Στην δύσκολη πραγματικότητα των υψηλών πλεονασμάτων επιστρέφει η Ελληνική Οικονομία προβλέποντας όμως υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, αναθέρμανση της ιδιωτικής κατανάλωσης, εκρηκτική άνοδος των επενδύσεων ειδικά το 2022 και ενίσχυση των εξαγωγών.
Αλέξανδρος Κλώσσας
Τα σενάρια όπως αποτυπώνεται στο Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2022-2025 το οποίο κατατέθηκε χθες Τετάρτη βράδυ στη Βουλή, προβλέπει στο δυσμενές σενάριο σε περίπτωση αναζωπύρωσης της πανδημίας, ανάπτυξη στο 2,6% φέτος αντί πρόβλεψης για 3,6% και στο αισιόδοξο ανάπτυξη 4,6% εφόσον δεν υπάρξει επιδείνωση της κατάστασης.
Στο τρίτο σενάριο αναλύεται ο κίνδυνος από μία ενδεχόμενη αύξηση των επιτοκίων. Ειδικότερα γίνεται η υπόθεση ότι θα υπάρξει μια σταδιακή αύξηση των επιτοκίων τα επόμενα τρία έτη, η οποία και θα οδηγήσει σε μια συνολική αύξηση σε περίοδο τριετίας κατά 100 μονάδες βάσης.
Επιστροφή στα πλεονάσματα
Η περίοδος χάριτος με τη δημοσιονομική χαλαρότητα μέσω της ρήτρας διαφυγής εξαιτίας της πανδημίας τελειώνει και από το 2023 η Ελληνική Οικονομία επιστρέφει στο δρόμο της επίτευξης υψηλών πλεονασμάτων. Το 2023 η υποχρέωση είναι για πρωτογενές πλεόνασμα στο 2% του ΑΕΠ και να ανεβαίνει στη ζώνη του 2,8% του ΑΕΠ για το 2024 και στο 3,7% του ΑΕΠ για το 2025. Είναι ενδεικτικό ότι ο στόχος που θέτει η Ελληνική κυβέρνηση είναι υψηλότερος από τη δέσμευση που έχει η χώρα για επίτευξη πλεονάσματος 2,2% του ΑΕΠ για το 2025.
Τόσο για το 2021, όσο και για το 2022 διατηρείται η γενική ρήτρα διαφυγής, δηλαδή εξαιτίας της πανδημίας επιτρέπονται οι αποκλίσεις από τους ευρωπαϊκούς δημοσιονομικούς κανόνες. Οι αποκλίσεις όμως αυτές θα πρέπει από το 2023 να συμμαζευτούν. Το ύψος της προσαρμογής αγγίζει τα 16 δισ. ευρώ, καθώς το πρωτογενές έλλειμμα από 7,1% του ΑΕΠ φέτος προβλέπεται να συρρικνωθεί στο 0,5% το 2022, πράγμα που σε απόλυτα ποσά σημαίνει εξοικονόμηση πόρων 12 δισ. ευρώ, ενώ για να μετατραπεί σε πλεόνασμα 2% του ΑΕΠ το 2023 απαιτούνται άλλα 4 δισ. ευρώ.
Βασική πηγή προκειμένου να επιτευχθεί η προσαρμογή θα είναι η συρρίκνωση των κονδυλίων για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της υγειονομικής κρίσης. Στο ΜΠΔΣ προβλέπεται ότι οι σχετικές δαπάνες το 2022 θα υποχωρήσουν στα 2 δισ. ευρώ από 15,8 δισ. ευρώ που εκτιμάται ότι θα είναι φέτος.
Ισχυρή ανάπτυξη
Στο μέτωπο της πραγματικής οικονομίας, σε μέσα επίπεδα ο ρυθμός ανάπτυξης αναμένεται να κινηθεί στο 4,3% την περίοδο 2021-2025, με τον πήχη να τοποθετείται φέτος στο 3,6% και το 2022 στο 6,2% αποσβένοντας την ύφεση του 8,2% του 2020 με αποτέλεσμα το ΑΕΠ να γυρίσει στα επίπεδα του 2019. Για τα επόμενα έτη η ταχύτητα της ανάκαμψης θα πέσει στο 4,4% το 2023, στο 4,1% το 2024 και στο 3,3% το 2025.
Σύμφωνα με τις κυβερνητικές προβλέψεις, οι «κινητήρες» της ανάπτυξης με την αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης θα είναι η αναθέρμανση της ιδιωτικής κατανάλωσης, η εκρηκτική άνοδος των επενδύσεων ειδικά το 2022 και η ενίσχυση των εξαγωγών.
Ειδικότερα η ιδιωτική κατανάλωση εκτιμάται ότι θα αυξηθεί από 2,6% φέτος στο 2,9% το 2022 και κατά μέσον όρο 2,5% τα επόμενα έτη. Σημαντική θα είναι η αύξηση των επενδύσεων, σύμφωνα με τις προβλέψεις της κυβέρνησης όπως καταγράφονται στο ΜΠΔΣ. Συγκεκριμένα, οι επενδύσεις εκτιμάται ότι θα σημειώσουν ιστορικό ρεκόρ αύξησης 30,3% και θα συνεχίσουν την ανοδική τους πορεία με ρυθμό πάνω από 10% έως το 2025. Όσον αφορά τις εξαγωγές από 10,4% φέτος θα αυξηθούν κατά 13,8% το 2022, για να πέσουν στο 7,5% το 2023, στο 6,2% το 2024 και στο 5,2% το 2025.
Στον τομέα της αγοράς εργασίας, η απασχόληση εκτιμάται θα αυξηθεί σημαντικά το 2022 από 0,7% φέτος στο 2,3% και στη συνέχεια με μέσο ρυθμό 1,3%, για να υποχωρήσει στο 0,8% το 2025, ενώ το ποσοστό ανεργίας αναμένεται να μειωθεί πάνω από 5 ποσοστιαίες μονάδες έως το 2025 φτάνοντας το 11,1%.
Στο Μεσοπρόθεσμο προβλέπεται εντυπωσιακή αύξηση των εσόδων από τον φόρο εισοδήματος για νοικοκυριά και επιχειρήσεις σε ποσοστό 18,1% το 2025 συγκριτικά με το 2019 με επιπλέον εισπράξεις ύψους 3,250 δισ. ευρώ, καθώς από τα 17,932 δισ. ευρώ θα διαμορφωθούν στα 21,182 δισ. ευρώ. Η μεγαλύτερη αύξηση αναμένεται το 2023, αφού εκτιμάται ότι τα επιπλέον έσοδα σε σχέση με το προηγούμενο έτος θα φτάσουν τα 2,359 δισ. ευρώ, ενώ η μεταβολή για τα υπόλοιπα έτη κινείται στο 1,5 δισ. ευρώ.
Το χρέος της γενικής κυβέρνησης ως ποσοστό του ΑΕΠ θα μειωθεί από το 204,8% φέτος στο 189,5% το 2022 και στη συνέχεια στο 176,7% το 2023, στο 166,1% το 2024 και στο 156,9% το 2025.