Περίπου τρία στα δέκα νοικοκυριά της χώρας (28%) είχε πέρυσι την υποχρέωση να εξοφλήσει κάποιο δάνειο, ενώ το 72% δεν έχει υποχρέωση να εξοφλήσει κανένα δάνειο, εξαιρώντας τυχόν ενυπόθηκο δάνειο για την αγορά της κύριας κατοικίας. Από τα χρεωμένα νοικοκυριά, το 19,6% έχει την υποχρέωση ενός δανείου, το 6,5% δύο δανείων, το 1,7% τριών δανείων και το 0,2% τεσσάρων δανείων.
Σύμφωνα με τη σχετική έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ, το 2020 (εισοδήματα 2019) προέκυψαν τα εξής:
– Το 15,9% των φτωχών νοικοκυριών δηλώνει την υποχρέωση εξόφλησης ενός τουλάχιστον δανείου, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό των μη φτωχών νοικοκυριών εκτιμάται σε 30,6%. Κύριο λόγο για τη λήψη δανείου αποτελεί η αγορά περιουσιακών στοιχείων (συμπεριλαμβανομένων των οικιακών επίπλων και συσκευών και της διακόσμησης εσωτερικών χώρων), εντός ή εκτός της χώρας διαμονής (56,3%), ακολουθούν η κάλυψη καθημερινών εξόδων διαβίωσης (46,5%), η εκπαίδευση (7,9%), η αγορά μεταφορικού μέσου (7,8%), οι διακοπές (7,2%), η ιατρική περίθαλψη (3,6%), το προσωπικό δάνειο για χρηματοδότηση ιδίας επιχείρησης (1,5%) και η αναχρηματοδότηση δανείων (1,4%).
– Κύρια πηγή χρηματοδότησης των ανωτέρω δανείων των νοικοκυριών αποτελεί η τράπεζα ή άλλο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα (99,2%), και ακολουθούν η ιδιωτική πηγή (συγγενείς, φίλοι κ.ά.) σε ποσοστό 1,7% και άλλη πηγή 0,2%.
– Το μέσο οφειλόμενο ποσό, συμπεριλαμβανομένων τόκων και κεφαλαίου, των δανείων των νοικοκυριών για όλα τα μέλη του, που πληρώθηκε τον περασμένο μήνα (με εξαίρεση τυχόν ενυπόθηκο δάνειο για την αγορά της κύριας κατοικίας) εκτιμάται σε 236,70 ευρώ, ενώ το αντίστοιχο ποσό των φτωχών νοικοκυριών εκτιμάται σε 174 ευρώ και των μη φτωχών νοικοκυριών σε 246,35 ευρώ.
– Στο τέλος ενός τυπικού (συνήθους) μήνα, τα νοικοκυριά αποταμιεύουν χρήματα σε ποσοστό 37,4%, ενώ το 27,3% βρίσκεται σε ανάγκη να ξοδεύει από τις αποταμιεύσεις του (είτε πρόκειται για καταθέσεις στην τράπεζα είτε για χρήματα που φυλάσσονται σπίτι), το 16,3% βρίσκεται σε ανάγκη δανεισμού από τρίτους και το 18,9% ούτε αποταμιεύει ούτε βρίσκεται σε ανάγκη εκταμίευσης ή δανεισμού. Τα αντίστοιχα ποσοστά των φτωχών νοικοκυριών εκτιμώνται σε 9,4%, 30,1%, 37,4% και 23,1%.
– Στο ερώτημα για πόσο χρονικό διάστημα, θα ήταν δυνατό να διατηρήσει το νοικοκυριό το τρέχον βιοτικό του επίπεδο με τη χρήση αποκλειστικά και μόνο των αποταμιεύσεών του (σε τραπεζικούς λογαριασμούς ή στο σπίτι), το 33,4% των νοικοκυριών δήλωσε για λιγότερους από 3 μήνες, το 17,3% από 3 έως 6 μήνες, το 8,2% από 7 έως και 12 μήνες και το 5,9% για περισσότερους από 12 μήνες, ενώ το 35,2% δεν διέθετε αποταμιεύσεις. Τα αντίστοιχα ποσοστά των φτωχών νοικοκυριών εκτιμώνται σε 28,4%, 6,4%, 2,9%, 1,9% και 60,4%.
– Η τρέχουσα αξία (τιμή πώλησης) της κύριας κατοικίας των νοικοκυριών, δηλαδή το ποσό που το νοικοκυριό θεωρεί ότι θα λάμβανε σε περίπτωση που πουλούσε την κύρια κατοικία του, εκτιμάται σε 103.619 ευρώ, ενώ το αντίστοιχο ποσό των φτωχών νοικοκυριών σε 89.391 ευρώ και των μη φτωχών νοικοκυριών σε 106.452 ευρώ.
– Το μέσο ποσό που απομένει για την αποπληρωμή του ενυπόθηκου δανείου της κύριας κατοικίας εκτιμάται σε 39.516 ευρώ, ενώ το αντίστοιχο ποσό των φτωχών νοικοκυριών σε 29.436 ευρώ και των μη φτωχών νοικοκυριών σε 41.297 ευρώ.
– Τέλος, το 40,7% των νοικοκυριών δήλωσε ότι έχει στην ιδιοκτησία του κάποια ακίνητη περιουσία εκτός της κύριας κατοικίας, ενώ τα αντίστοιχα ποσοστά των φτωχών και μη φτωχών νοικοκυριών εκτιμώνται σε 28,6% και 43,1%.