Η χθεσινή συνεδρίαση των υπουργών Οικονομικών της ΕΕ επιβεβαίωσε πως δεν υπάρχει προοπτική γρήγορης συμφωνίας που θα οδηγούσε στην ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης. Ο δρόμος παραμένει μακρύς.
«Οφείλουμε να προχωρήσουμε με την τραπεζική ένωση. Και μάλιστα τώρα», δήλωνε ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, Όλαφ Σολτς, το φθινόπωρο του 2019. Ήταν τότε που ο ίδιος είχε καταθέσει μια οκτασέλιδη συμβιβαστική πρόταση η οποία, όπως ισχυριζόταν, θα βοηθούσε να αρθεί το αδιέξοδο και θα άνοιγε τον δρόμο προς τη συμφωνία με τους εταίρους του.
«Από το τώρα φτάσαμε στον ενάμιση χρόνο», σημειώνει η εφημερίδα Handelsblatt, τονίζοντας πως ουσιαστικά τίποτα δεν έχει προχωρήσει αναφορικά με το πλέον επίμαχο θέμα: Την πανευρωπαϊκή εγγύηση των τραπεζικών καταθέσεων (European Deposit Insurance Scheme – Edis).
Ο ίδιος ο Σολτς παραδέχθηκε χθες, προσερχόμενος στη σύνοδο των υπουργών Οικονομικών της ΕΕ στο Λουξεμβούργο, ότι δεν υπάρχει πεδίο συμφωνίας ακόμη. «Είμαι βέβαιος ότι δεν θα είμαστε έτοιμοι να φτάσουμε σε συμφωνία σήμερα και αυτή την εβδομάδα, όμως θα είναι ένα σημαντικό βήμα να έχουμε ένα σχέδιο για το πώς θα εργαστούμε περαιτέρω σε αυτό το ζήτημα», είπε προσερχόμενος.
Στη συνέχεια δε άφησε να εννοηθεί ότι συμφωνία δεν πρέπει να αναμένεται όχι απλώς σύντομα, αλλά ούτε καν μέχρι το τέλος του έτους. «Είμαι βέβαιος ότι ο πρόεδρος του Eurogroup θα καταφέρει να καταθέσει μια σχετική πρόταση φέτος, την οποία θα έχουμε ως βάση πάνω στην οποία θα εργαστούμε στη συνέχεια», είπε.
Ραντεβού το 2022 – και αν…
Ζήσε Μάη μου να φας τριφύλλι, δηλαδή, όπως θα έλεγε και ο λαός. Κάτι που προφανώς ισχύει και για την τραπεζική ένωση, η οποία είναι αδιανόητη χωρίς τον τρίτο πυλώνα της, έστω και αν οι άλλοι δύο – η ενιαία εποπτική αρχή (ρόλο που ουσιαστικά έχει αναλάβει η ΕΚΤ) και το Ταμείο Εξυγίανσης – υπάρχουν ήδη.
Όσο για την αιτία, δεν είναι δύσκολο να την συλλάβει κανείς: Είναι ο φόβος των Γερμανών ότι ένα τέτοιου είδους πανευρωπαϊκό πλαίσιο για την εγγύηση των τραπεζικών καταθέσεων θα τους αναγκάσει, στην επόμενη κρίση – που αργά ή γρήγορα θα έρθει – να πληρώσουν τα σπασμένα και τα χρέη των υπόλοιπων Ευρωπαίων και κυρίως των Νότιων, τους οποίους εξακολουθούν γενικά να θεωρούν αφερέγγυους.
Όσο για την πρόταση Σολτς που δήθεν θα οδηγούσε στον πολυπόθητο συμβιβασμό, οι όροι που θέτει δύσκολα μπορούν να γίνουν δεκτοί από τους υπόλοιπους. Σύμφωνα με αυτή, η εγγύηση θα πρέπει να βασίζεται σε εθνικούς μηχανισμούς, τα οποία σε περίπτωση ανάγκης θα λαμβάνουν ενέσεις ρευστότητας από ένα πανευρωπαϊκό «κουμπαρά», για τον οποίο οι Γερμανοί είναι οι μόνοι που επιμένουν ότι πρέπει να είναι ανεξάρτητος και να μην ενταχθεί στο συνολικό σχήμα της εγγύησης των καταθέσεων.
Το σημαντικό, όμως, είναι ότι προβλέπεται η υποχρέωση της επιστροφής των ποσών που θα λαμβάνονται σε αυτό το πλαίσιο. Εξαίρεση θα είναι οι περιπτώσεις των κρατών τα οποία θα έχουν προχωρήσει σε συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις και θα πληρούν σαφείς προϋποθέσεις – μόνο τότε θα απαλλάσσονται από την επιστροφή μέρους της βοήθειας που θα έχουν λάβει.
Τράπεζες και δημόσιο χρέος
Ποιες είναι, όμως, αυτές οι μεταρρυθμίσεις και προϋποθέσεις; Σύμφωνα με το Βερολίνο, σε αυτές περιλαμβάνεται και η απόδοση ενός βαθμού κινδύνου στα κρατικά ομόλογα που έχουν οι τράπεζες στα χαρτοφυλάκιά τους, κάτι που συνεπάγεται την ανάγκη αύξησης των ίδιων κεφαλαίων και των καλύψεων.
Μόνο που αυτό θα σήμαινε ένα τρομακτικό επιπλέον βάρος για πολλές τράπεζες – και εθνικούς προϋπολογισμούς – με αποτέλεσμα να συναντά έντονες αντιδράσεις, έως και βέτο στην περίπτωση της Ιταλίας, της οποίας το δημόσιο χρέος πλησιάζει το 160% και βρίσκεται σε μεγάλο βαθμό στα χέρια των εγχώριων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.
Κάπως έτσι, η τραπεζική ένωση παραμένει μια μάλλον μακρινή προοπτική. Και μαζί της, τα σχέδια για μια πιο ενωμένη Ευρώπη, την ανάγκη της οποίας επικαλούνται πολλοί – και η κυβέρνηση της Γερμανίας.