Το θέμα της Κίνας και η στάση της Δύσης απέναντί της ήταν από το πολιτικό ζήτημα που κυριάρχησε στις συνομιλίες της Κορνουάλης. Όμως, οι αναφορές στο κοινό ανακοινωθέν δεν υποδηλώνουν αναγκαστικά ριζική αλλαγή στάσης.
Εάν υπάρχει κάτι στο οποίο συμφωνούν σχεδόν οι πάντες όσον αφορά στη σύνοδο κορυφής της G7, που πραγματοποιήθηκε στην Κορνουάλη, αυτό είναι ότι η Κίνα και η στάση της Δύσης απέναντί της ήταν από τα θέματα που βρέθηκαν στο επίκεντρο των συζητήσεων.
«Οι ηγέτες της G7 σπεύδουν να ανταποκριθούν στο κάλεσμα του Μπάιντεν για αντιμετώπιση της Κίνας», ισχυρίζεται η αμερικανική Wall Street Journal. «Οι G7 βρίσκονται σε τροχιά σύγκρουσης με την Κίνα», είναι ο τίτλος σε σχετικό ρεπορτάζ της γερμανικής Handelsblatt. «Ο Μπάιντεν συσπειρώνει τους συμμάχους της Δύσης σε ένα παγκόσμιο ανταγωνισμό με τα αυταρχικά καθεστώτα», γράφει και η βρετανική Financial Times.
«Εκλεκτική» η αντίδραση του Πεκίνου
Πέρα από τους συμμετέχοντες και τα δυτικά ΜΜΕ, άλλωστε, πρόκειται για γεγονός που παραδέχθηκε το ίδιο το Πεκίνο με την αντίδρασή του. Αντίδραση η οποία εκδηλώθηκε καταρχήν με την ανακοίνωση της κινεζικής πρεσβείας στο Λονδίνο, η οποία ισχυρίστηκε πως το κοινό ανακοινωθέν αποκαλύπτει «τις απειλητικές προθέσεις λίγων χωρών, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες».
«Δεν πρέπει να υπάρχει επέμβαση στα εσωτερικά της Κίνας, η θέση της δεν πρέπει να συκοφαντείται και τα συμφέροντά της δεν πρέπει να παραβιάζονται», τονίζεται χαρακτηριστικά στην ίδια ανακοίνωση, η οποία δεσμεύεται επίσης ότι θα υπάρξει ανταπόδοση σε οποιαδήποτε προσπάθεια να πληγεί η χώρα.
Αξίζει, ωστόσο, να διαβάσουμε μια δεύτερη φορά προσεκτικά την ανακοίνωση της κινεζικής πρεσβείας, η οποία κάνει λόγο για «λίγες χώρες» και δεν καταδικάζει συλλήβδην την G7. Κι αυτό κάθε άλλο παρά τυχαίο είναι, όπως αποδεικνύουν όχι τόσο οι δηλώσεις τις οποίες έκαναν ορισμένοι από τους συμμετέχοντες, μετά το πέρας των εργασιών της συνόδου όσο τα συμφέροντα που έχουν οι χώρες τους και οι επιχειρήσεις τους στην Κίνα.
Τι είπαν Μέρκελ, Μακρόν, Ντράγκι
Η Ανγκελα Μέρκελ, για παράδειγμα, είναι αυτή η οποία είχε πρωταγωνιστήσει πέρυσι – κατά τη διάρκεια της γερμανικής προεδρίας στην ΕΕ – για να υπογραφεί η επενδυτική συμφωνία με το Πεκίνο. Παράλληλα, γνωρίζει ότι για πολλούς γερμανικούς ομίλους, η κινεζική αγορά έχει ζωτική σημασία για τις πωλήσεις και την κερδοφορία τους. Έτσι, η αναφορά της (όπως, άλλωστε, και του κοινού ανακοινωθέντος) στα δικαιώματα των εργαζομένων και στην καταπολέμηση του φαινομένου της καταναγκαστικής και της παιδικής εργασίας μοιάζει σαν προσπάθεια για να… βγει η υποχρέωση – έστω κι αν, δυνητικά, προσφέρει ένα «παράθυρο» για επιβολή κυρώσεων και δασμών.
Ο Εμανουέλ Μακρόν, επίσης, έσπευσε να διευκρινίσει ότι η G7 δεν έχει «εχθρική στάση» απέναντι στην Κίνα, παρά τις διαφορές που υπάρχουν. Οι περισσότεροι, εξάλλου, θα θυμούνται πως ο πρόεδρος της Γαλλίας έχει διαμηνύσει προκαταβολικά στις ΗΠΑ και τον Μπάιντεν ότι η χώρα του και η ΕΕ δεν θα παρασυρθούν σε μια τυφλή και εφ’ όλης της ύλης σύγκρουση με τους Κινέζους.
Ο Μάριο Ντράγκι, από την πλευρά του, παραδέχθηκε πως τα όσα αναφέρονται στο ανακοινωθέν είναι αποτέλεσμα της πρόθεσης όσων συμμετείχαν στη σύνοδο να «είναι ειλικρινείς» με την Κίνα και όσα συμβαίνουν εκεί. Ωστόσο, περιορίστηκε σε γενικότητες όταν ρωτήθηκε εάν έχει πρόθεση να επανεξετάσει τη συμμετοχή της Ιταλίας στο μεγαλεπήβολο κινεζικό σχέδιο για τον σύγχρονο «Δρόμο του Μεταξιού», βάσει της συμφωνίας που έχει υπογραφεί το 2019.
Ποιοτική κλιμάκωση, αλλά…
Είναι γεγονός, βεβαίως, ότι στο ανακοινωθέν υπάρχουν αναφορές σε «ευαίσθητα» για το Πεκίνο θέματα, όπως είναι το καθεστώς στα Στενά της Ταϊβάν, όπως επίσης τη Νότια και Ανατολική Σινική Θάλασσα, η κατάσταση στο Χονγκ Κονγκ και τα όσα συμβαίνουν στην επαρχία Σιντζιάνγκ σε βάρος της μουσουλμανικής μειονότητας των Ουιγούρων.
Πρέπει να υπενθυμίσουμε, ωστόσο, ότι παρά την «ποιοτική κλιμάκωση» που συνιστά η συλλογική αναφορά σε αυτά τα θέματα από το κλαμπ των ισχυρών της Δύσης, το σύνολο των συμμετεχόντων στη σύνοδο δεν χάνει ευκαιρία να τα θίγει εδώ και αρκετό καιρό. Το ερώτημα, λοιπόν, που προκύπτει, είναι το εξής: Υποδηλώνει το κοινό ανακοινωθέν την πρόθεση των G7 να αναλάβουν ενιαία δράση απέναντι στην Κίνα; Και ως πού είναι διατεθειμένοι να φτάσουν;
Με άλλα λόγια: Το τι θα συμβεί δεν θα εξαρτηθεί κυρίως από την αντίδραση του Πεκίνου, αλλά από το πώς θα υλοποιήσουν οι αντίπαλοί του όσα λένε. Εάν, για παράδειγμα, Γερμανοί, Γάλλοι και Ιταλοί θεωρήσουν πως μια ολοκληρωμένη οικονομική και εμπορική συμφωνία με τις ΗΠΑ έχει να τους προσφέρει περισσότερα από τις επενδύσεις τους στην Κίνα, τότε ναι, μπορεί να αποδειχθούν πιο επιθετικοί.
Η συνέχεια στο ΝΑΤΟ
Σε μια τέτοια περίπτωση δε, είναι πιθανό και το ΝΑΤΟ – η σύνοδος κορυφής του οποίου πραγματοποιείται σήμερα – να κάνει τη «στροφή» που επιδιώκει η Ουάσιγκτον και να προσανατολιστεί πλέον προς Ανατολάς.
Για την ώρα, πάντως, κάτι τέτοιο δεν είναι το πιο πιθανό σενάριο και στην Ευρώπη παραμένει ισχυρή η τάση «απογαλακτισμού» από τους Αμερικανούς. Βλέπετε, οι πιο ορθολογιστές δεν αντιμετώπισαν ποτέ την προεδρία Τραμπ ως «ατύχημα», αλλά ως έκφραση (έστω και ακραία) αντικειμενικών τάσεων της εποχής στην οικονομία και τη γεωπολιτική.
Σε κάθε περίπτωση, η Ευρώπη βρίσκεται μπροστά σε στρατηγικές επιλογές, που θα σφραγίσουν τη μελλοντική της πορεία – και την ίδια της τη δομή.