ΑΠΟΦΑΣΗ
Bajić κατά Βόρειας Μακεδονίας της 10.06.2021 (αριθ. προσφ. 2833/13)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Δίκαιη δίκη, αιτιολογία αποφάσεων, δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησης
Η υπόθεση αφορούσε την ποινική δίωξη που ασκήθηκε κατά του προσφεύγοντος μηχανικού και εξουσιοδοτημένου επιθεωρητή σκαφών, μετά την ανατροπή και βύθιση σκάφους στη λίμνη Οχρίδα, προκαλώντας το θάνατο 15 Βούλγαρων τουριστών μεταξύ των 54 που επέβαιναν στο πλοίο.
Ο προσφεύγων καταδικάστηκε για «διατάραξη της ασφάλειας και της περιουσίας προσώπων με τη χρήση μέσου μεταφοράς». Άσκησε καταγγελία για παραβίαση της δίκαιης δίκης ισχυριζόμενος ότι οι εγχώριες αποφάσεις δεν είχαν επαρκή αιτιολογία, ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα της ισότητας των όπλων γιατί δεν κοινοποιήθηκε σε αυτόν η πρόταση του Εισαγγελέα προκειμένου να την αντικρούσει και παραβίαση του δικαιώματος μη αυτοενοχοποίησης γιατί χρησιμοποιήθηκαν στις δίκες, οι καταθέσεις που είχε δώσει όταν ακόμα είχε κληθεί ως μάρτυρας.
Όσον αφορά την αιτιολογία των αποφάσεων που εξέδωσαν τα εγχώρια δικαστήρια, το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι βασίστηκαν σε άφθονα αποδεικτικά στοιχεία, συμπεριλαμβανομένης μιας γνωμοδότησης εμπειρογνωμόνων που ανέφερε τις δυσλειτουργίες που εντοπίστηκαν στο σύστημα διεύθυνσης/πλοήγησης και κατέληξε ότι δεν υπήρξε παραβίαση δίκαιης δίκης κατά το άρθρο 6§1 όσον αφορά την αιτιολογία της απόφασης.
Ως προς την ισότητα των όπλων, το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι παρά την απουσία της ρητής εθνικής νομοθεσίας που απαιτεί να δοθεί στην υπεράσπιση η δυνατότητα να αντικρούσει την πρόταση του εισαγγελέα, η πρακτική του Ανώτατου Δικαστηρίου που εφαρμόστηκε να μην κοινοποιήσει την πρόταση στον προσφεύγοντα, είχε ως αποτέλεσμα οι διαδικασίες ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου να διεκπεραιωθούν με τρόπο που δεν ήταν συμβατό με τις απαιτήσεις της κατ’ αντιμωλία δίκης. Η ανάγκη αποφυγής μακρών διαδικασιών δεν μπορούσε σε καμία περίπτωση να δικαιολογήσει τη στέρηση της δυνατότητας του προσφεύγοντος να γνωρίσει και να αντικρούσει την πρόταση του εισαγγελέα. Κατά συνέπεια παραβιάστηκε η ισότητα των όπλων κατά το άρθρο 6§1 της ΕΣΔΑ.
Τέλος το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι οι η καταδίκη του προσφεύγοντα δεν βασίστηκε στις μαρτυρικές καταθέσεις που εκπονήθηκαν στο στάδιο κατά το οποίο ήταν ακόμη μάρτυρας, κατά συνέπεια έκρινε ότι η μεταγενέστερη χρήση τους, ως μέρος των αποδεικτικών στοιχείων κατά την ποινική διαδικασία εναντίον του, δεν παραβίασε την ουσία του δικαιώματος να παραμείνει σιωπηλός. Το προνόμιο του κατά της μη αυτοενοχοποίησης δεν παραβιάστηκε.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 6§1
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων Branko Bajić είναι Σέρβος υπήκοος ο οποίος γεννήθηκε το 1951 και ζει στο Βελιγράδι.
Η υπόθεση αφορούσε την ανατροπή και βύθιση του Ilinden, ενός σκάφους στη λίμνη Οχρίδα, στις 5 Σεπτεμβρίου 2009, προκαλώντας το θάνατο 15 Βούλγαρων τουριστών μεταξύ των 54 επιβατών στο πλοίο και τις επακόλουθες ποινικές διαδικασίες κατά του προσφεύγοντος, που ήταν μηχανικός ναυπηγικής και εξουσιοδοτημένος επιθεωρητής σκαφών.
Σύμφωνα με μια μεταγενέστερη έκθεση τεχνικού εμπειρογνώμονα που εκδόθηκε από τη Σχολή Μηχανολόγων Μηχανικών, το ατύχημα προκλήθηκε ως αποτέλεσμα ενός σχισίματος σε ένα χαλύβδινο συρματόσχοινο που ήταν μέρος του συστήματος διεύθυνσης, προκαλώντας έτσι ξαφνική αλλαγή στη κατεύθυνση πλοήγησης και κλίση προς τα δεξιά. Στη συνέχεια, το σκάφος πήρε κλίση προς τα αριστερά, πιθανότατα λόγω της πανικοβλημένης αντίδρασης των 36 επιβατών που βρίσκονταν στο ανοιχτό κατάστρωμα. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς και τις επιθεωρήσεις σχετικά με τη σταθερότητα του σκάφους, οι ειδικοί κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι εάν τουλάχιστον 12 επιβάτες σε αυτό το κατάστρωμα είχαν μετακινηθεί στη μία του σκάφους, θα είχαν αυξήσει την κλίση με αποτέλεσμα την αύξηση της γωνίας σε σύγκριση με την κρίσιμη γωνία κλίσης 16,6 μοιρών. Ως αποτέλεσμα, το νερό είχε διεισδύσει στο σκάφος, πρώτα μέσω ενός παραθύρου από τα πλευρικά που ήταν ανοιχτό τη στιγμή της πλοήγησης, προκαλώντας την άμεση βύθισή του. Η τεχνική έκθεση διαπίστωσε ότι ο αριθμός των επιβατών στους χώρους κάτω από το κατάστρωμα έπρεπε να περιορίζεται σε τριάντα πέντε.
Στις 8 Απριλίου 2010, ο εισαγγελέας άσκησε δίωξη τόσο τον καπετάνιο όσο και στον προσφεύγοντα για την κατηγορία «της διατάραξης της ασφάλειας και της περιουσίας προσώπων με τη χρήση μέσου μεταφοράς» (άρθρο 300 § 4 σε συνδυασμό με το άρθρο 299 § 3 και § 1 του Ποινικού Κώδικα). Ο προσφεύγων κατηγορήθηκε ότι ενήργησε απερίσκεπτα κατά την επιθεώρηση του σκάφους το 2007, το 2008 και το 2009 και είχε εκδώσει πιστοποιητικά για εκείνα τα χρόνια χωρίς να διατάξει τον καπετάνιο να αποσυναρμολογήσει μέρος των εξαρτημάτων (πάγκους και σκίαστρα) που ήταν τοποθετημένα στο πάνω κατάστρωμα του σκάφους ή περιορίζοντας τον αριθμό των επιτρεπόμενων επιβατών σε 35 αντί 43 (το τελευταίο είναι εκείνο που καθορίζεται στα πιστοποιητικά). Τα πιστοποιητικά αυτά ανέφεραν ότι το σκάφος «είχε επιθεωρηθεί δεόντως» και ότι «η κατάσταση του σκάφους, των μηχανημάτων και του εξοπλισμού ήταν ικανοποιητική». Δεν περιείχαν άλλες παρατηρήσεις. Το κατηγορητήριο στηρίχθηκε, μεταξύ άλλων, στις δύο εκθέσεις επιθεώρησης που υπέβαλε ο προσφεύγων όταν είχε καταθέσει ως μάρτυρας. Ωστόσο, σύμφωνα με τις διατάξεις του εσωτερικού δικαίου, η προφορική κατάθεση που έδωσε ο προσφεύγων κατά την ανάκριση ως μάρτυρας σφραγίστηκε σε ξεχωριστό φάκελο και αποκλείστηκε από τον φάκελο της υπόθεσης.
Ο προσφεύγων δεν παραστάθηκε στη δίκη παρόλο που κλήθηκε νομίμως. Δύο βαθμοί δικαιοδοσίας αποφάσισαν να τον δικάσουν εκπροσωπούμενο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του. Ο προσφεύγων εκπροσωπήθηκε από δύο δικηγόρους της περιοχής, τους οποίους είχε διορίσει ο ίδιος.
Βασιζόμενος στο άρθρο 6 παράγραφος 1 (δικαίωμα σε δίκαιη ακρόαση), ο προσφεύγων κατήγγειλε ότι οι ποινικές διαδικασίες εναντίον του ήταν άδικες λόγω έλλειψης αιτιολογίας των αποφάσεων των εθνικών δικαστηρίων σχετικά με την ποινική ευθύνη του για το ατύχημα και τη μη κοινοποίηση των προτάσεων του εισαγγελέα στη διαδικασία ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Ισχυρίστηκε επίσης ότι η χρήση ενόρκων καταθέσεων που είχε υποβάλει όταν κατέθεσε ως μάρτυρας, κατέστησε τις διαδικασίες μη δίκαιες και παραβίασε το δικαίωμά του της μη ενοχοποίησης.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Έλλειψη αιτιολογίας των δικαστικών αποφάσεων
Υπό το πρίσμα της νομολογίας του Δικαστηρίου σχετικά με τη συλλογιστική των δικαστικών αποφάσεων, τα εθνικά δικαστήρια υποχρεώθηκαν να παράσχουν συγκεκριμένη και ρητή απάντηση μόνο στα επιχειρήματα που θα ήταν καθοριστικά για την έκβαση της διαδικασίας.
Εν προκειμένω, το Δικαστήριο σημείωσε ότι το εγχώριο δικαστήριο έκρινε ότι ο προσφεύγων είχε ενεργήσει απερίσκεπτα όσον αφορά την τεχνική εποπτεία και ότι δεν συμμορφώθηκε με τις σχετικές εσωτερικές διατάξεις. Επιπλέον, διαπίστωσε ότι, παρόλο που ο προσφεύγων γνώριζε τη ζημιά που θα μπορούσε να συμβεί, είχε εκδώσει τρία πιστοποιητικά που δήλωναν ότι το σκάφος ήταν κατάλληλο για πλεύση. Δεν μπόρεσε να μειώσει τον αριθμό των επιβατών και να διατάξει τον κυβερνήτη να αφαιρέσει μέρος των εξαρτημάτων από την πρύμνη του σκάφους. Το δικαστήριο έκρινε επίσης ότι η σταθερότητα του σκάφους δεν ελέγχθηκε ποτέ και για τα επόμενα τρία χρόνια εξέδωσε πιστοποιητικά για την ικανότητα πλοήγησης χωρίς κάποια σημείωση σχετικά με τη σταθερότητα ή την επέκταση την πρύμνης του καταστρώματος.
Η απόφαση του δικαστηρίου βασίστηκε σε άφθονα αποδεικτικά στοιχεία, συμπεριλαμβανομένης μιας γνωμοδότησης εμπειρογνωμόνων που σημείωσαν την έλλειψη σημαντικής προσοχής όσον αφορά τη εξέταση της κατάστασης των χαλύβδινων συρματόσχοινων που αποτελούσαν μέρος του συστήματος διεύθυνσης. Η έκθεση σημείωσε επίσης ότι οι δυσλειτουργίες που εντοπίστηκαν στο σύστημα διεύθυνσης/πλοήγησης ήταν ενδεικτικές κακής συντήρησης, καθώς και ανεπαρκούς επιθεώρησης και δοκιμής του συστήματος. Τέλος, το δικαστήριο έκρινε ότι ο προσφεύγων, ο οποίος γνώριζε τις τροποποιήσεις των διαμερισμάτων κάτω από το άνω κατάστρωμα, θα έπρεπε επίσης να έχει περιορίσει τον αριθμό των επιβατών σε 35, σύμφωνα με τις χωρικές δυνατότητες του σκάφους κάτω από το άνω κατάστρωμα, καθώς ήταν ο μόνος χώρος όπου μπορούν να μεταφερθούν οι επιβάτες.
Το Εφετείο και το Ανώτατο Δικαστήριο, αντίστοιχα, αποδέχθηκαν τα γεγονότα όπως διαπίστωσε το δικαστήριο. Ενώ είναι αλήθεια ότι τα δικαστήρια δεν εξέτασαν λεπτομερώς τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος ότι δεν ήταν καθήκον του να ζητήσει την απομάκρυνση των πάγκων από το κατάστρωμα και ότι δεν ήταν υποχρεωμένος να επαναλάβει εκ νέου την απαίτηση να μην είναι επιβάτες στο κατάστρωμα, το κείμενο των αποφάσεων κατέστησε σαφές ότι είχαν εξεταστεί αυτά τα επιχειρήματα και απερρίφθησαν, διαπιστώνοντας ότι ο προσφεύγων δεν ενήργησε με την προσοχή που όφειλε ώστε να επαληθεύσει την συμμόρφωση με τις βασικές απαιτήσεις ασφάλειας.
Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο απέρριψε το επιχείρημα του προσφεύγοντος ότι οι αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων δεν αιτιολόγησαν την ποινική ευθύνη του και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των φερόμενων παραλείψεων εκ μέρους του και των λόγων του ατυχήματος.
Λαμβανομένου υπόψη του όλου του υλικού που διέθετε, το Δικαστήριο πείστηκε ότι οι πραγματικοί και νομικοί λόγοι για τις αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων εκτίθενται εκτενώς.
Κατά συνέπεια, δεν διαπιστώθηκε παραβίαση του άρθρου 6 της Σύμβασης ως προς την αιτιολόγηση των αποφάσεων των Εθνικών Δικαστηρίων.
Έλλειψη ισότητας των όπλων όσον αφορά τη μη κοινοποίηση της πρότασης του εισαγγελέα ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Στην παρούσα υπόθεση, το Δικαστήριο σημείωσε ότι το Ανώτατο Δικαστήριο είχε πλήρη δικαιοδοσία να αποφασίσει την υπόθεση του προσφεύγοντος, καθώς εξέτασε το βάσιμο του αιτήματός του για αναίρεση της τελικής απόφασης. Είχε, επομένως, την επιλογή να παραπέμψει την υπόθεση για νέα εκδίκαση στα κατώτερα δικαστήρια ή να απορρίψει την αναίρεση και να επικυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση.
Το Δικαστήριο παρατήρησε επίσης ότι ο εισαγγελέας υπέβαλε πρόταση στην αναίρεση του προσφεύγοντος, προτείνοντας ότι έπρεπε να απορριφθεί ως αβάσιμη και ότι η πρόταση αυτή δεν κοινοποιήθηκε ποτέ στον προσφεύγοντα. Εν προκειμένω, το Δικαστήριο σημείωσε ότι το εθνικό δίκαιο σιωπά σχετικά με το ζήτημα της επικοινωνίας με την υπεράσπιση των προτάσεων του εισαγγελέα ως απάντηση στην αναίρεση παρά το γεγονός ότι η αρχή της ισότητας των όπλων δίδει το δικαίωμα στην υπεράσπιση να γνωρίζει το περιεχόμενό τους και να αποφασίσει εάν θα τις αντικρούσει. Παρόλο που είναι αλήθεια ότι ο εγχώριος νόμος δεν εμπόδισε το Ανώτατο Δικαστήριο να κοινοποιήσει την πρόταση του εισαγγελέα στον προσφεύγοντα και να του δώσει την ευκαιρία να αντικρούσει, η απουσία ρητής διάταξης που επέβαλε δικονομικά την υποχρέωση αυτή αναμφίβολα συνέβαλε στην καταγγελλόμενη κατάσταση.
Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο θεώρησε ότι, λόγω της απουσίας ρητής εθνικής νομοθετικής διάταξης που να απαιτεί να δοθεί στην υπεράσπιση η πρόταση του εισαγγελέα και η πρακτική του Ανώτατου Δικαστηρίου που εφαρμόστηκε στην παρούσα υπόθεση να μην κοινοποιήσει την πρόταση του εισαγγελέα στον προσφεύγοντα, οι διαδικασίες ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου διεκπεραιώθηκαν με τρόπο που δεν ήταν συμβατό με τις απαιτήσεις της δίκης κατ’ αντιμωλία. Η ανάγκη αποφυγής καθυστερήσεων δεν μπορούσε σε καμία περίπτωση να δικαιολογήσει τη στέρηση της δυνατότητας του προσφεύγοντος να γνωρίζει και να αντικρούει την πρόταση του εισαγγελέα, εάν το επιθυμούσε.
Όσον αφορά το επιχείρημα της Κυβέρνησης ότι μόνο η πρόταση του εισαγγελέα δεν είχε κοινοποιηθεί στην υπεράσπιση και ότι, ως εκ τούτου, δεν υπήρχε «σοβαρό ελάττωμα» στην ορθότητα της διαδικασίας στο σύνολό της, το Δικαστήριο επανέλαβε ότι η εν λόγω πρόταση είχε σκοπό να επηρεάσει την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου ζητώντας την απόρριψη της έφεσης και, λόγω της φύσης των ζητημάτων που έπρεπε να αποφασίσει το Ανώτατο Δικαστήριο, δεν χρειάζεται να προσδιοριστεί εάν η μη κοινοποίηση του σχετικού εγγράφου προκάλεσε κάποια ζημιά στον προσφεύγοντα. Όπως έχει ήδη υπογραμμιστεί πολλές φορές, εναπόκειται στον προσφεύγοντα να κρίνει εάν ένα έγγραφο απαιτεί ή όχι αντίκρουση εκ μέρους του. Επομένως, το βάρος ήταν στο Ανώτατο Δικαστήριο να δώσει στον προσφεύγοντα την ευκαιρία να λάβει γνώση της πρότασης του Εισαγγελέα πριν από την απόφασή του.
Τα παραπάνω αρκούν για να καταλήξει το Δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης ως προς αυτό.
Δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης και το δικαίωμα σιωπής.
Το Δικαστήριο έλαβε υπόψη ότι ο προσφεύγων δεν αντιτάχθηκε στο να καταθέσει ως μάρτυρας, ότι του δόθηκαν οι διαδικαστικές εγγυήσεις που προβλέπονται από το νόμο και ότι δεν υπήρχε πρόθεση από τις εγχώριες αρχές, ούτε οποιεσδήποτε ενδείξεις καταναγκασμού στις μεθόδους του ανακριτή, για να τον κάνει να προσκομίζει αποδεικτικά στοιχεία και να ενοχοποιήσει τον εαυτό του. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του προσφεύγοντος και όπως προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο, δεν ήταν υποχρεωμένος να απαντήσει σε ορισμένες ερωτήσεις, ή συναφώς, να παράσχει αποδεικτικά στοιχεία, εάν ήταν πιθανό ότι με αυτόν τον τρόπο θα ασκηθεί ποινική δίωξη, η οποία με τη σειρά, του έδωσε τη δυνατότητα να παραμείνει σιωπηλός.
Συναφώς, το Δικαστήριο σημείωσε ότι ο προσφεύγων δεν ήταν ιδιαίτερα ευάλωτος και ότι είχε την ευκαιρία να αμφισβητήσει την αυθεντικότητα και το παραδεκτό των επίμαχων αποδεικτικών στοιχείων και να αντιταχθεί στη χρήση τους. Το Δικαστήριο παρατήρησε επίσης ότι δεν υπήρχαν αποδεικτικά στοιχεία ότι οι εγχώριες αρχές ζήτησαν από τον προσφεύγοντα να προσκομίσει νέες εκθέσεις ή αποδεικτικά στοιχεία που θα τους βοηθούσαν στη διερεύνηση. Αντιθέτως, του ζητήθηκε να δώσει προφορική ένορκη κατάθεση προκειμένου να παράσχει πληροφορίες σχετικές με την υπόθεση, αλλά αργότερα αυτή σφραγίστηκε και δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ στις μεταγενέστερες ποινικές διαδικασίες. Οι αμφισβητούμενες εκθέσεις, τις οποίες συνέταξε ο προσφεύγων μόνο μετά το ατύχημα, αφορούσαν τις επιθεωρήσεις σκαφών που είχε πραγματοποιήσει το 2008 και το 2009. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο υπέθεσε ότι οι εκθέσεις αυτές έπρεπε να είχαν υποβληθεί τη στιγμή που ο τεχνικός έλεγχος του σκάφους είχε διεξαχθεί, μαζί με τα πιστοποιητικά για την ικανότητα πλοήγησης του σκάφους, και ως εκ τούτου θα έπρεπε να ήταν μέρος των αρχείων του σκάφους. Είναι επίσης σημαντικό να σημειωθεί, όπως υποστήριξε η κυβέρνηση, ότι οι δύο εκθέσεις, ως έγγραφα που ρύθμιζαν ένα σημαντικό ζήτημα δημόσιας ασφάλειας, θα μπορούσαν να έχουν ληφθεί από τις αρμόδιες αρχές από πηγές άλλες από τον προσφεύγοντα, ακόμη και με εισαγγελική παραγγελία.
Τέλος, η καταδίκη του προσφεύγοντος δεν βασίστηκε στις πληροφορίες που συγκεντρώθηκαν από την ανακριτική κατάθεσή του ως μάρτυρα. Μολονότι είναι αλήθεια ότι τα εγχώρια δικαστήρια έλαβαν υπόψη τις δύο εκθέσεις που είχε υποβάλει εκείνη τη στιγμή, το Δικαστήριο σημείωσε ότι στην πραγματικότητα είχαν μικρή σημασία για την καταδίκη του, ιδίως επειδή, σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς του, το προσωρινό πιστοποιητικό που είχε εκδώσει μετά την επιθεώρηση του σκάφους το 2006 απέδειξε ότι είχε ήδη ενημερωθεί για τις τροποποιήσεις (εν όψει των εξαρτημάτων) που έγιναν στο κατάστρωμα, καθώς ήταν η πρώτη φορά που επικαλέστηκε ότι η μεταφορά επιβατών στα ανοιχτά καταστρώματα δεν επιτρέπονταν έως ότου επαληθευτεί η σταθερότητα του σκάφους. Επιπλέον, ο προσφεύγων δεν κατηγορήθηκε αμέσως μετά την κατάθεση του, αλλά σε μεταγενέστερο στάδιο, όταν ο ανακριτής είχε ολοκληρώσει την έρευνα εναντίον του.
Βάσει των ανωτέρω, το Δικαστήριο είναι ικανοποιημένο ότι, παρά το γεγονός ότι οι δύο μαρτυρικών καταθέσεις που δόθησαν στο στάδιο κατά το οποίο ο προσφεύγων ήταν ακόμη μάρτυρας χρησιμοποιήθηκαν αργότερα ως μέρος των αποδεικτικών στοιχείων κατά την ποινική διαδικασία εναντίον του, η ουσία του δικαιώματος να παραμείνει σιωπηλός και το προνόμιο του κατά της μη αυτοενοχοποίησης δεν παραβιάστηκε.
Κατά συνέπεια, το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης ως προς αυτό.
Δίκαιη ικανοποίηση: Το ΕΔΔΑ επιδίκασε ποσό 1.500 ευρώ για ηθική βλάβη (επιμέλεια echrcaselaw.com).