Σημαντικές απώλειες, που υπερβαίνουν ακόμη και αυτές που κατέγραψαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας, θα έχουν οι μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη σε περίπτωση που δεν λάβουν μέτρα για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγει έρευνα της Oxfam και του Swiss Re Institute, προειδοποιώντας ότι το κόστος θα είναι διπλάσιο σε σύγκριση με αυτό της πανδημίας για τις χώρες-μέλη του G7, εάν δεν καταφέρουν να αντιμετωπίσουν τις αυξανόμενες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου.
Ειδικότερα, οι χώρες-μέλη του G7 (Βρετανία, ΗΠΑ, Ιαπωνία, Καναδάς, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία), που αποτελούν τις μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου, προβλέπεται ότι θα χάσουν το 8,5% του ΑΕΠ ετησίως ή σχεδόν 5 τρισ. δολ. από τις οικονομίες τους εντός 30 ετών εάν η θερμοκρασία σημειώσει αύξηση 2,6 βαθμούς Κελσίου. Οι δε απώλειες που κατέγραψαν οι μεγαλύτερες παγκόσμιες οικονομίες ήταν σημαντικές. Συγκεκριμένα, οι οικονομίες των χωρών του G7 συρρικνώθηκαν περίπου 4,2% κατά μέσο όρο την περίοδο της πανδημίας.
Ωστόσο, βάσει της έρευνας, υπολογίζεται ότι οι οικονομικές απώλειες εξαιτίας της κλιματικής κρίσης έως το 2050 θα ήταν περίπου σαν μια παρόμοια κρίση που θα σημειωνόταν δύο φορές κάθε χρόνο. Η βρετανική οικονομία θα απολέσει ετησίως 6,5% του ΑΕΠ της έως το 2050 βάσει των υφιστάμενων πολιτικών που ακολουθούνται, αλλά και των προβλέψεων που έχουν διατυπωθεί, έναντι 2,4% που θα ήταν οι απώλειες σε περίπτωση που επιτευχθούν οι στόχοι της συμφωνίας του Παρισιού για την κλιματική αλλαγή.
Αλλες χώρες αναμένεται να υποστούν ακόμη πιο σφοδρό πλήγμα, συμπεριλαμβανομένης της Ινδίας, της οποίας η οικονομία θα συρρικνωθεί κατά ένα τέταρτο λόγω αύξησης της θερμοκρασίας κατά 2,6 βαθμούς Κελσίου. Από την άλλη, η παραγωγή της Αυστραλίας αναμένεται να συρρικνωθεί 12,5%, ενώ η οικονομία της Νότιας Κορέας προβλέπεται να απολέσει περίπου το ένα δέκατο της δυναμικής της. Στο πλαίσιο αυτό, η Oxfam προειδοποίησε πως για τις χώρες χαμηλότερων εισοδημάτων οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής μπορεί να είναι ακόμη πιο έντονες. Επικαλούμενη πρόσφατη έρευνα της Παγκόσμιας Τράπεζας, η Oxfam επισήμανε ότι 32 έως 132 εκατομμύρια επιπλέον άνθρωποι μπορεί να φθάσουν να ζουν σε συνθήκες απόλυτης φτώχειας έως το 2030 εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής. Ο Μαξ Λόσον, επικεφαλής της Oxfam για θέματα ανισότητας, ανέφερε πως τώρα απαιτείται από τις κυβερνήσεις των χωρών-μελών του G7 να λάβουν άμεση δράση τα επόμενα εννέα χρόνια προκειμένου να μειώσουν τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα και να αυξήσουν τη χρηματοδότηση για θέματα που αφορούν την κλιματική αλλαγή.
Σύμφωνα με την εφημερίδα The Guardian, ο Τζέρομ Χέγκελι, επικεφαλής οικονομολόγος στο Swiss Re Institute, δήλωσε πως «η κλιματική αλλαγή αποτελεί τον νούμερο ένα κίνδυνο με τον οποίο θα έρθει μακροπρόθεσμα αντιμέτωπη η παγκόσμια οικονομία, γι’ αυτό το να μείνουμε στο ίδιο σημείο δεν αποτελεί επιλογή. Χρειαζόμαστε μεγαλύτερη πρόοδο από την πλευρά των χωρών-μελών του G7. Αυτό δεν περιλαμβάνει μόνο υποχρεώσεις για τη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα αλλά και την παροχή βοήθειας στις αναπτυσσόμενες χώρες. Αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό». Ο ίδιος επισήμανε ακόμη πως τα εμβόλια κατά του κορωνοϊού βοήθησαν σημαντικά τα αναπτυσσόμενα κράτη, καθώς οι οικονομίες τους επλήγησαν σφόδρα από την πανδημική κρίση και θα χρειάζονταν βοήθεια για να ανακάμψουν, χαράσσοντας μία πράσινη πολιτική, παρά ενισχύοντας την εξάρτησή τους σε ορυκτά καύσιμα. Τέλος, η Swiss Re διαπίστωσε πως οι πολιτικές και οι δεσμεύσεις των κυβερνήσεων για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου εξακολουθούν να είναι ανεπαρκείς για την επίτευξη των στόχων της συμφωνίας του Παρισιού.