Η πτώση του μέσου μισθού στη χώρα μας, ήταν ιδιαιτέρως σημαντική εξαιτίας του γεγονότος ότι είχε προηγηθεί η μεγάλη πτώση των μισθών την περασμένη δεκαετία, συνέπεια της οικονομικής κρίσης
Απώλεια 2,5% κατέγραψε ο μέσος μισθός στην Ελλάδα το 2020 όταν η αντίστοιχη μείωση στην Ευρωζώνη ήταν 1% και στην ΕΕ συνολικά 0,6%. Η πτώση του μέσου μισθού στη χώρα μας, ήταν ιδιαιτέρως σημαντική εξαιτίας του γεγονότος ότι είχε προηγηθεί η μεγάλη πτώση των μισθών την περασμένη δεκαετία, συνέπεια της οικονομικής κρίσης. Ταυτόχρονα, ο κατώτατος μισθός είναι μισθός απόλυτης φτώχειας
Στο συμπέρασμα αυτό για το ύψος των μισθών καταλήγει η ετήσια έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ για την «οικονομία και την απασχόληση», η οποία επισημαίνει ότι «η υγειονομική κρίση είχε έντονα αρνητικό αποτύπωμα στους μισθούς».
Πιο συγκεκριμένα, η πτώση του μέσου μισθού στην Ελλάδα μπορεί να μην ήταν τόσο έντονη, όσο στην Ιταλία και στο Λουξεμβούργο, αλλά σε σχέση με την πλειονότητα των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν σημαντική.
Η Ελλάδα είναι από τα λίγα κράτη-μέλη της Ένωσης στα οποία ο καθαρός μέσος μισθός μειώθηκε το 2020, ενώ είναι το μόνο κράτος-μέλος στο οποίο ο καθαρός μέσος μισθός είναι χαμηλότερος από αυτόν του 2010. Ο μέσος μισθός στη χώρα μας μειώνεται σωρευτικά από το 2010.
Η απόκλιση του μέσου μισθού από αυτόν του μέσου όρου της Ευρωζώνης είναι ακόμα πιο σημαντική αν συνυπολογιστεί ότι στα κράτη-μέλη της ανατολικής Ευρώπης και των Βαλκανίων υπάρχει ισχυρή σύγκλιση, γεγονός που καθιστά την Ελλάδα μια ειδική περίπτωση παλινδρόμησης της κοινωνικής ευημερίας.
Η κρίση της πανδημίας προκάλεσε περαιτέρω μείωση των εισοδημάτων, δυσχεραίνοντας ακόμα περισσότερο τις συνθήκες διαβίωσης του μέσου εργαζομένου. Η κατάσταση αυτή είναι πιο έντονη στα χαμηλότερα εισοδηματικά κλιμάκια, των οποίων η αμοιβή εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τον κατώτατο μισθό.
Η χώρα μας ήταν το μόνο κράτος της Ένωσης στο οποίο δεν υπήρξε καμία διαδικασία διαπραγμάτευσης του κατώτατου μισθού το 2020, που παρέμεινε στο ύψος του 2019.
Δέκα εφτά κράτη-μέλη της Ένωσης αύξησαν τον κατώτατο μισθό το 2021, ενώ τρία κράτη-μέλη διατήρησαν το μισθό αμετάβλητο. Υψηλότερη ήταν η αύξηση του ωριαίου κατώτατου μισθού στη Λετονία (16,3%) και χαμηλότερη στη Γαλλία και στη Μάλτα (1%).
Σύμφωνα με την έκθεση του Ινστιτούτου ο κατώτατος μισθός θα πρέπει να είναι τουλάχιστον στο 60% του διάμεσου μισθού, ώστε να καλύπτει ποσοστό το όριο της σχετικής φτώχειας. Όταν αντιστοιχεί στο 50% του διάμεσου μισθού, βρίσκεται στο κατώφλι της απόλυτης φτώχειας.
Σημειώνεται ότι το 2019 – πριν την πανδημία – ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα αντιστοιχούσε στο 48% του διάμεσου μισθού, δηλαδή ήταν μισθός απόλυτης φτώχειας. Με βάση τα στοιχεία του ΟΟΣΑ το 60% του διάμεσου ακαθάριστου μισθού πλήρους απασχόλησης είναι 809 ευρώ.
Συνεπώς, στη χώρα μας ο τρέχων κατώτατος ονομαστικός μισθός θα πρέπει να αυξηθεί κατά 159 ευρώ για να εξασφαλίσει ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης.
Συλλογικές συμβάσεις
Περαιτέρω μείωση των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων και της σύναψης συλλογικών συμβάσεων, παρατηρήθηκε μέσα στο 2020. Κι αυτό παρά το γεγονός ότι από το Μάιο 2018 έχει επανέλθει η επεκτασιμότητας των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας, γεγονός που επίδρασε θετικά στις συλλογικές διαπραγματεύσεις
Κατά το 2020 υπογράφηκαν 14 κλαδικές – ομοιοεπαγγελματικές συμβάσεις, 174 επιχειρησιακές συμβάσεις και τρείς τοπικές ομοιοεπαγγελματικές συμβάσεις.
Με βάση την ετήσια έκθεση της Τράπεζα της Ελλάδος, οι 147 νέες επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις εργασίας αφορούν 85.463 μισθωτούς. Από αυτές, 35 συμβάσεις προβλέπουν αυξήσεις μισθών, επτά προβλέπουν μείωση, ενώ στις υπόλοιπες οι αποδοχές παραμένουν αμετάβλητες.
Σύμφωνα με την έκθεση του Ινστιτούτου τα στοιχεία δείχνουν ότι είναι επιβεβλημένη η ενίσχυση των θεσμών προστασίας της αγοράς εργασίας, και συγκεκριμένα του κατώτατου μισθού και των συλλογικών συμβάσεων εργασίας.
Η ελληνική οικονομία αφενός δεν δημιουργεί επαρκείς θέσεις απασχόλησης, παρατηρείται εντατικοποίηση της εργασίας, ενώ οι μισθοί είναι χαμηλής αγοραστικής δύναμης.