Παραβίαση της ιδιωτικής ζωής έκρινε απόφαση του ΕΔΔΑ, που επιδίκασε το ποσό στο φερόμενο θύμα, λόγω αναφορών στις σεξουαλικές προτιμήσεις και επιλογές του.
Για αναπαραγωγή σεξιστικών στερεοτύπων στη διάρκεια διεξαγωγής δίκης για καταγγελλόμενο βιασμό κάνει λόγο το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ). Αφορμή στάθηκε η προσφυγή μίας γυναίκας η οποία είχε υποβάλλει μήνυση στις κρατικές αρχές, ισχυριζόμενη ότι υπέστη ομαδικό βιασμό από 7 άντρες, μετά από πάρτι που συμμετείχε υπό την επήρεια αλκοόλ. Ενώ σε πρώτο βαθμό, οι 6 από τους 7 κατηγορούμενους είχαν κριθεί ένοχοι, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο της Ιταλίας τους αθώωσε όλους, με την αιτιολογία ότι οι καταθέσεις του θύματος ήταν αντιφατικές και οι ασυνέπειες υπονόμευσαν την αξιοπιστία τους.
Ωστόσο, η προσφυγή της στο ΕΔΔΑ δεν αφορούσε τη δικαστική απόφαση, αλλά την παραβίαση της ιδιωτικής της ζωής καθώς όπως ανέφερε υπέστη διάκριση λόγω του φύλου της κατά τις δικαστικές διαδικασίες. Και το Δικαστήριο του Στρασβούργου «έκρινε ότι οι εθνικές αρχές δεν είχαν προστατεύσει την προσφεύγουσα από δευτερογενή θυματοποίηση σε ολόκληρο το σύνολο της διαδικασίας, στην οποία η διατύπωση της απόφασης διαδραμάτισε πολύ σημαντικό ρόλο, ιδίως δεδομένης του δημόσιου χαρακτήρα της».
Το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι ο «τρόπος με τον οποίο ανακρίνονταν τα φερόμενα θύματα σεξουαλικών αδικημάτων έπρεπε να επιτρέπει την επίτευξη δίκαιης ισορροπίας μεταξύ της προσωπικής ακεραιότητας και αξιοπρέπειας αυτού του ατόμου και των δικαιωμάτων υπεράσπισης των κατηγορουμένων. Ενώ οι κατηγορούμενοι είχαν τη δυνατότητα να υπερασπιστούν τον εαυτό τους αμφισβητώντας την αξιοπιστία των φερόμενων θυμάτων και αποκαλύπτοντας πιθανές ασυνέπειες στη κατάθεση της, η διασταύρωση δεν έπρεπε να χρησιμοποιηθεί ως μέσο εκφοβισμού ή ταπείνωσης».
Τα επίμαχα σημεία της διαδικασίας
Σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην απόφαση του ΕΔΔΑ, η διαδικασία από τις ιταλικές δικαστικές και άλλες αρχές ήταν στο σύνολό της για την προσφεύγουσα ιδιαίτερα άσχημη και πιεστική, ειδικά επειδή της ζητήθηκε να διαβάσει τις καταθέσεις της σε πολλές περιπτώσεις, για περίοδο μεγαλύτερη των δύο ετών, προκειμένου να ανταποκριθεί στις ερωτήσεις που τέθηκαν διαδοχικά από τους ανακριτές, το γραφείο του εισαγγελέα και οκτώ συνηγόρους υπεράσπισης.
Το Δικαστήριο σημειώνει επίσης ότι οι τελευταίοι δεν δίστασαν, προκειμένου να υπονομεύσουν την αξιοπιστία της να της θέσουν προσωπικές ερωτήσεις σχετικά με την οικογενειακή της ζωή, τον σεξουαλικό της προσανατολισμό και τις σεξουαλικές της επιλογές της. Αυτά δεν είχαν σχέση με τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία ήταν σαφώς αντίθετα όχι μόνο με τις αρχές του διεθνούς δικαίου όσον αφορά την προστασία των δικαιωμάτων των θυμάτων σεξουαλικής βίας, αλλά και της ποινικής νομοθεσίας της Ιταλίας.
«Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι αναφορές στην εφετειακή απόφαση για τα κόκκινα εσώρουχα που «επιδείκνυε» η προσφεύγουσα καθ’ όλη της διάρκεια της βραδιάς ήταν αδικαιολόγητες όπως και τα σχόλια σχετικά με την αμφιφυλοφιλία της, τις αμφιλοφυλικές σχέσεις και τις περιστασιακές σεξουαλικές σχέσεις πριν από τα εν λόγω γεγονότα. Ομοίως, το Δικαστήριο διαπίστωσε ως ακατάλληλες τις εκτιμήσεις σχετικά με τη «αμφίσημη στάση της προσφεύγουσας ως προς το σεξ», την οποία το Εφετείο υπογράμμισε και εντόπισε από το καλλιτεχνικό και αισθητικό της στυλ» υπογραμμίζεται στην απόφαση, παραπέμποντας και στις αναφορές που έγιναν για συμμετοχή της προ του καταγγελλόμενου βιασμού σε ταινία μικρού μήκους με σεξουαλικό περιεχόμενο με έναν εκ των κατηγορουμένων.
Λυπηρή και άσχετη αναφορά
Ομοίως, το Δικαστήριο έκρινε ότι η αναφορά της εφετειακής απόφασης, ότι η μήνυσή της προέκυπτε από την επιθυμία να «καταγγείλει» και να αποκηρύξει μια «στιγμή αστάθειας και αδυναμίας για την οποία θα δέχονταν κριτική» ήταν λυπηρή και άσχετη, όπως και η αναφορά στη «μη φυσιολογική ζωή» της προσφεύγουσας.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η γλώσσα και τα επιχειρήματα που χρησιμοποίησε το Εφετείο υπογράμμιζε τις προκαταλήψεις που υπήρχαν στην ιταλική κοινωνία σχετικά με το ρόλο των γυναικών και ενδέχεται να ήταν εμπόδιο στην παροχή αποτελεσματικής προστασίας των δικαιωμάτων των θυμάτων βίας λόγω φύλου, παρά το ικανοποιητικό νομοθετικό πλαίσιο.
Όπως τονίζει, η ποινική διαδικασία και οι κυρώσεις διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στη θεσμική αντίδραση στη βία λόγω φύλου και στην καταπολέμηση της ανισότητας των φύλων. «Ως εκ τούτου, είναι απαραίτητο οι δικαστικές αρχές να αποφύγουν την αναπαραγωγή σεξιστικών στερεοτύπων στις δικαστικές αποφάσεις, υποβαθμίζοντας τη βία λόγω φύλου και εκθέτοντας τις γυναίκες σε δευτερογενή θυματοποίηση προβαίνοντας σε σχόλια που προκαλούν ενοχές και είναι ικανά να αποθαρρύνουν την εμπιστοσύνη των θυμάτων στο σύστημα δικαιοσύνης» καταλήγει.