Mον.Πρωτ.Χαλκιδικής αρ. απόφασης 162/2020: Δεδομένου ότι ούτε η αρχή ούτε η λήξη της προθεσμίας εμπίπτει στο χρονικό διάστημα 1-31 Αυγούστου, η προθεσμία του άρθρου 954 § 2 περ. ε’ ΚΠολΔ δεν ανήκει σε αυτές που το χρονικό διάστημα από 1 έως 31 Αυγούστου εξαιρείται για τον υπολογισμό τους, κατ’ άρθρο 147 § 2 ΚΠολΔ, ο μήνας Αύγουστος μετράει κανονικά στο απώτατο χρονικό σημείο της ημέρας του πλειστηριασμού, τους οκτώ (8) μήνες από την ημέρα περάτωσης της κατάσχεσης. Απορρίπτει την ανακοπή.
“Σύμφωνα με το άρθρο 147 § 2 ΚΠολΔ, όπως η παρ. 2 αντικαταστάθηκε με το άρθρο εικοστό τέταρτο Ν.4411/2016, ΦΕΚ A142/3.8.2016, «Το χρονικό διάστημα από 1 έως 31 Αυγούστου δεν υπολογίζεται για τις προθεσμίες των άρθρων 503, 518 παράγραφος 1,545 παράγραφοι 1 και 2, 564 παράγραφοι 1 και 2, καθώς και των άρθρων 153,215 παράγραφος 2, 237 παράγραφοι 1 και 2,238 παράγραφος 1, 598, 632 παράγραφος 2, 633 παράγραφος 2, 642, 715 παράγραφος 5, 729 παράγραφος 5, 847 παράγραφος 1, 926 παράγραφος 2, 934 παράγραφος 1 στοιχεία α’ και β’, 943 παράγραφος 4, 955, 966 παράγραφοι 2 και 3, 971 παράγραφος 1, 972 παράγραφος 1 στοιχείο β’, 973, 974, 979 παράγραφος 2, 985 παράγραφος 1, 986, 988 παράγραφος 1, 995 και 997 παράγραφος 2». Περαιτέρω, κατά το άρθρο 940Α του ΚΠολΔ, «Στο χρονικό διάστημα από 1 μέχρι 31 Αυγούστου δεν επιτρέπεται η διενέργεια οποιοσδήποτε πράξης εκτέλεσης,συμπεριλαμβανομένης και της επιταγής προς εκτέλεση. Το προηγούμενο εδάφιο δεν εφαρμόζεται, όταν πρόκειται για πλοία και αεροσκάφη».
Ο σκοπός που επιδιώχθηκε με τη θέσπιση της διάταξης αυτής ήταν, προφανώς, η διευκόλυνση της ανάπαυσης, κατά τη διάρκεια του Αυγούστου, των προσώπων, τα οποία με οποιοδήποτε τρόπο απασχολούνται με τις αναγκαστικές εκτελέσεις. Ενόψει δε της λεκτικής διατύπωσης της ως άνω διάταξης, η οποία είναι γενική, με σαφή προσδιορισμό των εξαιρέσεων στο εδ. β’ αυτής, η θεσπιζόμενη απαγόρευση καταλαμβάνει κάθε πράξη της αναγκαστικής εκτέλεσης, πέρα από τη μνημονευόμενη επιταγή προς εκτέλεση, η οποία αποτελεί το αφετήριο σημείο έναρξης της αναγκαστικής εκτέλεσης, όπως η άσκηση αναγγελίας, καθώς και η κατάθεση στο συμβολαιογράφο του πλειστηριασμού των εγγράφων με τα οποία αποδεικνύεται η αναγγελλόμενη απαίτηση, κατά το άρθρο 972 § 1 ΚΠολΔ, χωρίς όμως να συγχέονται οι πράξεις της εκτέλεσης με τις προθεσμίες, για τον υπολογισμό και την εξαίρεση των οποίων ρητά ορίζει το άρθρο 147 ΚΠολΔ (ΑΠ 1441/2017, ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων, συνάγεται ότι μόνο εφόσον η έναρξη ή λήξη, κι όχι η διαδρομή, οιασδήποτε προθεσμίας σχετιζόμενης με την εκτελεστική διαδικασία εμπίπτει εντός του μηνός Αυγούστου, παρατείνεται για αντίστοιχο χρονικό διάστημα που αρχίζει από την πρώτη Σεπτεμβρίου (Γέσιου Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, Γενικό Μέρος, ΑΠ 1737/2014, ΧρΙΔ 2015.290, ΜΠρΗρακλ 1408/2018, ΝΟΜΟΣ). Προς τούτο συνηγορεί και η περ. ε1 της παρ. 2 του άρθρου 954 ΚΠολΔ (όπως η παράγραφος 2 αντικαταστάθηκε αρχικά με το άρθρο όγδοο του άρθρου 1 Ν.4335/2015, ΦΕΚ A87, τροποποιήθηκε με το άρθρο 59 § 3 Ν.4472/2017, ΦΕΚ A74, κι αντικαταστάθηκε με το άρθρο 207 § 4 Ν.4512/2018, ΦΕΚ A5/17.1.2018),. όπου ο νομοθέτης όρισε ως υποχρεωτικό απώτατο χρονικό σημείο της ημέρας του πλειστηριασμού, τους οκτώ (8) μήνες από την ημέρα περάτωσης της κατάσχεσης.
Με τον πρώτο (1°) λόγο ανακοπής, οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι ορίστηκε ως ημερομηνία διενέργειας του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού η 27/01/2021, επτά (7) μήνες και δέκα (10) ημέρες από την περάτωση της αναγκαστικής κατάσχεσης στις 22/06/2020, συμπεριλαμβανομένου όμως στον ως άνω υπολογισμό του χρονικού διαστήματος 1-31 Αυγούστου, κατά το οποίο έπρεπε να ανασταλεί η επτάμηνη προθεσμία. Ο εξεταζόμενος λόγος απορρίπτεται ως μηνόμιμος, δεδομένου ότι ούτε η αρχή ούτε η λήξη της προθεσμίας εμπίπτει στο χρονικό διάστημα 1-31 Αυγούστου, η δε προθεσμία του άρθρου 954 § 2 περ. ε’ ΚΠολΔ δεν ανήκει σε αυτές που το χρονικό διάστημα από 1 έως 31 Αυγούστου εξαιρείται για τον υπολογισμό τους, κατ’ άρθρο 147 § 2 ΚΠολΔ, Κατ’ ακολουθία όλων των ανωτέρω, και μη υπάρχοντας έτερου λόγου, πρέπει η υπό κρίση ανακοπή να απορριφθεί. Τα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης η ανακοπή, κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των ανακοπτόντων λόγω της ήττας τους (άρθρα 176 και 191 § 2 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με άρθρα 63 § 1 ί περ. σ’ και 66 Ν.4194/2013), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό”.
(η απόφαση δημοσιεύεται με επιμέλεια της Αικατερίνης Γκουρνέλου, δικ. επιμελήτριας Αγρινίου)