόγο, το κύρος και τη νομιμότητα της ρύθμισης αυτής..”, ενώ η άσκηση αγωγής ακύρωσης της σύμβασης, από την οποία έχει προέλθει το ως άνω ρυθμιζόμενο χρέος, θα αποτελούσε ασφαλώς ευθεία αμφισβήτηση και της ρυθμισθείσας οφειλής, από την οποία τα συμβαλλόμενα μέρη ρητώς παραιτήθηκαν. Επιδίωξη, εξάλλου, των αντισυμβληθέντων στο πλαίσιο της ως άνω σύμβασης ρύθμισης της οφειλής, η οποία αποτελούσε εν ταυτώ και σύμβαση αιτιώδους αναγνώρισης του χρέους από τη πλευρά της τρίτης των εναγόντων, ήταν και η διασφάλιση της βασικής σχέσης, από την οποία προερχόταν το ρυθμιζόμενο χρέος, από ενδεχόμενα ελαττώματα… Η επιβεβαίωση των όρων της σύμβασης της μίσθωσης αποτελεί πρόσθετο επιχείρημα στην ανωτέρω κατεύθυνση, πολλώ δε μάλλον που το μόνο ζήτημα, για το οποίο διατυπώθηκε επιφύλαξη ήταν ο υπ’ αριθμ. 13γ όρος της σύμβασης, ο οποίος, όμως, αφορούσε στο πολύ συγκεκριμένο και ειδικό ζήτημα της σύμβασης ενεχύρου επί των μετοχών και του σχετικού όρου στη σύμβαση μίσθωσης, για τον οποίο ήδη τότε τα νυν διάδικα μέρη έριζαν. Εξ αντιδιαστολής, συνεπώς, το υπόλοιπο περιεχόμενο των συμβάσεων ρητώς επιβεβαιώθηκε και εντεύθεν έλαβε χώρα σιωπηρή παραίτηση από τη δυνατότητα αμφισβήτησης του κύρους τους.
Άλλωστε, η εν λόγω παραίτηση έλαβε χώρα εν πλήρει συνειδήσει των ελαττωμάτων των συμβάσεων, καθώς η αρχική προκληθείσα πλάνη περί την πρόθεση των εναγομένων να προβούν σε άμεση άρση του ενεχύρου αμέσως μετά την έναρξη διαπραγμάτευσης των μετοχών στο ΧΑΑ, είχε πλήρως διαλυθεί το αργότερο με την πώληση και των τελευταίων μετοχών στις 2-2-2009. Αιτία, που να καθιστούσε την ανωτέρω δήλωση βούλησης της τρίτης των εναγόντων άκυρη ή ακυρώσιμη, ιδία λόγω απειλής, δεν αποδεικνύεται. Ο φόβος της τρίτης των εναγόντων ότι η τυχόν άρνηση συγκατάθεσής της στην κατάρτιση της υπ’ αριθμ. …/20-12-2010 συμβολαιογραφικής πράξης του συμβολαιογράφου Αθηνών, Γ. Θ. Σ., θα οδηγούσε σε άμεση καταγγελία της σύμβασης και σε αναζήτηση του συνόλου των μισθωμάτων, ανάγεται στα παραγωγικά αίτια της βούλησής της και είναι νομικά μη σημαντική, στο μέτρο, που δεν αποδεικνύεται ότι η πρώτη των εναγομένων ή τρίτος για λογαριασμό της εξανάγκασε τον εκπρόσωπο της τρίτης των εναγόντων στη διατύπωση της συγκεκριμένης δήλωσης βούλησης μέσω απειλών, που ασκήθηκαν παράνομα και πληρούσαν τους όρους του άρθρου 151 ΑΚ ή ήταν αντίθετες προς τα χρηστά ήθη… Η άσκηση ενός νομίμου δικαιώματος της πρώτης των εναγομένων δεν συνιστά απειλή, πολλώ δε μάλλον, που δεν αποδεικνύονται και συνθήκες τέτοιες, οι οποίες να προσέδιδαν στην προειδοποίηση της άσκησης του νομίμου δικαιώματος της καταγγελίας από μέρους της πρώτης των εναγομένων αντίθετο προς τα χρηστά ήθη και την καλή πίστη χαρακτήρα. Οι τυχόν δυσμενείς συνέπειες της άσκησης του δικαιώματος καταγγελίας από μέρους της πρώτης των εναγομένων δεν αρκούν, για να καταστήσουν την προειδοποίηση καταγγελίας της σύμβασης ταυτόσημη της απειλής ούτε ήταν ικανές να νοθεύσουν την ελεύθερη βούληση του εκπροσώπου της τρίτης των εναγόντων κατά τη κατάρτιση της σύμβασης ρύθμισης, όπως αποδεικνύεται, άλλωστε, και από την υποβολή πλήθους αιτημάτων και αντιρρήσεων από μέρους του τελευταίου κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων υπογραφής της σύμβασης ρύθμισης, η οποία δεν συνάδει με την επικαλούμενη κατάσταση απειλής και διαρκούς κινδύνου από μέρους της τρίτης των εναγόντων.
Σημειωτέον, άλλωστε, στο σημείο αυτό, ότι ο διακανονισμός της οφειλής αποτέλεσε προϊόν αιτήματος και πρωτοβουλίας του πρώτου των εναγόντων και των νομικών παραστατών του, η δε τυχόν καταγγελία της σύμβασης και επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης μπορούσε ευχερώς να αντιμετωπισθεί με ένδικα βοηθήματα, όπου θα γίνονταν επίκληση των ήδη προβληθέντων ισχυρισμών προς ευόδωσή τους, ο δε διακανονισμός αυτός, ο οποίος κινήθηκε μέσα στα συμβατικά πλαίσια και στα ήδη συμφωνηθέντα, εξυπηρετούσε μάλλον τα συμφέροντα των εναγόντων που δεν μπορούσαν να ανταπεξέλθουν πλέον στη καταβολή του αρχικά συμφωνηθέντος μισθώματος , παρά τα οικονομικά συμφέροντα των εναγομένων .
Δείτε ολόκληρη την απόφαση στο areiospagos.gr
https://www.lawspot.gr/nomika-nea/akyrosi-dikaiopraxias-logo-apatis-kai-oysiodoys-planis-ap-745-2020