Προδικαστικά ερωτήματα από το Εφετείο Αθηνών για τη διακριτική μισθολογική μεταχείριση σε βάρος εργαζομένων με συμβάσεις ορισμένου χρόνου
Την εισαγωγή ενώπιόν μίας νέας υπόθεσης (C-133/21 VP κ.λπ. κατά Ελληνικού Δημοσίου) αναφορικά με τη διακριτική μισθολογική μεταχείριση σε βάρος εργαζομένων με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, ανακοίνωσε το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Όπως αναφέρεται στη σχετική ανακοίνωση, η οδηγία 1999/70/ΕΚ για την εργασία ορισμένου χρόνου, που μεταφέρθηκε στο ελληνικό δίκαιο με το προεδρικό διάταγμα 164/2004, στοχεύει στην αποτροπή της καταχρηστικής χρησιμοποίησης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου.
Για την εξασφάλιση της προσαρμογής στην οδηγία, στο Π.Δ. περιλήφθηκαν μεταβατικές διατάξεις που προβλέπουν την υπό προϋποθέσεις και κατόπιν υποβολής αίτησης μετατροπή των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε σύμβαση αορίστου χρόνου1.
Οι VP κ.λπ. εργάζονταν μέχρι τον Ιούνιο του 2009 στο Ελληνικό Δημόσιο ως καθαριστές σχολείων πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, αρχικά με διαδοχικές συμβάσεις εργασίας που το Ελληνικό Δημόσιο χαρακτήριζε ως συμβάσεις «μίσθωσης έργου», και, από τον Δεκέμβριο του 2006 και τον Ιανουάριο του 2007 με συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, καθόσον συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις υπαγωγής τους στις μεταβατικές διατάξεις του ως άνω Π.Δ..
Σύμφωνα με τους πρώην εργαζόμενους, ο χαρακτηρισμός των σχέσεων εργασίας ως «μίσθωσης έργου» έγινε καταχρηστικά, καθώς υπέκρυπταν σχέσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου με τις οποίες καλύπτονταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες.
Οι VP κ.λπ. στράφηκαν ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων προκειμένου το Ελληνικό Δημόσιο να τους καταβάλει για τα έτη 2001 έως 2008 τις διαφορές αποδοχών2 συγκριτικά με τις νόμιμες αποδοχές για αντίστοιχους εργαζόμενους του Ελληνικού Δημοσίου.
Υποστηρίζουν ότι παράνομα δεν τους χορηγούνταν αποδοχές (α) για το διάστημα απασχόλησής τους με συμβάσεις χαρακτηριζόμενες ως «μίσθωσης έργου» και (β) για το διάστημα από την κατάταξή τους σε θέσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και εξής με την αιτιολογία ότι ο χρόνος απασχόλησής τους με συμβάσεις χαρακτηριζόμενες ως «μίσθωσης έργου» δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη για τη μισθολογική τους εξέλιξη, καθόσον η σχετική προϋπηρεσία δεν διανύθηκε υπό καθεστώς εξαρτημένης εργασίας.
Στον πρώτο βαθμό η αγωγή απορρίφθηκε στο σύνολό της, ενώ στον δεύτερο βαθμό έγινε δεκτή εν μέρει από το Εφετείο Αθηνών.
Στην συνέχεια, ο Άρειος Πάγος αναίρεσε την απόφαση του Εφετείου Αθηνών κατά το μέρος που επιδίκασε τις μη δικαιούμενες διαφορές αποδοχών για το πριν από την κατάταξη των πρώην εργαζομένων σε οργανικές θέσεις διάστημα και παρέπεμψε την υπόθεση στο Eφετείο Αθηνών. Το τελευταίο δικαστήριο αποφάσισε να θέσει ενώπιον του ΔΕΕ τα εξής προδικαστικά ερωτήματα:
Είναι σύμφωνη με την οδηγία 1999/70/ΕΚ εθνική ρύθμιση:
- που επιβάλλει την διακριτική μισθολογική μεταχείριση σε βάρος εργαζομένων με ορισμένου χρόνου συμβάσεις σε σχέση με τον συγκρίσιμο εργαζόμενο αορίστου χρόνου, με μοναδικό κριτήριο διαφοροπoίησης ότι η σύμβασή τους χαρακτηρίζεται από τον εργοδότη ή τον νόμο ως σύμβαση έργου ορισμένου χρόνου;
- με την οποία δικαιολογείται η διακριτική μισθολογική μεταχείριση εργαζομένων επειδή παρείχαν την εργασία τους με ορισμένου χρόνου συμβάσεις, εν γνώσει ότι καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εργοδότη;
- 1.Βλ. άρθρο 11 Π.Δ. 164/2004 «Ρυθμίσεις για τους εργαζομένους με συμβάσεις ορισμένου χρόνου στο δημόσιο τομέα.» (ΦΕΚ 134/Α’/19-7-2004)
- 2.[2] Όπως καθορίζονται μεταξύ άλλων στο Ν. 3205/2003 «Μισθολογικές ρυθμίσεις λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α., μονίμων στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και αντιστοίχων της Ελληνικής Αστυνομίας, του Πυροσβεστικού και Λιμενικού Σώματος και άλλες συναφείς διατάξεις.» (ΦΕΚ 297/Α’/23-12-2003)