Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έλαβε περαιτέρω μέτρα στο πλαίσιο των διαδικασιών επί παραβάσει κατά της Κύπρου και της Μάλτας, σχετικά με τα συστήματά τους χορήγησης ιθαγένειας σε επενδυτές, γνωστά και ως συστήματα “χρυσών διαβατηρίων”.
Η Επιτροπή θεωρεί ότι τα δύο αυτά κράτη μέλη, θεσπίζοντας και εφαρμόζοντας συστήματα χορήγησης ιθαγένειας σε επενδυτές με αντάλλαγμα προκαθορισμένες πληρωμές ή επενδύσεις, δεν εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις που υπέχουν βάσει της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας (άρθρο 4 παράγραφος 3 της ΣΕΕ) και του ορισμού της ιθαγένειας της Ένωσης όπως ορίζεται στις Συνθήκες (άρθρο 20 της ΣΛΕΕ).
Παρότι η Κύπρος και η Μάλτα εξακολουθούν να είναι υπεύθυνες για την απόφαση χορήγησης της κυπριακής και της μαλτεζικής ιθαγένειας, αντίστοιχα, το Δικαστήριο της ΕΕ έχει επανειλημμένα καταστήσει σαφές ότι οι κανόνες σχετικά με την απόκτηση της ιθαγένειας κράτους μέλους πρέπει να διασφαλίζουν ότι “λαμβάνεται δεόντως υπόψη το δίκαιο της ΕΕ”.
Η Επιτροπή κίνησε τις εν λόγω διαδικασίες επί παραβάσει κατά της Κύπρου και της Μάλτας με την αποστολή προειδοποιητικών επιστολών τον Οκτώβριο του 2020. Ενώ η Κύπρος κατάργησε το σύστημά της και σταμάτησε να δέχεται νέες αιτήσεις από την 1η Νοεμβρίου 2020, συνεχίζει τη διεκπεραίωση των εκκρεμών αιτήσεων. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή αποφάσισε σήμερα να προβεί στο επόμενο βήμα της διαδικασίας επί παραβάσει κατά της Κύπρου, αποστέλλοντας αιτιολογημένη γνώμη. Η Επιτροπή θεωρεί ότι οι ανησυχίες που διατυπώθηκαν στην προειδοποιητική επιστολή δεν απαντήθηκαν από την Κύπρο.
Σε ό,τι αφορά τη Μάλτα, η Επιτροπή αποφάσισε επίσης να λάβει περαιτέρω μέτρα. Ενώ το προηγούμενο σύστημα χορήγησης ιθαγένειας σε επενδυτές δεν είναι πλέον σε ισχύ, η Μάλτα θέσπισε νέο σύστημα στα τέλη του 2020. Η Επιτροπή αποφάσισε σήμερα να αποστείλει συμπληρωματική προειδοποιητική επιστολή, για να διατυπώσει περαιτέρω ανησυχίες -σε συνέχεια εκείνων που διατυπώνονταν στην προειδοποιητική επιστολή- σχετικά με το νέο καθεστώς το οποίο εφαρμόζει η Μάλτα.
Η Κύπρος και η Μάλτα έχουν πλέον προθεσμία δύο μηνών για να λάβουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να απαντήσουν στις ανησυχίες της Επιτροπής. Στην περίπτωση της Κύπρου, εάν η απάντηση δεν είναι ικανοποιητική, η Επιτροπή μπορεί να παραπέμψει την υπόθεση στο Δικαστήριο. Στην περίπτωση της Μάλτας, εάν η απάντηση δεν είναι ικανοποιητική, η Επιτροπή μπορεί να προβεί στο επόμενο βήμα της διαδικασίας και να αποστείλει αιτιολογημένη γνώμη για το θέμα αυτό.