Σύμφωνα με την απόφαση του ΔΕΕ στις 22.4.2021, στην υπόθεση C-826/19 WZ κατά Austrian Airlines, η ανακατεύθυνση και μόνον πτήσης σε άλλον κοντινό αερολιμένα δεν συνεπάγεται δικαίωμα σε κατ’ αποκοπήν αποζημίωση. Αντιθέτως, η αεροπορική εταιρία οφείλει, με δική της πρωτοβουλία, να προσφέρει στον επιβάτη την κάλυψη του κόστους μεταφοράς στον αερολιμένα προορισμού για τον οποίο είχε γίνει η κράτηση ή, ενδεχομένως, με τη σύμφωνη γνώμη του επιβάτη, σε άλλον κοντινό προορισμό.
Επιβάτης της Austrian Airlines της ζητεί να του καταβάλει κατ’ αποκοπήν αποζημίωση ύψους 250 ευρώ λόγω της ανακατεύθυνσης της πτήσης του από τη Βιέννη με προορισμό το Βερολίνο. Η εν λόγω πτήση, ενώ επρόκειτο αρχικά να προσγειωθεί στον αερολιμένα Berlin Tegel, προσγειώθηκε τελικά στον αερολιμένα Berlin Schönefeld με καθυστέρηση μίας σχεδόν ώρας. Η Austrian Airlines δεν προσέφερε στον επιβάτη συμπληρωματική μεταφορά ούτε του πρότεινε να αναλάβει το κόστος μεταφοράς μεταξύ των δύο αυτών αερολιμένων. Ο αερολιμένας Berlin Tegel βρίσκεται στο ομόσπονδο κράτος του Βερολίνου, ενώ ο αερολιμένας Berlin Schönefeld βρίσκεται στο γειτονικό ομόσπονδο κράτος του Βρανδεμβούργου.
Η Austrian Airlines διατείνεται ότι η ανακατεύθυνση και μόνον πτήσης σε κοντινό αερολιμένα δεν συνεπάγεται δικαίωμα κατ’ αποκοπήν αποζημίωσης ύψους 250, 400 ή 600 ευρώ[1] , όπως η ματαίωση ή η μεγάλη καθυστέρηση κατά την άφιξη (τριών ή πλέον ωρών). Επιπλέον, κατά την εν λόγω αεροπορική εταιρία, η καθυστέρηση οφειλόταν σε έκτακτες περιστάσεις, ήτοι σε σοβαρά προβλήματα λόγω μετεωρολογικών συνθηκών τα οποία ανέκυψαν κατά το δρομολόγιο που προηγήθηκε του προτελευταίου δρομολογίου του αεροσκάφους.
Επιληφθέν της διαφοράς, το Landesgericht Korneuburg (πρωτοδικείο του Korneuburg, Αυστρία) ζητεί από το Δικαστήριο να ερμηνεύσει τον κανονισμό για τα δικαιώματα των επιβατών αεροπορικών μεταφορών[2] . Ο κανονισμός αυτός προβλέπει ότι, σε περίπτωση ανακατεύθυνσης πτήσης προς άλλον αερολιμένα από εκείνον για τον οποίο είχε γίνει η κράτηση, ο οποίος όμως εξυπηρετεί την ίδια πόλη ή περιοχή, η αεροπορική εταιρία αναλαμβάνει το κόστος μεταφοράς του επιβάτη από τον αερολιμένα άφιξης σε εκείνον για τον οποίο είχε γίνει η κράτηση είτε, με τη σύμφωνη γνώμη του επιβάτη, σε άλλον κοντινό προορισμό.
Με την απόφαση που εξέδωσε το Δικαστήριο της ΕΕ αποφαίνεται ότι η ανακατεύθυνση πτήσης προς άλλον αερολιμένα ο οποίος εξυπηρετεί την ίδια πόλη ή περιοχή[3] δεν γεννά δικαίωμα του επιβάτη σε αποζημίωση λόγω ματαίωσης της πτήσης. Προκειμένου ο αερολιμένας υποκατάστασης να μπορεί να θεωρηθεί ότι εξυπηρετεί την ίδια πόλη ή περιοχή, δεν είναι αναγκαίο να βρίσκεται εντός των ορίων του εδάφους (από διοικητική άποψη) της ίδιας πόλης ή περιοχής όπου βρίσκεται ο αερολιμένας για τον οποίο είχε γίνει η κράτηση. Αυτό που είναι κρίσιμο είναι η άμεση εγγύτητά του με το έδαφος αυτό.
Αντιθέτως, ο επιβάτης δικαιούται κατ’ αρχήν κατ’ αποκοπήν αποζημίωση όταν φθάνει στον τελικό προορισμό του, δηλαδή στον αερολιμένα για τον οποίο είχε γίνει η κράτηση ή, με τη σύμφωνη γνώμη του, σε άλλον κοντινό προορισμό, τρεις ή περισσότερες ώρες μετά την αρχικώς προγραμματισμένη ώρα άφιξης. Για τον καθορισμό της διάρκειας της καθυστέρησης κατά την άφιξη, πρέπει να λαμβάνεται ως βάση η ώρα κατά την οποία ο επιβάτης φθάνει, κατόπιν της μεταφοράς του, στον αερολιμένα για τον οποίον είχε γίνει η κράτηση ή, ενδεχομένως, σε άλλον κοντινό προορισμό που συμφωνείται με την αεροπορική εταιρία.
Το Δικαστήριο διευκρινίζει στο πλαίσιο αυτό ότι, προκειμένου να απαλλαγεί από την υποχρέωσή της να αποζημιώσει τους επιβάτες σε περίπτωση μεγάλης καθυστέρησης της πτήσης κατά την άφιξη, η αεροπορική εταιρία μπορεί να επικαλεστεί έκτακτη περίσταση η οποία δεν επηρέασε τη συγκεκριμένη πτήση που καθυστέρησε, αλλά προηγούμενη πτήση την οποία εκτέλεσε η ίδια με το ίδιο αεροσκάφος στο πλαίσιο του δρομολογίου που προηγήθηκε του προτελευταίου δρομολογίου του αεροσκάφους, υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχει άμεση αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της επέλευσης της περίστασης αυτής και της μεγάλης καθυστέρησης της μεταγενέστερης πτήσης.
Επιπλέον, το Δικαστήριο αποφαίνεται ότι η αεροπορική εταιρία οφείλει να προσφέρει, με δική της πρωτοβουλία, κάλυψη του κόστους μεταφοράς στον αερολιμένα προορισμού για τον οποίο είχε γίνει η κράτηση ή, ενδεχομένως, με τη σύμφωνη γνώμη του επιβάτη, σε άλλον κοντινό προορισμό. Εάν η αεροπορική εταιρία παραβεί την υποχρέωσή της να αναλάβει το κόστος αυτό, ο επιβάτης δικαιούται να του επιστραφεί το ποσό το οποίο δαπάνησε και το οποίο, λαμβανομένων υπόψη των συγκεκριμένων περιστάσεων κάθε περίπτωσης, αποδεικνύεται απαραίτητο, κατάλληλο και εύλογο προκειμένου να αναπληρωθεί η παράλειψη της αεροπορικής εταιρίας. Αντιθέτως, σε περίπτωση παράβασης της υποχρέωσης για ανάληψη του κόστους μεταφοράς, ο επιβάτης δεν θεμελιώνει δικαίωμα κατ’ αποκοπήν αποζημίωσης ύψους 250, 400 ή 600 ευρώ. (curia.europa.eu)
[1] Αναλόγως της απόστασης που διανύει η πτήση
[2] Κανονισμός (ΕΚ) 261/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Φεβρουαρίου 2004, για τη θέσπιση κοινών κανόνων αποζημίωσης των επιβατών αεροπορικών μεταφορών και παροχής βοήθειας σε αυτούς σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης και ματαίωσης ή μεγάλης καθυστέρησης της πτήσης και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 295/91 (EE 2004, L 46, σ. 1).
[3] Αντιθέτως, πέραν της περίπτωσης αυτής, πτήση η οποία ανακατευθύνθηκε προς διαφορετικό αερολιμένα από εκείνον για τον οποίο είχε γίνει η κράτηση δεν μπορεί να θεωρηθεί εκτελεσθείσα, οπότε πρέπει κατ’ αρχήν να θεωρηθεί ματαιωθείσα, με αποτέλεσμα να μπορεί να θεμελιωθεί δικαίωμα αποζημίωσης.