Με επιστολή τους στην Guardian, ενόψει και της G7, οι υπουργοί Οικονομικών Γαλλίας, Γερμανίας, Ιταλίας και Ισπανίας ζητούν να υπάρξει άμεσα συμφωνία για ένα διεθνές φορολογικό σύστημα. Τα «σκοτεινά» σημεία, όμως, είναι πολλά.
Οι υπουργοί Οικονομικών των τεσσάρων ισχυρότερων οικονομιών της Ευρώπης ένωσαν τη φωνή τους, ζητώντας να επιτευχθεί το συντομότερο δυνατό συμφωνία που θα οδηγήσει στη θέσπιση ενός παγκοσμίως αποδεκτού ελάχιστου συντελεστή φορολογίας των πολυεθνικών επιχειρήσεων. Καθώς δε οι τρεις εξ’ αυτών συμμετέχουν στη σημερινή και αυριανή σύνοδο της G7, είναι φανερό ότι το θέμα θα είναι από αυτά που θα κυριαρχήσουν.
«Για περισσότερα από τέσσερα χρόνια, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία και Ισπανία εργάζονται από κοινού για τη δημιουργία ενός διεθνούς φορολογικού συστήματος, κατάλληλου για τον 21ο αιώνα (…) Τώρα είναι η ώρα για να φτάσουμε σε μια συμφωνία. Η υιοθέτηση αυτού του πιο δίκαιου και αποτελεσματικού φορολογικού συστήματος ήταν ήδη προτεραιότητα πριν την πανδημία και θα είναι ακόμη πιο αναγκαίο καθώς βγαίνουμε από αυτήν», σημειώνουν χαρακτηριστικά σε κοινό τους άρθρο στην The Guardian οι υπουργοί των τεσσάρων παραπάνω χωρών.
Οι Μπρινό λε Μερ, Όλαφ Σολτς, Ντανιέλε Φράνκο και Νάντια Καλβίνο παρουσιάζουν, μάλιστα, τρεις κυρίως λόγους για τους οποίους πιστεύουν ότι η κίνηση αυτή πρέπει να γίνει τώρα, χωρίς άλλη καθυστέρηση. Ειδικά καθώς, όπως διαπιστώνουν στο τέλος της επιστολής τους, «δεν υφίσταται πλέον η απειλή βέτο με την παρουσία της νέας κυβέρνησης Μπάιντεν».
Οι τρεις λόγοι που επιβάλλουν συμφωνία
Ο πρώτος λόγος είναι, όπως χαρακτηριστικά γράφουν, ότι «η κρίση αποτέλεσε δώρο για τις μεγάλες εταιρείες του τεχνολογικού τομέα, οι οποίες κατέγραψαν κέρδη σε επίπεδα που δεν μπορούν να συγκριθούν με τα αντίστοιχα σε οποιοδήποτε άλλο τομέα της οικονομίας». «Πώς, λοιπόν, γίνεται οι πιο κερδοφόρες εταιρείες να μην πληρώνουν ένα δίκαιο ποσοστό φόρου;», αναρωτιούνται.
Ο δεύτερος έχει να κάνει με το γεγονός ότι «η κρίση διεύρυνε τις ανισότητες. Έτσι, είναι επείγον να τεθεί σε λειτουργία ένα διεθνές φορολογικό σύστημα που θα είναι αποτελεσματικό και δίκαιο». Σε αυτό το σημείο ξεκαθαρίζουν, παράλληλα, ότι «το φορολογικό ντάμπινγκ δεν μπορεί να αποτελεί επιλογή για την Ευρώπη, ούτε για τον υπόλοιπο κόσμο».
Τρίτον, οι τέσσερις υπουργοί θεωρούν ότι η θέσπιση ενός τέτοιου συστήματος είναι αναγκαία και για ένα γενικότερο λόγο – «επειδή πρέπει να επαναθεμελιώσουμε μια διεθνή συναίνεση γύρω από τα μεγάλη ζητήματα που απασχολούν τον κόσμο».
Η «κωλοτούμπα» Μπάιντεν: Από το 21% στο 15%
Παράλληλα, οι «4» χαρακτηρίζουν μια «πολλά υποσχόμενη αφετηρία» την πρόταση για υιοθέτηση ενός συντελεστή πραγματικής (και όχι θεωρητικής) φορολόγησης της τάξης του 15%, στην οποία φαίνεται να καταλήγει τελικά η κυβέρνηση των ΗΠΑ. Έστω και αν πρόκειται για ένα ποσοστό αρκετά χαμηλότερο σε σύγκριση με το 21% που είχε αρχικά ρίξει στο τραπέζι ο Μπάιντεν, ο οποίος όμως φαίνεται πως αναγκάστηκε να κάνει μια μεγάλη «κωλοτούμπα» μετά τις έντονες αντιδράσεις από τις τάξεις τόσο των Ρεπουμπλικάνων (και κάποιων Δημοκρατικών…) όσο και των επιχειρηματικών ομίλων.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το 15% παραμένει υψηλότερο σε σύγκριση με αυτό που ισχύει σε ορισμένες χώρες της ΕΕ, όπως είναι για παράδειγμα η Ιρλανδία και η Κύπρος, που ενδεχομένως να συνεχίσουν να αντιδρούν. Το σημαντικότερο, ωστόσο, έγκειται στο γεγονός πως είναι αρκετά χαμηλότερο σε σχέση με τους συντελεστές ο οποίοι υπάρχουν στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες και σίγουρα σε αυτές από τις οποίες προέρχονται οι τέσσερις υπουργοί που υπογράφουν την επιστολή.
Αυτό είναι κάτι που σημαίνει ότι εάν υιοθετηθεί η πρόταση Μπάιντεν, τότε, πρακτικά, η φορολογία για τις επιχειρήσεις στην Ευρώπη θα μειωθεί και οι πολίτες θα αισθανθούν ότι το καθεστώς γίνεται πιο άδικο. Ή έχουν κάτι άλλο στο μυαλό τους και δεν μας το λένε;
Θεωρητικοί και πραγματικοί συντελεστές
Για παράδειγμα, ορισμένοι θεωρούν πως σημασία δεν έχουν οι θεωρητικοί συντελεστές, αλλά οι πραγματικοί. Και σε αυτό το επίπεδο, είναι γνωστό ότι οι μεγάλες πολυεθνικές, ειδικά οι «κολοσσοί» της τεχνολογίας και του Διαδικτύου, έχουν βρει κάθε απίθανο τρόπο ώστε να πληρώνουν ελάχιστα στα κράτη.
Είναι γνωστό, επίσης, ότι το θέμα των διεκδικήσεων απέναντι στους παραπάνω «κολοσσούς» δεν αφορά μόνο στη φορολόγησή τους, αλλά και στα διακιώματα χρήσης περιεχομένου. Κάτι που απασχολεί ιδιαιτέρως τις επιχειρήσεις στους κλάδους των ΜΜΕ και του θεάματος-πολιτισμού, όπως φαίνεται και από τις εντατικές διαπραγματεύσεις που διεξάγονται και σε αυτό το επίπεδο – που αναμφίβολα, δεν είναι άσχετο με τη φορολογία.
Μήπως, λοιπόν, το «παζάρι» γίνεται ώστε να δεχτούν οι όμιλοι αυτοί να πληρώνουν έστω κάτι τις σε αυτούς που το δικαιούνται, στέλνοντας ένα μήνυμα κοινωνικής ευαισθησίας με τον «κανονικό» τρόπο, πέραν των φιλανθρωπικών εισφορών των μεγαλομετόχων τους; Και αν ναι, πόσο θα είναι αυτό το ποσό; Πώς θα ελέγχεται; Ποιοι θα διασφαλίζουν ότι δεν θα βρεθούν νέα «παράθυρα» στο φορολογικό σύστημα;
Οι απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα και το ουσιαστικό αποτέλεσμα των όποιων αποφάσεων είναι που ενδιαφέρουν τους πολίτες, στις ΗΠΑ, την Ευρώπη και άλλες χώρες. Όχι τα επικοινωνιακά ταρατατζούμ, για να φανεί ότι εισήλθαμε πάλι σε μια περίοδο διαλόγου και συναίνεσης μετά τον «κακό Τραμπ».