Στη συζήτηση για το διεθνές οικονομικό σύστημα διαρκώς επιστρέφει το ερώτημα πιο προστατευτικών μέτρων
Παναγιώτης Σωτήρης 21.06.2021 | 16:06
Για αρκετές δεκαετίες η ρητορική του «ελεύθερου εμπορίου» είχε κυριαρχήσει. Θεωρήθηκε ότι η ελεύθερη κίνηση εμπορευμάτων ήταν αναγκαία συνθήκη της οικονομικής προόδου και της ανάπτυξης. Μεγάλες οικονομικές ολοκληρώσεις όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και σημαντικές εμπορικές συμφωνίες στηρίχτηκαν στην αντίληψη ότι οι πρέπει να αρθούν τα εμπόδια, δασμολογικά και μη στο διεθνές εμπόριο.
Στο ίδιο φόντο, αρχές που είχαν θεωρηθεί κάποτε αυτονόητες, όπως ήταν η προσπάθεια για ισχυρή βιομηχανική υποδομή στο εσωτερικό κάθε οικονομίας άρχισαν να αντιμετωπίζονται ως παρωχημένες. Η μεταποίηση έπρεπε κατά κάποιον τρόπο να «απεδαφικοποιηθεί» και να αναζητήσει το φτηνότερο κόστος εργασίας και τις πιο ευνοϊκές συνθήκες για επενδύσεις, ενώ στις παλιές βιομηχανικές μητροπόλεις η απασχόληση έπρεπε να στραφεί προς τις υπηρεσίες ή τον χρηματοοικονομικό τομέα.
Οι μεγάλες αλλαγές στις μεταφορές και τα logistics υπόσχονταν αδιατάρακτες εφοδιαστικές αλυσίδες (και ιδιαίτερα κερδοφόρες τελικά αλυσίδες αξίας). Μάλιστα, όπως διαπιστώθηκε μάλλον οδυνηρά στις αρχές της πανδημίας, ακόμη και η έννοια των στρατηγικών αποθεμάτων άρχισε να αναθεωρείται, με αποτέλεσμα οι χώρες να αναζητούν αγωνιωδώς μάσκες και προστατευτικό εξοπλισμό που όχι μόνο είχαν σταματήσει να παράγουν, αλλά ακόμη και να διατηρούν σε επαρκές απόθεμα.
Το παγκόσμιο εμπόριο ποτέ δεν ήταν εντελώς ελεύθερο
Βεβαίως στην πραγματικότητα και παρά τη δημιουργία του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου και όλων των θεσμών που συνδέονται με αυτό, το διεθνές εμπόριο ποτέ δεν ήταν εντελώς ελεύθερο.
Αντίθετα, οι χώρες προσπαθούσαν άμεσα ή έμμεσα να ενισχύουν διάφορους κλάδους, ιδίως σε κρίσιμες βιομηχανίες που μπορεί να είχαν ταυτιστεί με τις κάθε λογής «προβολές ισχύος». Αυτό εξηγεί για παράδειγμα τις μεγάλες και δύσκολες διαπραγματεύσεις ανάμεσα στην ΕΕ και τις ΗΠΑ για μια συνολική συμφωνία για το εμπόριο και τις επενδύσεις, ή μακρόχρονες διαμάχες όπως αυτή που αφορούσε τις επιδοτήσεις στην Boeing και την Airbus.
Αντίστοιχα, οι συνθήκες που έκαναν διάφορες χώρες να γίνονται ελκυστικές για επενδύσεις ή τις μετέτρεπαν σε παγκόσμια μεταποιητικά κέντρα, ήταν αποτέλεσμα πολιτικών επιλογών και παρεμβάσεων. Είτε αυτών που κρατούσαν χαμηλά τις αμοιβές των εργαζομένων, είτε αυτών που εξασφάλιζαν υποδομές, είτε αυτές που διαμόρφωναν τις «ειδικές οικονομικές ζώνες».
Η αμερικανική μετατόπιση
Παρότι οι ΗΠΑ ποτέ δεν ήταν ακριβώς ένα πρότυπο χώρας ελεύθερου εμπορίου είναι γεγονός ότι για ένα μεγάλο διάστημα πρωτοστάτησε στην απελευθέρωση των ροών εμπορευμάτων και κεφαλαίων.
Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια ο τόνος έχει αλλάξει. Η διάχυτη αίσθηση ότι η «παγκοσμιοποίηση» είναι ένας μηχανισμός που οδηγεί στην αποβιομηχάνιση και την απώλεια θέσεων εργασίας, άρχισε να γίνεται τμήμα του πολιτικού mainstream.
Και παρότι σε μεγάλο βαθμό η επιστροφή ενός αμερικανικού προστατευτισμού θεωρήθηκε ότι αποτυπώνεται κυρίως στην ρητορική “America First” που χρησιμοποίησε ο Ντόναλντ Τραμπ – που άλλωστε πήρε και την επιλογή της αποχώρησης των ΗΠΑ από τις διαπραγματεύσεις για μεγάλες συμφωνίες διεθνούς εμπορίου και επενδύσεων –, εντούτοις και οι Δημοκρατικοί είχαν από χρόνια υιοθετήσει την τοποθέτηση ότι πρέπει να διασωθούν οι θέσεις εργασίας στις ΗΠΑ.
Ακόμη και τα βήματα που έγιναν σε σχέση με τις βιομηχανίες κατασκευής αεροσκαφών, είχαν περισσότερο τον χαρακτήρα της παραδοχής της υπάρχουσας κατάστασης παρά μιας μεγαλύτερης φιλελευθεροποίησης.
Αυτό αποτυπώθηκε και στη ρητορική του ανακοινωθέντος των G7 στη φραστική ακροβασία της διεκδίκησης ενός «πιο ελεύθερου και πιο δίκαιου εμπορίου». Γιατί είναι προφανές ότι το «πιο δίκαιο» παραπέμπει σε παρεμβάσεις που είναι στην πραγματικότητα αντίθετες προς μια «ορθόδοξη» σύλληψη του «ελεύθερου εμπορίου».
Διαφορετικές χώρες – διαφορετικές προτεραιότητες
Βεβαίως σε όλα αυτά πρέπει να προστεθεί και μια διάσταση ακόμη. Οι χώρες που είναι πιο μεγάλες, με μεγαλύτερο βάθος της παραγωγικής βάσης και της εσωτερικής αγοράς, έχουν την τάση να εξαρτώνται λιγότερο από το διεθνές εμπόριο τους. Αυτό εξηγεί γιατί π.χ. για τις ΗΠΑ ο λόγος του διεθνούς εμπορίου στα αγαθά και τις υπηρεσίες προς το ΑΕΠ είναι μικρότερος και του παγκόσμιου μέσου όρου και χωρών όπως η Γερμανία. Αντίθετα, άλλες χώρες είναι μικρότερες αλλά με πολύ μεγαλύτερο διεθνές εμπόριο. Αυτό μπορεί να εξηγήσει και διαφορετικές στάσεις απέναντι στην απελευθέρωση του παγκόσμιου εμπορίου.
Βέβαια το γεγονός ότι οι ΗΠΑ εμφανώς έχουν μικρότερη έκθεση στο διεθνές εμπόριο σε σχέση με άλλες εξηγεί ότι οι απώλειες θέσεων εργασίας ή η κρίση τμημάτων της αμερικανικής μεταποίησης τις προηγούμενες δεκαετίες είχε να κάνει περισσότερο με τις ίδιες τις δυναμικές και αντιφάσεις της αμερικανικής οικονομίας, ή με τη μετατόπιση του επενδυτικού ενδιαφέροντος σε άλλους κλάδους, παρά με τον ανταγωνισμό από την Κίνα και την παγκοσμιοποίηση.
Οι προκλήσεις του μέλλοντος
Το τελευταίο διάστημα επανέρχεται μια συζήτηση ότι θα πρέπει να αποφευχθεί ο κίνδυνος του προστατευτισμού και να διατηρηθεί μια τροχιά «ελεύθερου εμπορίου». Όμως, την ίδια στιγμή η ιδιότυπη δυτική συστράτευση σε μια κατεύθυνση κυρώσεων προς την Κίνα ή τη Ρωσία (που επεκτείνονται και σε εταιρείες που συναλλάσσονται μαζί τους), ή η προσθήκη ζητημάτων ανθρωπίνων δικαιωμάτων στα ζητήματα εμπορίου, σηματοδοτούν αντικειμενικά αποκλίσεις από τη λογική μιας απελευθέρωσης του «διεθνούς εμπορίου». Το ίδιο και μια συνολικότερη κατεύθυνση για «αποσύνδεση» ανάμεσα σε δυτικές και «ευρασιατικές» οικονομίες.
Και βέβαια ζητήματα όπως η κλιματική αλλαγή, που εκ των πραγμάτων θα πιέσουν την κλίμακα των διεθνών μεταφορών και θα επιτείνουν την τάση για πιο «τοπική παραγωγή» με καλύτερο «περιβαλλοντικό αποτύπωμα», εκ των πραγμάτων θα αποτελέσουν αντίρροπές τάσεις προς μια γενική επέκταση του διεθνούς εμπορίου.