Οι διατάξεις του άρθρου 31 ν. 1027/1980 εφαρμόζονται σε όλους γενικώς τους ασφαλισμένους Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης
Η απόφαση του Α.Ε.Δ. δεσμεύει και τα δικαστήρια όλων των βαθμίδων και δικαιοδοσιών της Ελληνικής Επικράτειας, ακόμη και τις εκκρεμείς ενώπιον του Εφετείου ή του Αρείου Πάγου υποθέσεις, για το ζήτημα της αντισυνταγματικότητας του νόμου το οποίο έλυσε.
Όταν κηρύσσουν νόμο ως αντισυνταγματικό, αποτελούν λόγο αναψηλαφήσεως κάθε απόφασης, έστω και αμετάκλητης, που εκδόθηκε εντός του χρόνου της αναδρομής και ισοδυναμούν με νομοθετική μεταβολή επαγόμενες κατάργηση του δεδικασμένου και της εκτελεστότητας.
Η μη πρόσδοση αναδρομικότητας στην ισχύ των αποφάσεων του Α.Ε.Δ., οι οποίες ωστόσο ισοδυναμούν με νομοθετική μεταβολή και συνεπάγονται κατάργηση του δεδικασμένου και της εκτελεστότητας, δεν εμποδίζει τη δικαστική διεκδίκηση και προστασία των αξιώσεων του ενάγοντος περί καταβολής του εφάπαξ βοηθήματος που δικαιούται, το οποίο έχει γεννηθεί σε προγενέστερο της δημοσίευσης των εν λόγω αποφάσεων διάστημα, υπό την προϋπόθεση της μη παραγραφής αυτών, διότι, υπό αντίθετη ερμηνεία, η προστασία της σχετικής αξίωσης του ασφαλισμένου θα συναρτάτο αποκλειστικώς με ξένη προς τον δικαιούχο προϋπόθεση, δηλαδή τον χρόνο δημοσίευσης της απόφασης του Α.Ε.Δ., το οποίο είναι αντίθετο με το άρθρο 1 του Π.Π.Π. της Ε.Σ.Δ.Α., στην έννοια του οποίου εμπίπτουν και οι απαιτήσεις (ενοχικά δικαιώματα) του εργατικού δικαίου.
Στοιχεία που πρέπει να περιλαμβάνει η αίτηση αναίρεσης για να είναι ορισμένος ο λόγος του άρθρου 559 αρ. 20 Κ.Πολ.Δ.
Από τις διατάξεις του άρθρου 31 ν. 1027/1980 δεν συνάγεται ότι από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού θεσπίστηκε και το απαράγραπτο των αξιώσεων για σύνταξη και εφάπαξ παροχή από τους Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφαλίσεως που δεν αποσβέσθηκαν, καθόσον ναι μεν το δικαίωμα για τη λήψη τέτοιων ασφαλιστικών παροχών μπορεί να ασκηθεί οποτεδήποτε, η απορρέουσα όμως από το δικαίωμα αξίωση για την καταβολή της εφάπαξ παροχής υπόκειται στην προβλεπόμενη από τον νόμο παραγραφή.
Εφόσον δεν θεσπίζεται βραχύτερη, από ειδική διάταξη του καταστατικού του ασφαλιστικού οργανισμού που παρέχει την εφάπαξ παροχή, παραγραφή, η σχετική αξίωση υπάγεται στη γενική εικοσαετή παραγραφή του άρθρου 249 Α.Κ., και όχι στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 250 αρ. 17 Α.Κ., ούτε στην παραγραφή που θεσπίζεται με το άρθρο 48 ν.δ. 496/1974, καθόσον, σύμφωνα με το άρθρο μόνο του π.δ. 437/1977, εξαιρούνται της εφαρμογής του ν.δ. 496/1974 οι Ασφαλιστικοί Οργανισμοί που εποπτεύονται από το (τότε) Υπουργείο Κοινωνικών Υπηρεσιών.— Η εφάπαξ παροχή δεν υπόκειται στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 250 αρ. 17 του Α.Κ., καθόσον αυτή δεν είναι μέρος των αποδοχών των υπαλλήλων, ούτε «απολαβή», υπό την έννοια της αντιπαροχής που δίδεται ως αντάλλαγμα της προσφερόμενης εργασίας, ούτε αποτελεί αποζημίωση λόγω αδικαιολόγητου πλουτισμού, αλλά έχει χαρακτήρα έκτακτης, κατά την αποχώρηση ή απόλυση του υπαλλήλου οικονομικής του ενίσχυσης από κεφάλαιο που σχηματίζεται από κράτηση ποσοστού επί των αποδοχών των υπαλλήλων κατά τη διάρκεια του χρόνου της υπηρεσίας του.
Το ότι η εφάπαξ παροχή έχει αμιγώς ανταποδοτικό χαρακτήρα, όταν το ασφαλιστικό κεφάλαιο σχηματίζεται κατά κύριο λόγο από εισφορές των υπαλλήλων και του Ασφαλιστικού Οργανισμού και όχι από άλλους πόρους, δεν μεταβάλλει τη φύση της παροχής αυτής σε μισθό και γενικά σε περιοδική παροχή.
Οι διατάξεις του άρθρου 31 ν. 1027/1980 εφαρμόζονται σε όλους γενικώς τους ασφαλισμένους Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης, έστω και αν η παρ. 1 αναφέρεται σε Ασφαλιστικούς Οργανισμούς αρμοδιότητας του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών (απόφαση Αρείου Πάγου, Επιθεώρησις Εργατικού Δικαίου 2021, σ. 320).