Καμία συνάφεια η υπόθεση αυτή με την κύρια υπόθεση Novartis. Οι δύο δικογραφίες είναι άσχετες και δεν μπορεί να ισχύσει η προστασία των μαρτύρων αναφέρει στο σκεπτικό της η αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Βασιλική Θεοδώρου.
Να βγουν οι «κουκούλες» των προστατευόμενων μαρτύρων στην υπόθεση Novartis προτείνει η αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Βασιλική Θεοδώρου προς το δικαστικό συμβούλιο που θα αποφασίσει για το θέμα, μετά τη διαφωνία που προέκυψε μεταξύ της κ. Θεοδώρου και της ανακρίτριας της υπόθεσης Κωνσταντίνας Αλεβιζοπούλου.
Στην πολυσέλιδη πρότασή της ζητά από το Δικαστικό Συμβούλιο οι δύο προστατευόμενοι μάρτυρες με τις κωδικές ονομασίες «Αικατερίνη Κελέση» και «Μάξιμος Σαράφης» να εξεταστούν ενώπιον της ανακρίτριας με τα πραγματικά στοιχεία ταυτότητας τους, «για την αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας στην υπόθεση του πρώην υπουργού Δημ. Παπαγγελόπουλου και λοιπών».
Στο σκεπτικό της η κ. Θεοδωρου εξηγεί ότι η κατάθεση τους πρέπει να γίνει με την πραγματική ταυτότητα των μαρτύρων διότι μεταξύ των δύο υποθέσεων (βασική υπόθεση Novartis και υπόθεση Δ. Παπαγγελόπουλου) δεν υπάρχει καμία συνάφεια, ούτε σε νομικό ούτε σε ουσιαστικό επίπεδο, χαρακτηρίζοντας «εφεύρημα και αυθαίρετη νομική κατασκευή» τα περί συνάφειας των δυο υποθέσεων.
«Καθίσταται πρόδηλο ότι οι δύο αυτές δικογραφίες είναι άσχετες μεταξύ τους ως εκ τούτου η προστασία που απολαμβάνουν οι δύο μάρτυρες στη δικογραφία που σχηματίστηκε για την κύρια υπόθεση Novartis δεν μπορεί να ισχύσει και για την υπόθεση που ερευνάται από την ανακρίτρια του Ειδικού Δικαστηρίου με βάση τη δίωξη που άσκησε η Ολομέλεια της Βουλής. Δεν μπορεί η υπό προστασία μάρτυρες να είναι στο διηνεκές και για οποιαδήποτε άλλη υπόθεση υπό καθεστώς απαραβίαστης προστασίας, γιατί έτσι θα απαξιωθεί ο θεσμός των μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος» αναφέρει η κα. Θεοδώρου.
Μάλιστα, όπως υποστηρίζει, «σε ένα κράτος δικαίου, αν αναμφίβολα πρέπει να προστατεύεται το δημόσιο συμφέρον και να αποτρέπεται η λεηλασία του δημόσιου χρήματος, εξίσου πρέπει να έχει το δικαίωμα και τη δυνατότητα ο κάθε πολίτης και πολύ περισσότερο τα δημόσια πρόσωπα να προστατεύσουν την τιμή και την υπόληψή και την αξιοπρέπεια τους από την “ανθρωποφαγία”. Άλλωστε η προστασία των μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος δεν μπορεί να φθάνει μέχρι του σημείου να δυσχεραίνεται η ανεύρεση της ουσιαστικής αλήθειας και επέρχεται σημαντικός περιορισμός βασικών αρχών».
Σημαντικό είναι, ότι κατά την κρίση της Εισαγγελέως, οι δύο αυτοί προστατευόμενοι μάρτυρες δεν έπρεπε να έχουν καταθέσει ως προστατευόμενοι μάρτυρες ούτε στην κύρια υπόθεση της Novartis για τους εξής λόγους.
Διότι δεν κατέθεσαν κάτι το ουσιώδες, ούτε πιθανολογήθηκε κίνδυνος εκφοβισμού η αντεκδίκησης σε βάρος τους από τα δέκα πολιτικά πρόσωπα, επίσης ότι οι εν λόγω μάρτυρες είχαν εξεταστεί στις ΗΠΑ και ως εκ τούτου απέβλεπαν σε ίδιο όφελος και δεν μπορούσαν να μπουν σε καθεστώς και ως εκ τούτου σημειώνεται στην πρόταση “τόσο αυτοί που ζητούσαν να τεθούν υπό προστασία όσο και η Εισαγγελέας Διαφθοράς θα έπρεπε να αιτιολογούν σε ποια στοιχεία θεμελιώνουν τον κίνδυνο των μαρτύρων, όπως π.χ διότι οι καταγγελλόμενοι είναι κακοποιοί, έχουν καταδικαστεί για εγκληματικές πράξεις βίας η είναι μέλη εγκληματικής η τρομοκρατικής οργάνωσης. Όμως επειδή δεν μπορούσαν να επικαλεστούν κάτι από όλα αυτά, γιατί οι καταγγελλόμενοι ήταν πολιτικά πρόσωπα (υπουργοί, πρώην πρωθυπουργοί, διοικητής Τράπεζας Ελλάδος) ανέγραψαν, οι αιτούντες μάρτυρες να τεθούν υπό προστασία και οι εισαγγελείς ανέφεραν μόνον τα στοιχεία του νόμου (δεν έγινε καμία αξιολόγηση).