Ύστερα από δύο κορυφώσεις στην αθέτηση πληρωμών, το δ’ τρίμηνο του 2019 και το β’ τρίμηνο του 2020, επήλθε σταδιακή εξομάλυνση στις εισπράξεις από κόκκινα δάνεια, σε βαθμό που σήμερα οι ανακτήσεις αυτές κινούνται βάσει στόχων, ενώ κόκκινα δάνεια περίπου 3,9 δισ. ευρώ μετατράπηκαν σε πράσινα. Ωστόσο, στελέχη τραπεζών και εταιρειών διαχείρισης δανείων συμφωνούν με τις επισημάνσεις της Τράπεζας της Ελλάδος ότι οι κίνδυνοι από τις επιπτώσεις της πανδημίας δεν έχουν ξεπεραστεί και ότι αυτοί μπορεί να φανούν σε διάστημα 12 μηνών. Αυτό επιβεβαιώνεται και από την ετήσια έκθεση της Intrum για την Ελλάδα και τις ανησυχίες των επιχειρήσεων για τον κίνδυνο εκπρόθεσμων ή μηδενικών πληρωμών σε 12 μήνες.
Η αβεβαιότητα και το πρώτο lockdown το 2020 επέφερε απότομη αύξηση της αθέτησης πληρωμών. Αυτό, σε συνδυασμό με την πλήρη αναστολή κάθε διαδικασίας για αναγκαστικά μέτρα και πλειστηριασμούς, προκάλεσε πτώση στις ανακτήσεις από κόκκινα δάνεια που κυμάνθηκε γύρω στο 10-20%. Στη συνέχεια, το άνοιγμα της αγοράς πέρσι το καλοκαίρι, σε συνδυασμό με τα πακέτα στήριξης, επέφεραν σταδιακή επαναφορά της εισπραξιμότητας, παρά τα νέα δύο lockdown που ακολούθησαν. Μάλιστα, εταιρείες διαχείρισης δανείων ρύθμισαν και επέστρεψαν πρώην κόκκινα δάνεια στις τράπεζες. Σε αυτό συνέβαλαν πολλοί λόγοι, όπως για παράδειγμα η πτώση της κατανάλωσης και των δαπανών λόγω lockdown (από επιχειρήσεις και νοικοκυριά) που αύξησαν τη ρευστότητα (καταθέσεις), οι μαζικές ρυθμίσεις, οι αναστολές και οι επιδοτήσεις δόσεων δανείων, τα προγράμματα σταδιακής επαναφοράς δόσεων κλπ.
Ωστόσο, όπως επισημαίνουν τραπεζικά στελέχη και εταιρείες διαχείρισης δανείων, οι ρυθμίσεις δανείων 28 δισ. και η μετατροπή κόκκινων δανείων σε εξυπηρετούμενα ύψους 3,9 δισ. ευρώ δεν θα μπορούσαν να είχαν γίνει εάν η πανδημία προκαλούσε απότομη άνοδο της ανεργίας. Από τα στοιχεία της ΤτΕ και των τραπεζών, η δημιουργία κόκκινων δανείων συνδέεται άμεσα και ευθέως ανάλογα με την ανεργία, ενώ ο βαθμός συσχέτισης είναι αρκετά υψηλότερος σε σχέση με άλλους δείκτες όπως η ύφεση ή η πτώση της αγοράς ακινήτων κ.ά.. Συνεπώς, τα μέτρα στήριξης της πραγματικής οικονομίας από ΕΕ και κυβέρνηση ήταν αυτά που περιόρισαν τη δημιουργία κόκκινων δανείων.
Ειδικότερα, κατά τη διάρκεια της πανδημίας και των lockdown, τράπεζες και εταιρείες διαχείρισης προχώρησαν σε:
– Ρυθμίσεις δανείων 28,3 δισ. ευρώ. Από αυτά τα 11,6 δισ. ήταν εξυπηρετούμενα και αναδιαρθρώθηκαν με καλύτερους όρους. Τα υπόλοιπα 16,7 δισ. αφορούσαν σε κόκκινα δάνεια.
– Διαγραφές δανείων 2,7 δισ. ευρώ.
– Δάνεια 5,5 δισ. ευρώ ήταν υπό καθεστώς νομικής προστασίας και σήμερα εντάσσονται στον νέο πτωχευτικό που προβλέπει είτε ρύθμιση είτε πτώχευση και δεύτερη ευκαιρία.
Από “κόκκινα”, “πράσινα”
Το αποτέλεσμα ήταν να αυξηθούν τα εξυπηρετούμενα δάνεια κατά 9,6 δισ. ευρώ το 2020 σε σχέση με το 2019. Επιπλέον, 3,9 δισ. ευρώ κόκκινα δάνεια που δημιουργήθηκαν το 2020 μετατράπηκαν σε πράσινα και μάλιστα, τα κόκκινα που έγιναν εξυπηρετούμενα ήταν περισσότερα κατά 30 εκατ. ευρώ από τα εξυπηρετούμενα που έγιναν μη εξυπηρετούμενα. Τα μεγέθη αυτά δεν αθροίζονται καθώς άλλα αφορούν σε απόθεμα και άλλα σε ροές, ενώ θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι τιτλοποιήσεις και οι πωλήσεις κόκκινων δανείων κλπ. Υπενθυμίζεται ότι έχουν πραγματοποιηθεί δύο μεγάλες συναλλαγές μέσα στο 2020, εκείνες της Eurobank και της Πειραιώς (περίπου 14 δισ), ενώ μέσα στο 2021 έχουν προχωρήσει κι άλλες, όπως αυτή της Alpha Bank (σύνολο για το α’ τετράμηνο περίπου 10 δισ.). Σημειώνεται ότι κάθε τιτλοποίηση έχει περισσότερα από ένα κομμάτια, ενώ στα στοιχεία της ΤτΕ για τις “αναταξινομήσεις και λοιπές προσαρμογές” μπορεί να περιλαμβάνονται συναλλαγές και εκτός του προγράμματος Ηρακλής. Ταυτόχρονα, προχωρούν οι υπόλοιπες, όπως εκείνες του προγράμματος Sunrise της Πειραιώς, του Frontier της Εθνικής, του Mexico της Eurobank και οι νέες του προγράμματος Tomorrow της Alpha Bank.
Μάλιστα, κατά τη διάρκεια του 2020, η Intrum που διαχειρίζεται τα δάνεια της Πειραιώς επέστρεψε στην Τράπεζα εξυπηρετούμενα δάνεια 390 εκατ. ευρώ που ήταν κόκκινα. Οι συνθήκες της αγοράς και τα συγκεκριμένα χαρτοφυλάκια δημιουργούν την αισιοδοξία ότι θα επιστραφούν περισσότερα εξυπηρετούμενα, πλέον, δάνεια στην Πειραιώς και κατά τη διάρκεια του 2021.
Οι κίνδυνοι
Σε ό,τι αφορά στους κινδύνους που βλέπουν τράπεζες, ΤτΕ, και διαχειριστές σχετίζονται κυρίως με τη λήξη των προγραμμάτων στήριξης, τα οποία μπορεί να αναδείξουν προβλήματα στην πραγματική οικονομία που σήμερα δεν είναι εμφανή. Για το λόγο αυτό, άλλωστε, ΤτΕ και ΕΚΤ συμφωνούν στη σταδιακή και προσεκτική απόσυρση των μέτρων, ενώ καλούν τις τράπεζες να αυξήσουν τις προβλέψεις τους για κινδύνους.
Η δεύτερη κατηγορία κινδύνων σχετίζεται με τις καθυστερήσεις που υπήρξαν στις νομικές διαδικασίες για εκτέλεση αναγκαστικών μέτρων και πλειστηριασμών από την πλήρη προστασία που υπήρξε σε όλη τη διάρκεια της πανδημίας. Πρόκειται για διαδικασίες που μπορεί να χρειαστούν εννέα, δώδεκα ή και περισσότερους μήνες για να ολοκληρωθούν. Μολονότι, ο πλειστηριασμός δεν συμφέρει και δεν είναι η πρώτη επιλογή των τραπεζών και των εταιρειών διαχείρισης (όπως δείχνουν και τα παραπάνω νούμερα), η ισχύς τους αποτελεί ένα μέτρο πίεσης. Το προηγούμενο καθεστώς δεν είχε παγώσει μόνο τους πλειστηριασμούς αλλά και την προετοιμασία για τις σχετικές διαδικασίες. Έτσι, αν υποτεθεί ότι για ένα κόκκινο και καταγγελμένο δάνειο της πανδημίας θα πρέπει να οδηγηθεί στον πλειστηριασμό, αυτό θα εμφανιστεί ύστερα από εννέα με 12 μήνες. Επιπλέον, η διαδικασία του εξωδικαστικού πλειστηριασμού στον νέο πτωχευτικό, επίσης παγώνει τους πλειστηριασμούς μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας, δηλαδή τουλάχιστον για δύο μήνες, που είναι ο χρόνος για να καταλήξει μία αίτηση άκαρπη ή να συνεχίσει σε ρύθμιση.
Από την πλευρά της η Τράπεζα της Ελλάδος καλεί τις τράπεζες να αυξήσουν τις προβλέψεις για κινδύνους από την πανδημία καθώς το αποτύπωμά της ακόμα δεν είναι εμφανές. Όσον αφορά τις προοπτικές για την κεφαλαιακή επάρκεια, η Τράπεζα της Ελλάδος αναφέρει ότι οι ελληνικές τράπεζες αντιμετωπίζουν τις παρακάτω προκλήσεις:
α) την αβεβαιότητα σχετικά με τη δυνατότητα εσωτερικής δημιουργίας κεφαλαίου σε ένα περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων,
β) το κόστος υλοποίησης της στρατηγικής τους για τη μείωση των υφιστάμενων Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων και
γ) την ανάγκη αποκατάστασης του διαμεσολαβητικού τους ρόλου μέσω της αυξημένης χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας.