Του Τάσου Δασόπουλου
Υψηλό χρέος και ανεργία, πολύ χαμηλή επενδυτική θέση, αρνητικό δυνητικό ΑΕΠ και υψηλό -ακόμη- απόθεμα κόκκινων δανείων, είναι τα πέντε “χρόνια” προβλήματα της ελληνικής οικονομίας η λύση των οποίων απαιτεί υπομονή και επιμονή σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Εκτός από την έκθεση για την 10η αξιολόγηση, η Κομισιόν εξέδωσε χθες και την έκθεση “δημοσιονομικών ανισορροπιών”. Δηλαδή των διαρθρωτικών προβλημάτων που χρειάζονται μεταρρυθμίσεις και χρόνο για να ξεπεραστούν. Η έκθεση εκδίδεται στο πλαίσιο του προληπτικού σκέλους του ευρωπαϊκού εξαμήνου και στόχο έχει να αναδείξει πάγια προβλήματα κάθε χώρας. Γι’ αυτό και οι παρατηρήσεις που γίνονται αποφασίστηκε να συνδεθούν υποχρεωτικά και με τα έργα και τις μεταρρυθμίσεις που θα χρηματοδοτηθούν από το Ταμείο Ανάκαμψης.
Τα πέντε προβλήματα σύμφωνα με την Κομισιόν είναι:
1. Το υψηλό ποσοστό χρέους ως προς το ΑΕΠ . Το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης σημειώνεται ότι αυξήθηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας κατά 25%, φτάνοντας το 205,6% του ΑΕΠ στο τέλος του 2020, λόγω της ανάγκης κάλυψης των αναγκών που δημιούργησε η υγειονομική κρίση. Το γεγονός αυτό με βάση το βασικό σενάριο της αναθεωρημένης ανάλυσης βιωσιμότητας χρέους που δημοσιεύτηκε χθες μαζί με την έκθεση για την 10η αξιολόγηση, δεν γεννά πρόβλημα μεσοπρόθεσμης βιωσιμότητας. Επίσης τονίζεται, ότι το ελληνικό χρέος ευνοείται από τη διακράτηση του 55% του χρέους από το λεγόμενο “επίσημο τομέα” αλλά και από τα υψηλά ταμειακά διαθέσιμα του δημοσίου.
2. Το δεύτερο πρόβλημα είναι εξίσου γνωστό και αφορά το υψηλό ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων. Τα ΜΕΔ μειώθηκαν μεν από τα 47,5 δισ. ευρώ στο τέλος του 2019 στα 21,1 δισ. το 2020, αλλά σημειώνεται ότι η πανδημία μπορεί να αυξήσει το υπόλοιπο των κόκκινων δανείων. Ωστόσο σημειώνεται ότι οι ελληνικές αρχές λαμβάνουν μέτρα όπως η παράταση του προγράμματος “Ηρακλής”, την υιοθέτηση του νέου πτωχευτικού κώδικα, αλλά και τα δύο προγράμματα για την επιδότηση δόσεων δανείων συνδεδεμένων με την πρώτη κατοικία (Γέφυρα Ι) και εξυπηρετούμενων και μη επιχειρηματικών δανείων (Γέφυρα ΙΙ) προκειμένου να περιορίσουν τα νέα κόκκινα δάνεια.
3. Το τρίτο πρόβλημα αφορά την πολύ χαμηλή διεθνή επενδυτική θέση της Ελλάδας. Η διεθνής επενδυτική θέση της χώρας το 2020 επιδεινώθηκε λόγω της πανδημίας κατά 18% του ΑΕΠ, φτάνοντας το 176,2% του ΑΕΠ. Υπενθυμίζεται ότι ως επενδυτική θέση ορίζεται ο λόγος των υποχρεώσεων προς το εξωτερικό ως προς τις απαιτήσεις από το εξωτερικό σε όρους άμεσων επενδύσεων. Η αναστροφή της τάσης επιδείνωσης της επενδυτικής θέσης της χώρας απαιτεί πλεονάσματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών για μια σειρά ετών. Παρ’ όλα αυτά το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών αναμένεται να φτάσει φέτος στο 7,6% του ΑΕΠ και να μειωθεί στο 5,3% του ΑΕΠ το 2022. Αυτό, όπως τονίζεται στην έκθεση, συνιστά δημοσιονομική ανισορροπία που για να διορθωθεί θα χρειαστεί να έχουμε πλεόνασμα 1,5% στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών τουλάχιστον μέχρι και το 2030. Στην κατεύθυνση αυτή προτείνεται η βελτίωση της λειτουργίας του δημοσίου μαζί με κίνητρα ώστε οι ελληνικές επιχειρήσεις να μπορούν να αναπτύξουν έρευνα και τεχνολογία και να έχουν εξαγωγικό προσανατολισμό.
4. Το τέταρτο μεγάλο πρόβλημα είναι η δυνητική ανάπτυξη, δηλαδή το ΑΕΠ που μπορεί να παράγει η χώρα χωρίς να δημιουργήσει πληθωρισμό. Ο δείκτης αυτός παραμένει αρνητικός για την Ελλάδα από το 2010. Το πρόβλημα είναι το αποτέλεσμα του μικρού μεγέθους της πλειοψηφίας των ελληνικών επιχειρήσεων, της έλλειψης τραπεζικού προφίλ και της δραστηριοποίησης σε μη διεθνώς ανταγωνιστικούς τομείς. Η επίδραση της πανδημίας είναι ακόμη μη μετρήσιμη. Ωστόσο τονίζεται ότι οι ελληνικές αρχές έχουν εκπονήσει μια σειρά από προγράμματα για την προώθηση της αύξησης του μεγέθους των επιχειρήσεων της διαμόρφωσης εξαγωγικού χαρακτήρα και του ψηφιακού τους μετασχηματισμού.
5. Το πέμπτο μεγάλο πρόβλημα είναι η υψηλή ανεργία. Παρά τη μείωσή της από το 2018 στο 16,3% παραμένει η υψηλότερη εντός ΕΕ. Η συνολική ανεργία συνοδεύεται από μια νεανική ανεργία που είναι ακόμη στο 35% έναντι 16, 8% του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Το ποσοστό απασχόλησης το 2020 παρότι δεν χάθηκαν θέσεις εργασίας λόγω των μέτρων στήριξης, ήταν στο 61,1%, περίπου 11% κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ. Η ελπίδα της επιτροπής είναι η εφαρμογή του υπό ψήφιση εργασιακού νομοσχεδίου για να αρχίσει να αναστρέφεται η κατάσταση.