ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΕΥΡΕΙΑΣ ΣΥΝΘΕΣΗΣ
Kurt κατά Αυστρίας της 15.6.2021 (αριθ. 62903/15)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Δικαίωμα στη ζωή και ενδοοικογενειακή βία. Καταγγελία της προσφεύγουσας ότι οι αυστριακές αρχές δεν κατάφεραν να προστατεύσουν την ίδια και τα παιδιά της από τον βίαιο σύζυγό της, που είχε ως αποτέλεσμα τη δολοφονία του γιου τους. Το παιδί δέχτηκε σφαίρα στο κεφάλι από τον πατέρα του, ο οποίος στη συνέχεια αυτοκτόνησε.
Στην απόφαση αυτή, το Δικαστήριο διευκρίνισε για πρώτη φορά τις γενικές αρχές που εφαρμόζονται σε υποθέσεις ενδοοικογενειακής βίας σύμφωνα με το άρθρο 2 της ΕΣΔΑ. Αναφέρθηκε στις εν λόγω αρχές στο «τεστ Osman» (Osman κατά Ηνωμένου Βασιλείου της 28ης Οκτωβρίου 1998). Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι οι αρχές έπρεπε να δώσουν άμεση απάντηση σε ισχυρισμούς ενδοοικογενειακής βίας και ότι απαιτείται ειδική επιμέλεια για την αντιμετώπιση τέτοιων περιπτώσεων. Οι αρχές έπρεπε να εξακριβώσουν εάν υπήρχε πραγματικός και άμεσος κίνδυνος για τη ζωή ενός ή περισσότερων αναγνωρισμένων θυμάτων. Για το σκοπό αυτό είχαν την υποχρέωση να πραγματοποιήσουν μια εκτίμηση κινδύνου που να είναι ανεξάρτητη, προληπτική και λεπτομερής. Έπρεπε να εκτιμήσουν την πραγματικότητα και την αμεσότητα του κινδύνου λαμβάνοντας υπόψη το ιδιαίτερο πλαίσιο των περιπτώσεων ενδοοικογενειακής βίας. Εάν το αποτέλεσμα της εκτίμησης κινδύνου ήταν ότι υπήρχε πραγματικός και άμεσος κίνδυνος για τη ζωή, υπήρχε υποχρέωση των αρχών να λαμβάνουν προληπτικά μέτρα. Τα μέτρα αυτά έπρεπε να είναι επαρκή και ανάλογα με το επίπεδο του κινδύνου που αξιολογήθηκε.
Το Στρασβούργο συμφώνησε με την κυβέρνηση ότι, βάσει των όσων γνώριζαν οι αρχές κατά τον κρίσιμο χρόνο, δεν υπήρχαν ενδείξεις για πραγματικό και άμεσο κίνδυνο βίας εναντίον του γιου της προσφεύγουσας εκτός των χώρων που είχαν εκδοθεί περιοριστικά μέτρα, πόσο μάλλον θανατηφόρος κίνδυνος. Η εκτίμηση των αρχών είχε εντοπίσει ότι δεν υπήρχε θανατηφόρος κίνδυνος για τα παιδιά στο πλαίσιο της ενδοοικογενειακής βίας που διαπράχθηκε από τον πατέρα, πρωταρχικός στόχος του οποίου ήταν η προσφεύγουσα. Τα μέτρα που διατάχθηκαν από τις αρχές φαίνεται να ήταν επαρκή για τον περιορισμό τυχόν κινδύνου περαιτέρω βίας κατά των παιδιών και οι αρχές έλαβαν με τρόπο διεξοδικό και ευσυνείδητο τρόπο όλα τα απαραίτητα μέτρα. Δεν διαπιστώθηκε πραγματικός και άμεσος κίνδυνος επίθεσης εναντίον της ζωής των παιδιών. Ως εκ τούτου, στις συγκεκριμένες συνθήκες, δεν υπήρχε υποχρέωση των αρχών να λάβουν περαιτέρω προληπτικά μέτρα ειδικά για τα παιδιά της προσφεύγουσας, είτε σε ιδιωτικούς, είτε δημόσιους χώρους, όπως η έκδοση περιοριστικών μέτρων στο σχολείο.
Λαμβάνοντας υπόψη τις απαιτήσεις του αυστριακού ποινικού δικαίου και εκείνες που απορρέουν από το άρθρο 5 της ΕΣΔΑ για την προστασία των δικαιωμάτων των κατηγορουμένων, το Δικαστήριο δεν βρήκε κανένα λόγο να αμφισβητήσει τα ευρήματα των αυστριακών δικαστηρίων, τα οποία είχαν αποφασίσει να μην διατάξουν την προσωρινή κράτηση του συζύγου. Σε κάθε περίπτωση το ΕΔΔΑ επανέλαβε ότι σύμφωνα με το άρθρο 5 δεν επιτρέπεται η κράτηση, εκτός εάν είναι σύμφωνη με την εθνική νομοθεσία.
Το ΕΔΔΑ έκρινε, με δέκα ψήφους έναντι επτά, ότι δεν υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος στη ζωή (άρθρο 2 ΕΣΔΑ).
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 2
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Η προσφεύγουσα, Senay Kurt, είναι υπήκοος της Αυστρίας η οποία γεννήθηκε το 1978 και ζει στο Unterwagram (Αυστρία). Η προσφεύγουσα παντρεύτηκε τον Ε. το 2003. Απέκτησαν δύο παιδιά, τον Α., ο οποίος γεννήθηκε το 2004 και τον Β., ο οποίος γεννήθηκε το 2005.
Στις 10 Ιουλίου 2010, η προσφεύγουσα κάλεσε την αστυνομία και ανέφερε ότι ο σύζυγός της την είχε ξυλοκοπήσει. Σύμφωνα με το άρθρο 38α του Αστυνομικού Νόμου περί Ασφάλειας, η αστυνομία παρέδωσε στην προσφεύγουσα ένα φυλλάδιο που την ενημέρωνε, μεταξύ άλλων, για τη δυνατότητα να ζητήσει ασφαλιστικά μέτρα κατά του συζύγου της.
Εκδόθηκαν ασφαλιστικά μέτρα σύμφωνα με το άρθρο 38α του Αστυνομικού Νόμου Ασφάλειας εναντίον του Ε.. Αυτή η διαταγή τον υποχρέωσε να μείνει μακριά για δεκατέσσερις ημέρες από το οικογενειακό διαμέρισμα, από το διαμέρισμα των γονέων της προσφεύγουσας και από τις περιοχές που περιβάλλουν και τους δύο. Η αστυνομία υπέβαλε μήνυση στην εισαγγελία, με αποτέλεσμα την ποινική δίωξη του Ε. στις 20 Δεκεμβρίου 2010
Στις 10 Ιανουαρίου 2011, το Περιφερειακό Ποινικό Δικαστήριο του Γκρατς καταδίκασε τον Ε. για σωματική βλάβη και για απειλή και τον καταδίκασε σε φυλάκιση τριών μηνών, με αναστολή για τρία χρόνια.
Στις 22 Μαΐου 2012 η προσφεύγουσα, συνοδευόμενη από τον δικηγόρο της από το Κέντρο Προστασίας από τη Βία, πήγε στο περιφερειακό δικαστήριο του St Pölten και υπέβαλε αίτηση διαζυγίου. Την ίδια ημέρα, στις 1.05 μ.μ., η προσφεύγουσα ανέφερε τον σύζυγό της στην αστυνομία για βιασμό και για επικίνδυνες απειλές.
Αφ’ ότου η προσφεύγουσα είχε αναφέρει το ζήτημα στην αστυνομία, δύο αστυνομικοί (ένας άνδρας και μια γυναίκα) τη μετέφεραν στην οικία της, όπου ήταν παρόντες ο Ε. και τα παιδιά. Ο Ε. ακολούθησε τους αστυνομικούς εθελοντικά στο αστυνομικό τμήμα, όπου ανακρίθηκε. Οι αστυνομικοί εξέδωσαν εντολή απαγόρευσης και περιοριστικά μέτρα εναντίον του Ε. που τον υποχρέωνε να εγκαταλείψει το οικογενειακό σπίτι και να του απαγορεύσει να περιφέρεται κοντά στο σπίτι αλλά και στις γύρω περιοχές για δύο βδομάδες. Επίσης δεν είχε το δικαίωμα να πλησιάσει το διαμέρισμα γονέων της προσφεύγουσας και τις γύρω περιοχές. Τα κλειδιά από το οικογενειακό του σπίτι κατασχέθηκαν.
Στις 6.10 μ.μ. το απόγευμα της 22ας Μαΐου 2012 η αστυνομία ενημέρωσε τον εισαγγελέα σχετικά με την κατάσταση με ένα τηλεφώνημα. Από 6.50 μ.μ. έως τις 7.25 μ.μ. τα παιδιά A. και B. ρωτήθηκαν από την αστυνομία στο σπίτι των παππούδων τους σχετικά με τη βία που είχαν υποστεί από τον πατέρα τους. Στις 11.20 μ.μ. ο αρμόδιος αστυνομικός έστειλε ηλεκτρονική έκθεση σχετικά με τα ευρήματα των ποινικών ερευνών σχετικά με τον σύζυγο της προσφεύγουσας προς τον εισαγγελέα, μαζί με αντίγραφα των ερωτήσεων και απαντήσεων της προσφεύγουσας, των παιδιών της και του Ε.
Στις 23 Μαΐου 2012, το Ομοσπονδιακό Αστυνομικό Τμήμα του St Pölten αξιολόγησε τη νομιμότητα της εντολής απαγόρευσης και των περιοριστικών μέτρων κατά του Ε. Διαπίστωσε ότι τα στοιχεία έδειξαν «συνεκτικά και οριστικά» ότι ο Ε. είχε χρησιμοποιήσει βία κατά της οικογένειάς του και ότι τα εν λόγω μέτρα ήταν επομένως νόμιμα.
Στις 24 Μαΐου 2012, στις 9 π.μ., ο Ε. πήγε στο αστυνομικό τμήμα με δική του πρωτοβουλία για να ρωτήσει αν θα ήταν δυνατόν να επικοινωνήσει με τα παιδιά του. Η αστυνομία εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία να τον ανακρίνει.
Μετά την προαναφερθείσα ανάκριση, επιβλήθηκαν πρόσθετες κατηγορίες εναντίον του E. για βασανιστήρια ή παραμέληση ανηλίκων, νέων ή ανυπεράσπιστων ατόμων, σύμφωνα με το άρθρο 92 του Ποινικού Κώδικα.
Στις 25 Μαΐου 2012 ο Ε. πήγε στο σχολείο του Α. και του Β. Ρώτησε τον δάσκαλο του A. αν μπορούσε να μιλήσει για λίγο με τον γιό του για να δώσει χρήματα. Η δασκάλα, η οποία αργότερα δήλωσε ότι δεν είχε ενημερωθεί για τα προβλήματα στην οικογένεια, συμφώνησε. Όταν ο Α. δεν επέστρεψε στην τάξη, ξεκίνησε να τον ψάχνουν. Τον βρήκε στο υπόγειο του σχολείου. Είχε δεχτείς σφαίρα στο κεφάλι. Η αδερφή του Β., η οποία είχε παρακολουθήσει τη σκηνή, δεν τραυματίστηκε. Ο Ε. είχε διαφύγει. Εκδόθηκε άμεσα ένταλμα σύλληψης κατά του Ε. Ο Α. νοσηλεύτηκε στην εντατική. Ο δικηγόρος της προσφεύγουσας από το Κέντρο για τη προστασία από τη βία δήλωσε ότι δεν είχε σκεφτεί ποτέ ότι ο Ε. Θα διαπράξει τέτοιο έγκλημα. Όπως και η δασκάλα είπε ότι δεν είχε παρατηρήσει ποτέ τραυματισμούς στο αγόρι ή άλλες ενδείξεις ότι αυτός θα μπορούσε να ήταν θύμα ενδοοικογενειακής βίας. Την ίδια ημέρα, στις 10.15 π.μ., ο Ε. Βρέθηκε νεκρός στο αυτοκίνητό του, έχοντας αυτοκτονήσει πυροβολώντας τον εαυτό του. Στις 27 Μαΐου 2012 ο Α. Υπέκυψε στους τραυματισμούς του και πέθανε.
Στις 11 Φεβρουαρίου 2014, η προσφεύγουσα κίνησε επίσημη διαδικασία αγωγής αποζημίωσης κατά του κράτους. Υποστήριξε ότι η Εισαγγελία θα έπρεπε να είχε ζητήσει να τεθεί υπό προσωρινή κράτηση ο E. στις 22 Μαΐου 2012, αφού τον είχε καταγγείλει στην αστυνομία και ότι υπήρχε πραγματικός και άμεσος κίνδυνος ότι αυτός θα απειλήσει και βιαιοπραγήσει κατά της οικογένειάς του. Κατά την άποψή της, θα έπρεπε να ήταν σαφές στις αρχές ότι τα περιοριστικά μέτρα και η εντολή προστασίας δεν προσφέρουν επαρκή προστασία.
Στις 14 Νοεμβρίου 2014, το περιφερειακό δικαστήριο του St Pölten απέρριψε την αγωγή της προσφεύγουσας. Η προσφεύγουσα άσκησε έφεση, επαναλαμβάνοντας τον ισχυρισμό της ότι η εισαγγελία έπρεπε να γνωρίζει ότι υπήρχε αυξημένος κίνδυνος περαιτέρω βίαιων πράξεων από τον Ε. αφού είχε υποβάλει αίτηση για διαζύγιο.
Στις 30 Ιανουαρίου 2015, το Εφετείο της Βιέννης απέρριψε την έφεσή της. Βρήκε ότι, για τους λόγους που έχει ήδη εκδοθεί από το περιφερειακό δικαστήριο του St Pölten, δεν υπήρχαν επαρκώς συγκεκριμένοι λόγοι που να τεκμηριώνουν τέτοιο κίνδυνο, ιδίως σε δημόσιο χώρο. Στις 23 Απριλίου 2015 το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε αναίρεση από την προσφεύγουσα.
Βασιζόμενη στα άρθρα 2 (δικαίωμα στη ζωή), 3 (απαγόρευση απάνθρωπης ή ταπεινωτικής μεταχείρισης) και 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, η προσφεύγουσα παραπονέθηκε ότι οι αυστριακές αρχές δεν κατάφεραν να προστατεύσουν την ίδια και τα παιδιά της από τον βίαιο σύζυγό της. Υποστήριξε ότι είχε ενημερώσει συγκεκριμένα την αστυνομία ότι φοβόταν για τις ζωές των παιδιών της.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 2
Το ΕΔΔΑ σημείωσε ότι το ζήτημα της ενδοοικογενειακής βίας – το οποίο θα μπορούσε να λάβει διάφορες μορφές, σωματική επίθεση σεξουαλική, οικονομική, συναισθηματική ή λεκτική κακοποίηση – δεν εκτείνεται σε μια μεμονωμένη περίπτωση. Ήταν ένα γενικό πρόβλημα που επηρέασε, σε διαφορετικό βαθμό, όλα τα κράτη μέλη και που δεν εμφανίζονταν πάντα στη δημόσια σφαίρα, δεδομένου ότι συχνά γινόταν μέσα σε προσωπικές σχέσεις ή σε κλειστά κυκλώματα και επηρέασαν διαφορετικά μέλη της οικογένειας, αν και οι γυναίκες αποτελούσαν τη συντριπτική πλειοψηφία των θυμάτων. Τα παιδιά που ήταν θύματα ενδοοικογενειακής βίας ήταν ιδιαίτερα ευάλωτα άτομα και είχαν δικαίωμα στην κρατική προστασία, με τη μορφή αποτελεσματικής αποτροπής, ενάντια σε τέτοιες σοβαρές παραβιάσεις της προσωπικής ακεραιότητας, ιδίως ως συνέπεια της θετικής υποχρέωσης των κρατών βάσει του άρθρου 2 της σύμβασης.
Το ΕΔΔΑ επανέλαβε εξαρχής ότι οι αρχές έπρεπε να απαντήσουν άμεσα στους ισχυρισμοί για ενδοοικογενειακή βία και ότι απαιτείται ειδική επιμέλεια από αυτές για την αντιμετώπιση τέτοιων περιπτώσεων. Όπου είχε διαπιστώσει ότι οι αρχές είχαν αποτύχει να ενεργήσουν αμέσως μετά από καταγγελία για ενδοοικογενειακή βία, το Δικαστήριο είχε κρίνει ότι αυτή η παράλειψη δράσης στερούσε την καταγγελία οποιασδήποτε αποτελεσματικότητας, δημιουργώντας μια κατάσταση ατιμωρησίας που ευνοεί την επανάληψη των πράξεων βίας.
Για να είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε αν υπήρχε πραγματικός και άμεσος κίνδυνος για τη ζωή ενός θύματος ενδοοικογενειακής βίας, οι αρχές είχαν την υποχρέωση να αξιολογήσουν τον κίνδυνο θανάτου, εκτίμηση η οποία ήταν ανεξάρτητη, προληπτική και λεπτομερής. Η ύπαρξη ενός πραγματικού και άμεσου κινδύνου για τη ζωή έπρεπε να εκτιμηθεί λαμβάνοντας δεόντως υπόψη το ιδιαίτερο πλαίσιο της ενδοοικογενειακής βίας. Σε μια τέτοια κατάσταση ήταν πρωτίστως ζήτημα να ληφθεί υπόψη η επανάληψη των διαδοχικών επεισοδίων βίας εντός της οικογενειακής οικίας. Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι τα άτομα με ιστορικό ενδοοικογενειακής βίας παρουσίαζαν σημαντικό κίνδυνο περαιτέρω βίας, μερικές φορές δυνητικά θανατηφόρα στη φύση της. Θεώρησε ότι η χρήση τυποποιημένων λιστών ελέγχου που υποδεικνύουν συγκεκριμένους παράγοντες κινδύνου θα μπορούσαν να συμβάλουν στην πληρότητα της εκτίμησης κινδύνου από τις αρχές. Το δικαστήριο αναγνώρισε ότι ήταν σημαντικό για τις αρχές που ασχολούνται με τα θύματα ενδοοικογενειακής βίας να εκπαιδεύονται τακτικά προκειμένου να κατανοήσουν τη δυναμική της ενδοοικογενειακής βίας, επιτρέποντάς τους έτσι να αξιολογούν καλύτερα τυχόν υπάρχοντες κινδύνους, να ανταποκρίνονται κατάλληλα και να διασφαλιστεί η άμεση προστασία των θυμάτων. Εάν οι αρχές αποδείξουν ότι υπήρχε πραγματικός και άμεσος κίνδυνος για τη ζωή ενός ή περισσότερων αναγνωρισμένων ατόμων, είχαν θετική υποχρέωση να αναλάβουν επιχειρησιακά μέτρα. Όσον αφορά τα προληπτικά μέτρα, το Δικαστήριο τόνισε ότι τέτοια μέτρα πρέπει να προσφέρουν επαρκή και αποτελεσματική προστασία στον κίνδυνο της ζωής, παραμένοντας σε συμμόρφωση με τις υπόλοιπες υποχρεώσεις των κρατών βάσει της Σύμβασης.
Το ΕΔΔΑ επανέλαβε ότι για να είναι επιτρεπτό σύμφωνα με το άρθρο 5 της ΕΣΔΑ, οποιοδήποτε στέρηση της ελευθερίας έπρεπε να είναι τόσο νόμιμη βάσει του εσωτερικού δικαίου του κράτους όσο και σύμφωνη με τους εξαντλητικά αριθμημένους λόγους κράτησης που αναφέρονται στην παράγραφο 1 της εν λόγω διάταξης.
Στο πλαίσιο αυτό, το ΕΔΔΑ επανέλαβε, πρώτον, ότι για τους σκοπούς του άρθρου 5 παράγραφος 1 στοιχείο β) η υποχρέωση μη διάπραξης ποινικού αδικήματος θα μπορούσε να θεωρηθεί «συγκεκριμένη και απτή» μόνο εάν ο τόπος και η στιγμή της επικείμενης διάπραξης του αδικήματος και των πιθανών θυμάτων ή θυμάτων του ήταν επαρκώς καθορισμένα. Δεύτερον, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι το δεύτερο σκέλος του άρθρου 5 παράγραφος 1 στοιχείο γ) (κράτηση απαραίτητη για να αποτραπεί ένα άτομο από τη διάπραξη αδικήματος) που εφαρμόζεται για προληπτική κράτηση εκτός ποινικής διαδικασίας. Ωστόσο, στο πλαίσιο του δεύτερου σκέλους, το Δικαστήριο είχε προηγουμένως κρίνει ότι αυτή η διάταξη δεν επέτρεπε τη πολιτική γενικής πρόληψης κατά των ατόμων που θεωρούνταν από τις αρχές ως επικίνδυνα ή έχουν την τάση να διαπράττουν παράνομες πράξεις. Αυτός ο λόγος κράτησης δεν επέτρεπε παρά στα Συμβαλλόμενα Κράτη τα μέσα για την πρόληψη συγκεκριμένου αδικήματος όσον αφορά, ιδίως, τον τόπο και την ώρα της διάπραξης του αδικήματος και των πιθανών θυμάτων της. Στη νομολογία του, το Δικαστήριο ενέκρινε τέτοια κράτηση για προληπτικούς σκοπούς μόνο για πολύ μικρές χρονικές περιόδους (τέσσερις ώρες στην απόφασή του στο Ostendorf, και οκτώ ώρες με την απόφασή του στα S., V. και A.). Τρίτον, όσον αφορά το πρώτο σκέλος του άρθρου 5 παρ. 1 στοιχείο γ), το οποίο διέπει την προσωρινή κράτηση, το Δικαστήριο επανέλαβε ότι αυτή η διάταξη θα μπορούσε να εφαρμοστεί μόνο στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας που σχετίζεται με αδίκημα που είχε ήδη διαπραχθεί.
Όσον αφορά τις αποφάσεις σχετικά με την προσωρινή κράτηση σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 1 στοιχείο γ), το Δικαστήριο σημείωσε ότι η προσωρινή κράτηση δεν θα μπορούσε ποτέ να χρησιμοποιηθεί ως καθαρά προληπτικό μέτρο. Η στέρηση της ελευθερίας για το λόγο αυτό απαιτούσε πάντα επαρκή βάση στο εσωτερικό δίκαιο. Η αποτυχία εκπλήρωσης των εγχώριων προτύπων για την προσωρινή κράτηση δεν απαλλάσσει τις αρχές από την ευθύνη τους να υιοθετήσουν άλλα μέτρα εντός του πεδίου των αρμοδιοτήτων τους που να ανταποκρίνονται επαρκώς στο βαθμό κινδύνου.
Το Δικαστήριο τόνισε εξαρχής ότι στην παρούσα υπόθεση, σε αντίθεση με πολλές άλλες εσωτερικές υποθέσεις ενοδοικογενειακής βίας ή φυλετικής βίας ενώπιόν του, δεν υπήρξε καθυστέρηση ή αδράνεια εκ μέρους των εθνικών αρμόδιων αρχών να ανταποκριθούν στους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας.
Στις παρατηρήσεις της, η προσφεύγουσα δεν παραπονέθηκε για καθυστέρηση ή αδράνεια εκ μέρους των αρχών, αλλά μάλλον για την επιλογή των ληφθέντων μέτρων.
Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, οι αρχές είχαν λάβει δεόντως υπόψη το ιδιαίτερο πλαίσιο της ενδοοικογενειακής βίας και είχαν επιδείξει την απαιτούμενη ειδική επιμέλεια στην άμεση ανταπόκρισή τους στους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας για ενδοοικογενειακή βία.
Όσον αφορά την εκτίμηση των κινδύνων από τις αρχές, το Δικαστήριο έκρινε, πρώτον, ότι οι τελευταίες είχαν διενεργήσει την αξιολόγησή τους ανεξάρτητα και με προληπτικά. Η αστυνομία δεν βασίστηκε απλώς στην εκδοχή των γεγονότων που παρέσχε η προσφεύγουσα, αλλά βάσισαν την αξιολόγησή τους σε πολλούς άλλους παράγοντες και αποδεικτικά στοιχεία. Την ημέρα που η προσφεύγουσα είχε καταγγείλει τη βία, η αστυνομία είχε ανακρίνει όλα τα άμεσα εμπλεκόμενα πρόσωπα, δηλαδή την προσφεύγουσα, τον σύζυγό της και τα παιδία τους. Είχαν καταρτίσει λεπτομερή αρχεία των δηλώσεών τους και είχαν λάβει στοιχεία με τη μορφή φωτογραφιών των ορατών τραυματισμών που υπέστη η προσφεύγουσα. Η προσφεύγουσα είχε επίσης υποβληθεί σε ιατρική εξέταση. Επιπλέον, η αστυνομία είχε πραγματοποιήσει μια διαδικτυακή αναζήτηση των αρχείων σχετικά με τις προηγούμενες περιοριστικές εντολές που εκδόθηκαν εναντίον του Ε. Είχαν επίσης ελέγξει εάν υπήρχαν όπλα καταχωρημένα στο όνομα του συζύγου της προσφεύγουσας. Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι ήταν σημαντικό για τις αρχές να ελέγξουν εάν ένας φερόμενος βίαιος δράστης είχε πρόσβαση ή είχε στην κατοχή του πυροβόλα όπλα.
Δεύτερον, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η εκτίμηση επικινδυνότητας που διενήργησε η αστυνομία είχε λάβει υπόψη τους σημαντικούς γνωστούς παράγοντες κινδύνου σε αυτό το πλαίσιο, όπως φαίνεται από την έκθεση που συνέταξαν. Είχαν λάβει υπόψη τις περιστάσεις στις οποίες είχε αναφερθεί βιασμός, όπου η προσφεύγουσα είχε ορατά σημάδια βίας με τη μορφή αιματωμάτων, ότι ήταν δακρυσμένη και πολύ φοβισμένη, είχε υποστεί απειλές και ότι τα παιδιά είχαν επίσης υποστεί βία. Η αστυνομία είχε σημειώσει έναν αριθμό άλλων σχετικών παραγόντων κινδύνου, δηλαδή γνωστά καταγεγραμμένες πράξεις βίας, παράγοντες άγχους όπως ανεργία, διαζύγιο. Επίσης είχαν λάβει υπόψη τη συμπεριφορά του Ε. και είχαν σημειώσει ότι δεν υπήρχαν όπλα στο όνομά του. Το δικαστήριο θεώρησε ότι, προσδιορίζοντας τους παραπάνω ειδικούς παράγοντες, οι αρχές είχαν αποδείξει ότι είχαν λάβει δεόντως υπόψη το πλαίσιο της ενδοοικογενειακής βίας της υπόθεσης κατά την αξιολόγηση του κινδύνου.
Με βάση τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία, οι αρχές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η προσφεύγουσα κινδύνευε να υποστεί περαιτέρω βία, και είχε εκδώσει περιοριστικά μέτρα εναντίον του E. σύμφωνα με το άρθρο 38α του νόμου περί αστυνομικής ασφαλείας. Αστυνομικοί με σημαντική σχετική εμπειρία και εκπαίδευση είχαν συμμετάσχει στη διενέργεια αυτής της εκτίμησης. Ενώ ήταν αλήθεια ότι δεν υπήρξε ξεχωριστή εκτίμηση κινδύνου σε σχέση με τα παιδιά, το Δικαστήριο θεώρησε βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών κατά τη σχετική στιγμή, ότι αυτό δεν θα άλλαζε την κατάσταση.
Το Δικαστήριο δεν διαπίστωσε κανέναν λόγο να αμφισβητήσει την εκτίμηση των αρχών ότι, βάσει των πληροφοριών που είχαν στη διάθεσή τους την κατάλληλη στιγμή, δεν φαίνεται πιθανό ο Ε. να αποκτήσει πυροβόλο όπλο, να πάει στο σχολείο των παιδιών του και να αφαιρέσει τη ζωή του γιου του σε μια τόσο γρήγορη κλιμάκωση των γεγονότων.
Το Δικαστήριο συμφώνησε με την κυβέρνηση ότι, βάσει των όσων γνώριζαν οι αρχές κατά τον κρίσιμο χρόνο, δεν υπήρχαν ενδείξεις για πραγματικό και άμεσο κίνδυνο περαιτέρω βίας εναντίον του γιου της προσφεύγουσας εκτός των περιοχών για τις οποίες είχε εκδοθεί εντολή απαγόρευσης/περιοριστικά μέτρα, πόσο μάλλον κίνδυνος θνησιμότητας. Η εκτίμηση των αρχών δεν είχε εντοπίσει ότι υπήρχε θανατηφόρος κίνδυνος για τα παιδιά στο πλαίσιο της ενδοοικογενειακής βίας που διαπράχθηκε από τον πατέρα, πρωταρχικός στόχος του οποίου ήταν η προσφεύγουσα. Τα μέτρα που διατάχθηκαν από τις αρχές φαίνεται να ήταν επαρκή για τον περιορισμό τυχόν κινδύνου περαιτέρω βίας κατά των παιδιών και οι αρχές ήταν διεξοδικές και λεπτομερείς για τη λήψη όλων των απαραίτητων προστατευτικών μέτρων. Δεν υπάρχει πραγματικός και άμεσος κίνδυνος επίθεσης κατά της ζωής των παιδιών. Επομένως, δεν υπήρχε καμία υποχρέωση οι αρχές να επιβάλλουν περαιτέρω προληπτικά μέτρα σχετικά με τα παιδιά της προσφεύγουσας, είτε σε ιδιωτικούς είτε σε δημόσιους χώρους, όπως η έκδοση περιοριστικών μέτρων σε σχέση με το σχολείο. Λαμβάνοντας υπόψη τις απαιτήσεις του αυστριακού ποινικού δικαίου και αυτά που απορρέουν από το άρθρο 5 της Σύμβασης για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των κατηγορουμένων, το Δικαστήριο δεν βρήκε κανένα λόγο να αμφισβητήσει τα πορίσματα των αυστριακών δικαστηρίων, τα οποία είχαν αποφασίσει να μην διατάξουν την προσωρινή κράτηση του E. Συναφώς, το Δικαστήριο επανέλαβε ότι σύμφωνα με το άρθρο 5 δεν επιτρέπεται κράτηση εκτός εάν ήταν σύμφωνη με την εθνική νομοθεσία.
Οι αρχές είχαν επιδείξει την απαιτούμενη επιμέλεια για να ανταποκριθούν γρήγορα στους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας για ενδοοικογενειακή βία και λαμβάνοντας δεόντως υπόψη το συγκεκριμένο πλαίσιο ενδοοικογενειακής βίας της υπόθεσης. Είχαν πραγματοποιήσει μια ανεξάρτητη, προληπτική και λεπτομερή εκτίμηση κινδύνου και είχαν εκδώσει περιοριστικά μέτρα. Αυτή η εκτίμηση κινδύνου δεν είχε οδηγήσει στην διαπίστωση πραγματικού και άμεσου κινδύνου ότι κινδύνευε η ζωή του γιου της προσφεύγουσας. Κατά συνέπεια, δεν είχε ενεργοποιηθεί καμία υποχρέωση των αρχών του κράτους να λάβουν προληπτικά μέτρα από αυτή την άποψη.
Επομένως, δεν υπήρξε παραβίαση του διαδικαστικού σκέλους του άρθρου 2 της Σύμβασης.
Άρθρο 14
Η εν λόγω καταγγελία κρίθηκε απαράδεκτη καθώς υποβλήθηκε εκτός της προθεσμίας των έξι μηνών σύμφωνα με το άρθρο 35 § 1 της Σύμβασης.
Ξεχωριστές απόψεις
Ο δικαστής Koskelo εξέφρασε σύμφωνη γνώμη, μαζί με τους δικαστές Lubarda, Ravarani, KucskoStadlmayer, Poláčková, Ilievski, Wennerström και Sabato. Οι δικαστές Turković, Lemmens, Harutyunyan, Elósegui, Felici, Pavli και Yüksel εξέφρασαν κοινή αντίθετη γνώμη. Ο Δικαστής Elósegui εξέφρασε αντίθετη γνώμη. Οι απόψεις αυτές επισυνάπτονται στην απόφαση.