Στις 19 Νοεμβρίου 1987, η Γερουσία των ΗΠΑ τροποποίησε τον νόμο περί παροχής βοήθειας στην αλλοδαπή του 1961 για να δηλώσει ότι «αμυντικά είδη προέλευσης Ηνωμένων Πολιτειών δεν μπορούν να μεταφερθούν ή να χρησιμοποιηθούν από την Τουρκία ή την Ελλάδα στην Κύπρο». Το εμπάργκο όπλων πέρασε χωρίς καμία αναφορά στην Washington Post ή στους New York Times, αλλά δεν αναφέρεται ούτε και στα έγγραφα του προέδρου Ρόναλντ Ρέιγκαν ή στην αυτοβιογραφία του υπουργού Εξωτερικών Τζορτζ Σουλτς. Οι γερουσιαστές που στήριξαν αυτή την τροπολογία πίστευαν ότι θα έδινε ώθηση στη διπλωματία, πείθοντας τόσο τους Ελληνες όσο και τους Τούρκους ότι δεν υπήρχε στρατιωτική λύση. Στην πραγματικότητα, είχε το αντίθετο αποτέλεσμα: επειδή η Τουρκία έχει περισσότερους στρατιώτες από ό,τι η Γαλλία και η Γερμανία μαζί, οι Ηνωμένες Πολιτείες διατήρησαν τη ροή όπλων προς την Τουρκία, μεγάλο μέρος των οποίων διοχετευόταν προς την Κύπρο από τις διαδοχικές τουρκικές κυβερνήσεις. Καθώς η Τουρκία έχτιζε τη δική της εγχώρια στρατιωτική βιομηχανία, η Αγκυρα αύξησε ακόμη περισσότερο τις στρατιωτικές μεταφορές στην κατεχόμενη από την Τουρκία βόρεια Κύπρο.
Υπό τον πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν η Τουρκία έγινε όλο και πιο επιθετική. Ενώ κάποτε είχε υπό την κατοχή της μόνο την Κύπρο, ο Τούρκος δικτάτορας έχει στείλει τουρκικές δυνάμεις τόσο στη Συρία όσο και στο Ιράκ, όπου καταλαμβάνει και κάνει εθνοκάθαρση σε περιοχές, απειλεί ελληνικά νησιά, συμμετέχει στον πόλεμο του Ναγκόρνο-Καραμπάχ και διεκδικεί ακόμη και τμήματα της Βουλγαρίας. Ενώ ο Ερντογάν έχει αποκηρύξει δημοσίως τη Συνθήκη της Λωζάννης εδώ και κάποια χρόνια, πρόσφατα πήγε την απόρριψη των διεθνών κανόνων σε άλλο επίπεδο. Μιλώντας στη βιβλιοθήκη του προεδρικού μεγάρου στις 19 Μαΐου 2021 σε ένα συγκεντρωμένο πλήθος νεαρών Τούρκων, ο Ερντογάν δήλωσε: «Για εμάς η Τουρκία δεν αποτελείται από 780.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα, για εμάς η Τουρκία είναι παντού». Συνέχισε ανακοινώνοντας ότι στις 20 Ιουλίου θα επισκεφθεί τη βόρεια Κύπρο. «Τα μηνύματα που θα δώσουμε από τη βόρεια Κύπρο δεν αφορούν μόνο το νησί, αλλά ολόκληρο τον κόσμο», προειδοποίησε.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες αλλά και η Ευρωπαϊκή Ενωση θα πρέπει να καταλάβουν ότι οι απειλές του Ερντογάν είναι πραγματικές. Δεν πρέπει να κάνουν το λάθος που έκαναν πριν από τρεις δεκαετίες, όταν αγνόησαν ως ρητορική υπερβολή τις δηλώσεις του Ιρακινού προέδρου Σαντάμ Χουσεΐν ότι το Κουβέιτ ήταν η δέκατη ένατη επαρχία του Ιράκ. Τα στοιχεία δείχνουν ότι οι πρόσφατες απειλές του δεν είναι ρητορική πομφόλυγα, αλλά ουσιαστικές.
Ο Ερντογάν και άλλοι κορυφαίοι Τούρκοι αξιωματούχοι έχουν καυχηθεί ανοιχτά για τη μεταφορά μη επανδρωμένων αεροσκαφών –επιτήρησης αρχικά και στη συνέχεια επίθεσης– στο αεροδρόμιο Λευκονοίκου στο κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου, το οποίο ο τουρκικός στρατός έχει πλέον μετονομάσει σε αεροπορική βάση Geçitkale. Η τουρκική βάση μη επανδρωμένων αεροσκαφών στην Κύπρο απειλεί όχι μόνο τα μη κατεχόμενα τμήματα της Κύπρου, αλλά και ολόκληρη την περιοχή – από την Κρήτη μέχρι το Ισραήλ και από την Αθήνα μέχρι την Αίγυπτο.
Η δημιουργία βάσης μη επανδρωμένων αεροσκαφών στην Κύπρο από την Τουρκία καθιστά επιτακτική την ανάγκη να τερματίσουν οι Ηνωμένες Πολιτείες το εμπάργκο όπλων στην Κύπρο για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι στρατιωτικός: Η μερική άρση του εμπάργκο από τον υπουργό Εξωτερικών Μάικ Πομπέο τον Σεπτέμβριο του 2020 ήταν περισσότερο συμβολική παρά ουσιαστική. Η Κύπρος έλαβε ίσως κάτι παραπάνω από αλεξίσφαιρα γιλέκα, λόγω της αντίστασης των διπλωματών καριέρας και του λόμπι της Τουρκίας στο ίδιο το Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Η τοποθέτηση μη επανδρωμένων επιθετικών αεροσκαφών Bayraktar-TB2 από τον Ερντογάν επιβάλλει τη μεταφορά στην Κύπρο τεχνολογίας για την αντιμετώπιση αυτών των αεροσκαφών. Αυτό θα μπορούσε να περιλαμβάνει συστοιχίες πυραύλων Patriot, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν παράσχει στο παρελθόν τόσο στο Ισραήλ όσο και στη Σαουδική Αραβία. Το Πεντάγωνο θα πρέπει επίσης να επισπεύσει την κατασκευή συσκευών παρεμβολής ικανών να τυφλώνουν, αν όχι να καταρρίπτουν, τα τουρκικά μη επανδρωμένα αεροσκάφη. Μάλιστα, η κυβέρνηση Μπάιντεν θα πρέπει να προχωρήσει ακόμη περισσότερο. Η Κύπρος προς το παρόν δεν διαθέτει δική της πολεμική αεροπορία παρά μόνο μια μικρή εθελοντική δύναμη. Για να το διορθώσουν αυτό, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να θέσουν ως στρατηγική προτεραιότητα την ανάπτυξη των δυνατοτήτων νέων κυπριακών μη επανδρωμένων αεροσκαφών σε σημείο που η Κύπρος να έχει ποιοτικό στρατιωτικό πλεονέκτημα έναντι της Τουρκίας.
Ο δεύτερος λόγος για την άρση του εμπάργκο είναι διπλωματικός. Δεν θα πρέπει πλέον οι Βρυξέλλες ή η Ουάσιγκτον να περιμένουν από τη Λευκωσία να κάνει παραχωρήσεις στην Αγκυρα. Κάτι τέτοιο επιβραβεύει μόνο την τουρκική επιθετικότητα. Ο μόνος αποτελεσματικός τρόπος για να πεισθεί ο Ερντογάν να σταματήσει να καταστρατηγεί το status quo είναι να του αποδείξουν ότι κάθε φορά που ενεργεί μονομερώς, η στρατηγική θέση της Τουρκίας θα υποβαθμίζεται.
Την 1η Ιουνίου 2021 ο υπουργός Εξωτερικών Αντονι Μπλίνκεν συνομίλησε με τον Κύπριο υπουργό Εξωτερικών Νίκο Χριστοδουλίδη. Ενώ η υπόσχεση του Μπλίνκεν για εμβάθυνση της διμερούς συνεργασίας και «προώθηση της σταθερότητας στην Ανατολική Μεσόγειο» είναι ευπρόσδεκτη, τα λόγια από μόνα τους δεν θα αντιμετωπίσουν τα τουρκικά μη επανδρωμένα επιθετικά αεροσκάφη. Είναι καιρός οι Ηνωμένες Πολιτείες να τερματίσουν το μονομερές εμπάργκο όπλων.