Προβληματισμοί σχετικά με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις, μεταξύ άλλων, περί διευθέτησης του χρόνου εργασίας και περί αστικής ευθύνης των σωματείων και των εκπροσώπων τους σε περιπτώσεις απεργιακής κινητοποίησης
Η έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής επί του νέου εργασιακού νομοσχεδίου, το οποίο βρίσκεται υπό συζήτηση στη Βουλή και αναμένεται να ψηφισθεί τις επόμενες ημέρες, περιλαμβάνει πλήθος παρατηρήσεων και ενστάσεων.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι παρατηρήσεις και προβληματισμοί της επιστημονικής επιτροπής, όσον αφορά στο ζήτημα της διευθέτησης του χρόνου εργασίας με ατομική σύμβαση μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου.
Όπως αναφέρεται, σήμερα η διευθέτηση του χρόνου εργασίας καθορίζεται με συλλογικές συμφωνίες, ενώ παραχωρείται, διά επιχειρησιακών και κλαδικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας, ελευθερία καθορισμού έτερου συστήματος διευθέτησης του χρόνου εργασίας, βάσει των ιδιαιτεροτήτων του κλάδου ή της επιχείρησης.
Με την προτεινόμενη διάταξη (άρθρο 59 νομοσχεδίου) ορίζεται ότι θα είναι πλέον δυνατόν να επιχειρηθεί διευθέτηση του χρόνου εργασίας και με ατομική συμφωνία, η οποία θα συνάπτεται μετά από πρόταση του εργαζομένου. Στην επιστήμη του εργατικού δικαίου, ωστόσο, αμφισβητείται, εν γένει, η αυθεντικότητα των ατομικών συμφωνιών μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου, λόγω ακριβώς της εξάρτησης του δεύτερου από τον πρώτο. Επισημαίνεται, επιπλέον, πως δεν προβλέπεται προηγούμενη καταχώρηση της συμφωνίας αυτής στο σύστημα ΕΡΓΑΝΗ, ώστε να καθίσταται γνωστή στις ελεγκτικές αρχές και να εξασφαλίζεται στην πράξη η τήρησή της.
Περαιτέρω, όσον αφορά στην απαγόρευση της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας για συγκεκριμένους λόγους ή σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, με την προτεινόμενη ρύθμιση (άρθρο 66 νομοσχεδίου) ο εργαζόμενος φέρει το βάρος της πιθανολόγησης των μη επιτρεπόμενων λόγων της καταγγελίας και, αν συμβεί αυτό, ο εργοδότης φέρει πλέον το βάρος απόδειξης ότι η απόλυση έγινε για κάποιον άλλο, επιτρεπόμενο λόγο.
Επισημαίνεται, ωστόσο, ότι η δικονοµική αυτή βελτίωση της θέσης των εργαζοµένων δεν είναι αυτονόητη για όλες τις περιπτώσεις που αναφέρονται στην υπό ψήφιση διάταξη, δοθέντος ότι στις περισσότερες περιπτώσεις, και ειδικά για όσες απαιτείται σπουδαίος λόγος (λ.χ., έγκυοι εργαζόµενες, συνδικαλιστικά στελέχη, προστατευόµενα πρόσωπα του ν. 2643/1998), ο εργοδότης είναι, υπό το ισχύον δίκαιο, αυτός που φέρει το βάρος της απόδειξης του νόµιµου ή σπουδαίου λόγου της καταγγελίας. Στην προτεινόµενη, όµως, διάταξη, και για τις περιπτώσεις αυτές, αναφέρεται ότι ο εργοδότης θα φέρει το βάρος της απόδειξης, µόνο όταν ο εργαζόµενος αποδείξει, ενώπιον δικαστηρίου, πραγµατικά περιστατικά ικανά να στηρίξουν την πεποίθηση ότι η απόλυση έγινε για κάποιον από τους μη επιτρεπόμενους λόγους. Με τον τρόπο αυτό, επιβάλλεται στον µισθωτό το βάρος της πιθανολόγησης, το οποίο δεν φέρει υπό το ισχύον πλαίσιο.
Το αυτό ισχύει και σε περίπτωση καταγγελίας κατά τη διάρκεια της άδειας αναψυχής, που υπό το ισχύον δίκαιο επιβάλλεται απόλυτη απαγόρευση.
Περαιτέρω, επί παρατηρήσεων στην προτεινόµενη διάταξη (άρθρο 83 νομοσχεδίου) που επιβάλλει τη δηµοσιότητα των στοιχείων τα οποία αφορούν, κατά κύριο λόγο, τη διοίκηση της συνδικαλιστικής οργάνωσης και την αδυναµία άσκησης των σχετικών δικαιωµάτων έως την ενημέρωση του μητρώου, τέθηκε το ερώτηµα αν η αδυναµία άσκησης τόσο σοβαρών δικαιωµάτων ανταποκρίνεται στην αρχή της αναλογικότητας, δοθέντος ότι η παράλειψη ενηµέρωσης κάποιων στοιχείων µπορεί να οδηγήσει, έστω και παροδικά, σε ουσιαστική αδρανοποίηση της συνδικαλιστικής οργάνωσης.
Τέλος, η επιτροπή προέβαλε ενστάσεις και για τις διατάξεις που αφορούν στην αστική ευθύνη των σωματείων και των εκπροσώπων τους σε περιπτώσεις απεργιακής κινητοποίησης (άρθρο 93 νομοσχεδίου).
Κατά την επιτροπή, εισάγεται αστική ευθύνη της οργάνωσης και των µελών του διοικητικού συµβουλίου της, όχι µόνο για τις δικές του πράξεις, αλλά και για την παράλειψή τους να εξασφαλίζουν συγκεκριµένο αποτέλεσµα, το οποίο συνδυάζεται και µε πράξεις τρίτων προσώπων, µε τα οποία η συνδικαλιστική οργάνωση µπορεί να µην έχει καµία σχέση. Μάλιστα, αυτή η ευθύνη µπορεί να προκύψει όχι µόνο από δόλο, αλλά και από ελαφρά αµέλεια, ενώ θα ήταν ίσως χρήσιµο να προσδιορισθεί η έννοια της άσκησης ψυχολογικής βίας, η οποία µπορεί να ασκηθεί, όπως προαναφέρθηκε, και από τρίτους, και να καταλήξει σε αστική ευθύνη.
Δείτε ολόκληρη την έκθεση εδώ.