ΑΠΟΦΑΣΗ
Nechay κατά Ρωσίας της 25.05.2021 (αριθ. προσφ. 40639/17)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Δικαίωμα επικοινωνίας πατέρα με παιδί. Δικαστική απόφαση περιόριζε την επικοινωνία σε 12 ώρες ετησίως και καθόριζε ότι οι συναντήσεις έπρεπε να γίνονται στον τόπο κατοικίας του παιδιού σε άλλη χώρα και παρουσία της μητέρας του.
Κατά το ΕΔΔΑ η απόφαση περιορισμού των δικαιωμάτων επικοινωνίας του προσφεύγοντος με τη κόρη του σε δώδεκα ώρες ετησίως και συγκεκριμένα δύο ώρες μία φορά κάθε δύο μήνες, μετά από προηγούμενη συμφωνία και παρουσία της μητέρας του παιδιού, βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι ο προσφεύγων δεν είχε επικοινωνία με το παιδί για μεγάλο χρονικό διάστημα (δύο χρόνια και σχεδόν οκτώ μήνες) και, ως εκ τούτου, είχε απωλέσει κάθε στενή συναισθηματική σχέση μαζί της. Ωστόσο, σύμφωνα με το ΕΔΔΑ, τα εθνικά δικαστήρια δεν έλαβαν δεόντως υπόψη τους λόγους για τους οποίους δεν υπήρξε επικοινωνία με το παιδί, παραβλέποντας την αποτροπή των συναντήσεών τους εκ μέρους της μητέρας και το γεγονός ότι η μητέρα και το παιδί είχαν φύγει μόνιμα στην Τουρκία. Τα εθνικά δικαστήρια αγνόησαν την ευνοϊκή γνωμοδότηση της Αρχής Παιδικής Μέριμνας, καθώς και τις παρατηρήσεις του ειδικού ψυχολόγου, ότι ήταν καλός πατέρας.
Σύμφωνα με το Δικαστήριο του Στρασβούργου, η συμφωνία επικοινωνίας που καθορίστηκε από τα εγχώρια δικαστήρια αναπόφευκτα συνεπάγεται, με την πάροδο του χρόνου, κίνδυνο διακοπής της σχέσης του προσφεύγοντος με την κόρη του και η δυνατότητα για τον προσφεύγοντα να επανεξετάσει αυτή την συμφωνία σε μεταγενέστερο στάδιο που επικαλείται το Ανώτατο Δικαστήριο, παρέμενε καθαρά θεωρητική. Βάσει των ανωτέρω, το ΕΔΔΑ δεν ήταν πεπεισμένο ότι τα εθνικά δικαστήρια εξισορρόπησαν τα συμφέροντα των διαδίκων που συμμετείχαν στη διαδικασία – τόσο των γονέων όσο και του παιδιού – σε μια διαδικασία λήψης αποφάσεων που να παρέχει στον προσφεύγοντα την απαιτούμενη προστασία των συμφερόντων του βάσει του άρθρου 8.
Επομένως, κρίθηκε ότι η παρέμβαση δεν ήταν «απαραίτητη σε μια δημοκρατική κοινωνία» και υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής (άρθρο 8 της ΕΣΔΑ). Το ΕΔΔΑ επιδίκασε 12.500 ευρώ για ηθική βλάβη.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 8
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων Ilya Petrovich Nechay είναι Ρώσος υπήκοος, ο οποίος γεννήθηκε το 1974 και ζει στο Zheleznodorozhnyy της Ρωσίας.
Από το 2007 ο προσφεύγων ζούσε με την κα E.A. στη Μόσχα. Στις 24 Ιουλίου 2008, η Ε.Α. έφερε στον κόσμο την κόρη τους S. Το 2011 η σχέση μεταξύ του ζευγαριού επιδεινώθηκε και τον Μάρτιο του 2011 χώρισαν. H κόρη τους έμεινε με την μητέρα της
Από τότε και μετά η E.A. άρχισε να εμποδίζει την επικοινωνία του προσφεύγοντος με την S. Τον Ιούλιο του 2012 μετακόμισε από τη Μόσχα στο Καζάν. Ο προσφεύγων έχασε οποιαδήποτε επικοινωνία με την S. τον Σεπτέμβριο του 2012. Τον Μάρτιο του 2013 η E.A. παντρεύτηκε έναν Τούρκο υπήκοο. Αργότερα τον Αύγουστο του 2013 Ε.Α. και S. μετακόμισαν στην Τουρκία.
Όσον αφορά την επικοινωνία του με την κόρη του, ο προσφεύγων κίνησε διαδικασία για την ρύθμιση της επικοινωνίας του με το παιδί. Η Ε.Α. άσκησε ανταγωγή ζητώντας από το δικαστήριο να προσδιορίσει ως κατοικία του παιδιού την Τουρκία. Στις 25 Απριλίου 2013, το Επαρχιακό Δικαστήριο του Vakhitovskiy έκρινε ότι η S. έπρεπε να διαμένει με τη μητέρα της Ε.Α. στην Τουρκία και ότι ο προσφεύγων είχε δικαίωμα επικοινωνίας κάθε Σάββατο και Κυριακή των μονών μηνών κάθε έτους (κατόπιν προηγούμενης συμφωνίας με την Ε.Α.). Η επικοινωνία με το παιδί θα ελάμβανε χώρα στον τόπο κατοικίας του παιδιού στην Τουρκία και παρουσία της μητέρας του και δεν έπρεπε να υπερβαίνει τις τέσσερις ώρες. Η Ε.Α. υποχρεώθηκε να μην παρεμποδίσει την επικοινωνία του προσφεύγοντος με το παιδί στο πλαίσιο των ανωτέρω ρυθμίσεων. Υποχρεώθηκε επίσης να ενημερώσει τον προσφεύγοντα για τον τόπο κατοικίας και το σχολείο του παιδιού στην Τουρκία και να τον ενημερώνει εκ των προτέρων για τυχόν ταξίδια εκτός Τουρκίας.
Την 01.07.2013 το Επαρχιακό Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση για τη διόρθωση ενός λάθους, με το οποίο οι λέξεις «κάθε Σάββατο και Κυριακή των μονών μηνών κάθε έτους» στην παραπάνω απόφαση αντικαταστάθηκαν με τις λέξεις «ένα Σάββατο και μία Κυριακή των μονών μηνών κάθε έτους».
Εν τω μεταξύ, η E.A. προσέφυγε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου για επανεξέταση των ρυθμίσεων επικοινωνίας μεταξύ του προσφεύγοντος και της S. Υποστήριξε, ειδικότερα, ότι ο προσφεύγων δεν είχε δει την S. για σχεδόν δύο χρόνια από τον Σεπτέμβριο του 2012, καθώς δεν είχε προσπαθήσει να τη δει ούτε είχε ζήσει στην Τουρκία ή όταν επισκέφτηκε τη Ρωσία για διακοπές, και ως εκ τούτου οι ρυθμίσεις επικοινωνίας, όπως καθορίστηκαν στις 25.04.2013 θα μπορούσαν να προκαλέσουν ψυχολογικά προβλήματα στο παιδί. Ο προσφεύγων άσκησε ανταγωγή κατά της Ε.Α., ζητώντας από το δικαστήριο να καθορίσει την κατοικία του παιδιού μαζί του και να καθορίσει τις ρυθμίσεις επικοινωνίας μεταξύ του παιδιού και του μη έχοντος την επιμέλεια του γονέα. Υποστήριξε, ειδικότερα, ότι η Ε.Α. είχε δυσχεράνει την επικοινωνία του με το παιδί και τον είχε υποβάλει στο άγχος της μετάβασης στην Τουρκία και στη συνέχεια πίσω στη Ρωσία, καθώς και τον πλήρη αποκλεισμό του από οποιαδήποτε λήψη αποφάσεων σχετικά με το παιδί.
Στις 08.04.2015, το Κέντρο Κοινωνικής Βοήθειας για Οικογένειες και Παιδιά «Gaile» πραγματοποίησε αξιολόγηση των σχέσεων μεταξύ του παιδιού και της Ε.Α. Ο προσφεύγων απουσίαζε από την εξέταση. Ο πραγματογνώμονας Ch. κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το παιδί γνώριζε τον πατέρα της, ότι επέδειξε άγχος όταν μιλούσε γι’ αυτόν, ότι η φιγούρα του πατέρα απουσίαζε από τον στενό οικογενειακό της κύκλο και ότι ήταν ένας ενήλικας χωρίς νόημα στη ζωή της. Ενώ δεν υπήρχε στενή συναισθηματική σχέση μεταξύ του προσφεύγοντος και του παιδιού, υπήρχε άριστη ψυχολογική σχέση του παιδιού με την μητέρα του. Το συμπέρασμα του ειδικού ήταν ότι η παρουσία του προσφεύγοντος στη ζωή του παιδιού δεν θα ήταν επωφελής για την ψυχική ανάπτυξη του τελευταίου.
Το Εφετείο, κατόπιν έφεσης του προσφεύγοντος, συμφώνησε με τις ρυθμίσεις επικοινωνίας που καθορίστηκαν από το Επαρχιακό Δικαστήριο, το οποίο είχε λάβει υπόψη τα συμφέροντα του παιδιού, την ηλικία και την προσήλωσή του στη μητέρα και τον αδελφό της. Το Δικαστήριο αναφέρθηκε επίσης στα συμπεράσματα της έκθεσης της 08.04.2015, τα οποία, μαζί με άλλα αποδεικτικά στοιχεία, είχαν ληφθεί υπόψη από το Επαρχιακό Δικαστήριο. Σημείωσε ότι η αρχή φροντίδας παιδιών της Περιφέρειας Sovetskiy είχε παραπέμψει το παιδί και τους δύο γονείς στο Κέντρο Κοινωνικής Βοήθειας για Οικογένειες και Παιδιά «Gaile» για τη διάγνωση των σχέσεων γονέα-παιδιού τους, γεγονός για το οποίο ο προσφεύγων είχε ενημερωθεί. Επομένως, η έκθεση που εκπόνησε ο παραπάνω φορέας ήταν έγκυρη.
Το ίδιο δικαστήριο απέρριψε περαιτέρω το επιχείρημα του προσφεύγοντος ότι τα δικαιώματά του παραβιάστηκαν από τον τρόπο ρύθμισης της επικοινωνίας. Έκρινε επομένως ότι το καθορισμένο πρόγραμμα επικοινωνίας, παρουσία της μητέρας, ήταν προς το συμφέρον του παιδιού, το οποίο ήταν ζήτημα προτεραιότητας. Το Δικαστήριο επισήμανε σχετικά ότι ο προσφεύγων δεν παρείχε αποδεικτικά στοιχεία σύμφωνα με τα οποία η Ε.Α. είχε αποτρέψει την εφαρμογή των προηγούμενων συμφωνιών επικοινωνίας της 25.04.2013. Το ίδιο Δικαστήριο σημείωσε επίσης ότι ο προσφεύγων είχε δικαίωμα, μόλις αποκαταστήσει την επικοινωνία του με το παιδί, να ζητήσει από το δικαστήριο να τροποποιήσει την υπάρχουσα συμφωνία επικοινωνίας, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τις προσωπικές επιθυμίες και προτιμήσεις του παιδιού.
Ο προσφεύγων άσκησε Αίτηση Αναίρεσης ενώπιον του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου.
Στις 12.12.2016, ο δικαστής του Ανώτατου Δικαστηρίου αποφάσισε να μην παραπέμψει την υπόθεση στο αστικό τμήμα του Ανώτατου Δικαστηρίου για εξέταση. Στις 21.02.2017 ο Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου διαπίστωσε ότι δεν υπήρχαν λόγοι να διαφωνήσει με την απόφαση που έλαβε ο εν λόγω δικαστής.
Από το 2012 ο προσφεύγων είχε συναντήσει την κόρη του μόνο δύο φορές, στις 27 Σεπτεμβρίου 2012 και στις 31 Μαΐου 2015.
Βασιζόμενος στο άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της οικογενειακής ζωής) της ΕΣΔΑ, ο προσφεύγων κατήγγειλε ότι η απόφαση ρύθμισης της επικοινωνίας μεταξύ αυτού και της κόρης του μείωσε σημαντικά την ικανότητά του να διατηρήσει και να αναπτύξει οικογενειακούς δεσμούς μαζί της και ισοδυναμούσε με παραβίαση του δικαιώματός του σεβασμού της οικογενειακής του ζωής.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι με την απόφαση της 26ης Μαΐου 2015 το Επαρχιακό Δικαστήριο ρύθμισε τον τρόπο επικοινωνίας μεταξύ του προσφεύγοντος και της κόρης του ως εξής: Κυριακή (ή Σάββατο) των μονών μηνών κάθε έτους, κατόπιν προηγούμενης συμφωνίας με τη μητέρα του παιδιού, για δύο ώρες στον τόπο διαμονής του παιδιού και παρουσία της μητέρας του. Η συνολική ετήσια διάρκεια της επικοινωνίας πατέρας-κόρης περιορίστηκε, επομένως, σε δώδεκα (12) ώρες. Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε, και δεν αμφισβητήθηκε μεταξύ των διαδίκων, ότι η ανωτέρω απόφαση εμπόδισε την δημιουργία σχέσεων του προσφεύγοντος και της κόρης του, πράγμα που ισοδυναμεί με παρέμβαση στο δικαίωμα του προσφεύγοντος βάσει του άρθρου 8 της Σύμβασης.
Όσον αφορά το ζήτημα εάν η εν λόγω παρέμβαση ήταν «σύμφωνη με το νόμο», ο εσωτερικός νόμος προέβλεπε ότι ο γονέας με τον οποίο κατοικούσε το παιδί δεν μπορούσε να εμποδίσει την επικοινωνία του παιδιού με τον άλλο γονέα, εκτός εάν η επικοινωνία αυτή ήταν επιβλαβής στη σωματική ή ψυχολογική υγεία ή ηθική ανάπτυξη του παιδιού. Κατά την εγχώρια πρακτική κατά τον καθορισμό των δικαιωμάτων επικοινωνίας ενός γονέα που διαμένει εκτός της κατοικίας του παιδιού, το δικαστήριο έπρεπε να λάβει υπόψη την ηλικία του παιδιού, την κατάσταση υγείας του, την προσκόλληση σε καθέναν από τους γονείς και οποιεσδήποτε άλλες περιστάσεις επηρεάζουν τη σωματική και ψυχολογική ευημερία και ηθική του ανάπτυξη. Επιπλέον, προέβλεπε ότι σε εξαιρετικές περιπτώσεις το δικαστήριο θα μπορούσε να αρνηθεί το δικαίωμα επικοινωνίας όταν ενδέχεται να επηρεάσει αρνητικά το παιδί. Προφανώς, η απόφαση της 26ης Μαΐου 2015 είχε τη βάση της στο εσωτερικό δίκαιο και τα εγχώρια δικαστήρια επιδίωξαν αυτό που θεωρούσαν ως θεμιτό σκοπό για την προστασία των καλύτερων συμφερόντων του παιδιού. Το ζήτημα ήταν αν η παρέμβαση μπορούσε να θεωρηθεί ως «απαραίτητη σε μια δημοκρατική κοινωνία».
Το Δικαστήριο έπρεπε να εξετάσει αν, υπό το φως της υπόθεσης στο σύνολό της, οι λόγοι που παρατέθηκαν για να δικαιολογήσουν το μέτρο αυτό ήταν σχετικοί και επαρκείς για τους σκοπούς της παραγράφου 2 του άρθρου 8 της Σύμβασης.
Το ΕΔΔΑ παρατήρησε ότι η απόφαση περιορισμού των δικαιωμάτων επικοινωνίας του προσφεύγοντος με τη κόρη του σε δώδεκα ώρες ετησίως και συγκεκριμένα δύο ώρες μία φορά κάθε δύο μήνες, μετά από προηγούμενη συμφωνία και παρουσία της μητέρας του παιδιού, βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι ο προσφεύγων δεν είχε επικοινωνία με το παιδί για μεγάλο χρονικό διάστημα ( για δύο χρόνια και σχεδόν οκτώ μήνες από τις 27 Σεπτεμβρίου 2012) και, ως εκ τούτου, είχε απωλέσει κάθε στενή συναισθηματική σχέση μαζί της. Στηρίχθηκε περαιτέρω στην ηλικία του παιδιού, την προσήλωσή της στη μητέρα και τον αδερφό της και την αδυναμία να χωρίσει το παιδί από τη μητέρα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ενώ οι λόγοι που προέβαλαν τα εθνικά δικαστήρια για να δικαιολογήσουν την απόφασή τους μπορούσαν να θεωρηθούν σχετικοί, το Δικαστήριο δεν πείστηκε ότι μπορούσαν να θεωρηθούν επαρκείς.
Το Δικαστήριο παρατήρησε, πρώτον, ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν έλαβαν δεόντως υπόψη τους λόγους για τους οποίους δεν υπήρξε επικοινωνία μεταξύ του προσφεύγοντος και του παιδιού για πάνω από 2,5 χρόνια. Παρατήρησε ότι η αποτροπή των συναντήσεων εκ μέρους της μητέρας από τον Σεπτέμβριο του 2012 ήταν ο λόγος για τον οποίο ο προσφεύγων είχε κινήσει την πρώτη σειρά διαδικασιών επικοινωνίας στις αρχές του 2013. Παρατήρησε, επίσης, ότι πριν από την απόφαση του Απριλίου 2013 που καθόρισε τα αρχικά δικαιώματα επικοινωνίας του προσφεύγοντος με την κόρη του – η οποία είχε καταστεί οριστική και εκτελεστή τον Νοέμβριο του 2013 – η μητέρα και το παιδί είχαν φύγει μόνιμα στην Τουρκία. Μόλις επέστρεψαν στη Ρωσία τον Απρίλιο του 2014, ο προσφεύγων εκκίνησε τη διαδικασία εκτέλεσης, προκειμένου να διασφαλίσει τα δικαιώματα επικοινωνίας του.
Δεύτερον, το ΕΔΔΑ παρατήρησε ότι η φερόμενη αποξένωση μεταξύ του προσφεύγοντος και της κόρης του διαπιστώθηκε βάσει της πραγματογνωμοσύνης διάγνωσης των σχέσεων γονέα – παιδιού που εκπονήθηκε από το Κέντρο Κοινωνικής Βοήθειας σε Οικογένειες και Παιδιά «Gaile», εκ των οποίων ο προσφεύγων ενημερώθηκε, αλλά δεν του δόθηκε πρακτική ευκαιρία να συμμετάσχει. Το Δικαστήριο σημείωσε ότι ενώ ο προσφεύγων είχε εκφράσει την προθυμία του να συμμετάσχει στην παραπάνω πραγματογνωμοσύνη και ζήτησε πληροφορίες σχετικά με την ώρα και τον τόπο διεξαγωγής της, δεν έλαβε καμία απάντηση και η εξέταση πραγματοποιήθηκε ερήμην του.
Τρίτον, το ΕΔΔΑ παρατήρησε ότι τα εθνικά δικαστήρια αγνόησαν την πραγματογνωμοσύνη της Αρχής Παιδικής Μέριμνας που ήταν ευνοϊκή για την επέκταση των δικαιωμάτων επικοινωνίας του προσφεύγοντος με την κόρη του και πρότεινε να επιτραπεί η πραγματοποίηση συναντήσεων χωρίς την παρουσία της μητέρας, καθώς και τις παρατηρήσεις του ειδικού ψυχολόγου Yen, ότι με βάση τα αποτελέσματα της ψυχολογικής εξέτασης του προσφεύγοντος που πραγματοποιήθηκε μετά από αίτησή του το 2013, ήταν καλός πατέρας, ότι η προσωπικότητά του θα ενθάρρυνε την αρμονική ανάπτυξη του παιδιού ακόμη και σε περίπτωση σύγκρουσης μεταξύ του ιδίου και της μητέρας του παιδιού, και ότι, λαμβάνοντας υπόψη την ηλικία του παιδιού, η παρουσία της μητέρας δεν ήταν απαραίτητη κατά τις συναντήσεις μεταξύ παιδιού και προσφεύγοντος.
Κατά το ΕΔΔΑ, η επικοινωνία που καθορίστηκε από τα εγχώρια δικαστήρια αναπόφευκτα συνεπάγεται, με την πάροδο του χρόνου, κίνδυνο διακοπής της σχέσης του προσφεύγοντος με την κόρη του και η δυνατότητα για τον προσφεύγοντα να επανεξεταστεί αυτή η επικοινωνία σε μεταγενέστερο στάδιο που επικαλείται το Ανώτατο Δικαστήριο, παρέμενε καθαρά θεωρητική.
Βάσει των ανωτέρω, το Στρασβούργο δεν πείστηκε ότι τα εθνικά δικαστήρια εξισορρόπησαν τα συμφέροντα των διαδίκων που συμμετείχαν στη διαδικασία – τόσο των γονέων όσο και του παιδιού – σε μια διαδικασία λήψης αποφάσεων που να παρέχει στον προσφεύγοντα την απαιτούμενη προστασία των συμφερόντων του βάσει του άρθρου 8. Δεν παρέθεσαν επαρκείς λόγους ανάλογους με τη σοβαρότητα των διακυβευόμενων συμφερόντων για να δικαιολογήσουν την παρέμβαση που έλαβε χώρα, σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 2. Επομένως, κρίθηκε ότι η παρέμβαση δεν ήταν «απαραίτητη σε μια δημοκρατική κοινωνία».
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της οικογενειακής ζωής (άρθρο 8 της ΕΣΔΑ).
Δίκαιη ικανοποίηση: Το Στρασβούργο επιδίκασε ποσό 12.500 ευρώ για ηθική βλάβη και 5.500 ευρώ για δικαστική δαπάνη.