Το σχολείο και η Πρωτοβάθμια Διεύθυνση Εκπαίδευσης δεν έλαβαν τα κατά το νόμο οριζόμενα μέτρα εκπαίδευσης, επιδιώκοντας τη μετεγγραφή του μαθητή σε Ειδικό Σχολείο, χωρίς να πληρούνται οι τυπικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις του νόμου
Δεκτή εν μέρει έγινε από το Μονομελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Ναυπλίου η αγωγή γονέων για χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη το τέκνο τους – μαθητής με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες – από τις αποδιδόμενες στους υπαλλήλους του εναγομένου Δημοτικού Σχολείου παράνομες πράξεις και παραλείψεις (ΜΔΠρΝαυπλίου 60/2021).
Από τις διατάξεις και την εισηγητική έκθεση του Ν. 3699/2008 «Ειδική Αγωγή και εκπαίδευση ατόμων με αναπηρία ή με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες» (ΦΕΚ Α’ 199/2-10-2008), προκύπτει ότι πρώτη προτεραιότητα του νομοθέτη καθίσταται η ενσωμάτωση των παιδιών με αναπηρία και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες στη γενική εκπαίδευση, μέσω της ανάπτυξης προγραμμάτων ειδικής επαγγελματικής εκπαίδευσης, προκειμένου να επιτευχθεί η πληρέστερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς τους, η αμοιβαία αποδοχή τους με το κοινωνικό σύνολο και η συμμετοχή τους στην παραγωγική διαδικασία.
Ενόψει, εξάλλου, και των πρότυπων κανόνων για την προώθηση των ίσων ευκαιριών για τα άτομα με αναπηρία, που εγκρίθηκαν με την Απόφαση 48/96 της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, κατά τους οποίους τα κράτη μέλη πρέπει να αναγνωρίζουν την αρχή των ίσων ευκαιριών εκπαίδευσης των ατόμων με αναπηρία, θεσπίστηκε ο κανόνας της φοίτησης των ατόμων με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες είτε στα συνήθη τμήματα των κοινών σχολείων, με παράλληλη στήριξη από εκπαιδευτικό ειδικής αγωγής, είτε σε κατάλληλα στελεχωμένα τμήματα ένταξης, τα οποία λειτουργούν εντός των κοινών σχολείων. Μόνον δε στην περίπτωση που η φοίτηση των ατόμων αυτών στα κοινά σχολεία ή στα τμήματα ένταξης καθίσταται ιδιαίτερα δύσκολη, λόγω του είδους και του βαθμού του προβλήματος τους, επιτρέπεται η παροχή εκπαίδευσής τους σε σχολεία ειδικής αγωγής, σε σχολεία ή τμήματα που λειτουργούν μέσα σε νοσοκομεία, κέντρα αποκατάστασης κλπ. ή στο σπίτι, σε εξαιρετικές περιπτώσεις. .
Εν προκειμένω, το δικαστήριο διαπίστωσε πως το τέκνο των εναγόντων πάσχει από διαταραχή κινητικής λειτουργίας και λόγου, ελλειμματική προσοχή με παρορμητικότητα και εναντιωματική συμπεριφορά, καθώς και γενικές μαθησιακές δυσκολίες, γεγονός που το καθιστά άτομο με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, κατά το άρ. 3 του Ν. 3699/2008. Σύμφωνα δε με τις διαπιστώσεις της γνωμάτευσης της του ΚΕΔΔΥ, μπορεί να φοιτήσει σε κοινό σχολείο με παράλληλη στήριξη, η οποία παρέχεται από εκπαιδευτικούς ΕΑΕ (Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης), οι οποίοι έχουν την επιστημονική κατάρτιση που απαιτείται προκειμένου να συντάξουν και να εφαρμόσουν το Εξατομικευμένο Πρόγραμμα Εκπαίδευσης (ΕΠΕ), το οποίο το τέκνο πρέπει να παρακολουθεί.
Ωστόσο, το δικαστήριο διαπίστωσε πως η εκπαιδευτικός που ανέλαβε υπηρεσία παράλληλης στήριξης μη νομίμως τοποθετήθηκε στη συγκεκριμένη θέση, καθώς δεν ήταν εκπαιδευτικός ειδικής αγωγής ούτε είχε άλλωστε λάβει σχετική εξειδίκευση ή επιμόρφωση και, συνεπώς, δεν είχε την απαραίτητη επιστημονική κατάρτιση προκειμένου να ανταποκριθεί επιτυχώς στο έργο της.
Τόνισε δε πως τυχόν αδυναμία της Διοίκησης να καλύψει τις αιτήσεις των ενδιαφερομένων για παροχή ειδικής εκπαίδευσης, λόγω εξάντλησης του πίνακα αναπληρωτών δασκάλων Ειδικής Αγωγής, δεν αίρει τον παράνομο χαρακτήρα της εν λόγω πράξης, ο οποίος πηγάζει ευθέως από τις ως άνω διατάξεις των άρ. 6 και 16 του Ν. 3699/2008.
Επιπλέον, δεν προέκυψε πως η συγκεκριμένη εκπαιδευτικός, κατά την ανάληψη της υπηρεσίας της, συνέταξε και εφάρμοσε το Εξατομικευμένο Πρόγραμμα Εκπαίδευσης (ΕΠΕ) κατά τα οριζόμενα στη γνωμάτευση του ΚΕΔΔΥ, την οποία η σχολική μονάδα ήταν υποχρεωμένη να τηρήσει. Το ΕΠΕ άρχισε ουσιαστικά να εφαρμόζεται σε μεταγενέστερο χρόνο, με θετικά εντέλει αποτελέσματα στη συμπεριφορά του μαθητή.
Υπό τα δεδομένα αυτά, το Δικαστήριο έκρινε ότι η παράνομη παράλειψη χορήγησης της αναγκαίας εκπαιδευτικής βοήθειας στο τέκνο των εναγόντων συνέβαλε στη διαρκή επιδείνωση των προβλημάτων προσαρμογής του στη μαθητική κοινότητα και τη μαθησιακή διαδικασία, στην αδυναμία ελέγχου των προβλημάτων της συμπεριφοράς του, στην περιθωριοποίησή του, σε πολυάριθμες αναφορές σε βάρος του από εκπαιδευτικούς και, γενικώς, στην αδυναμία ομαλής ένταξής του στο σχολικό περιβάλλον, γεγονότα τα οποία κρίθηκαν ικανά να επιφέρουν ηθική βλάβη στο ανήλικο τέκνο των εναγόντων λόγω προσβολής της προσωπικότητάς του.
Το αίτημα, ωστόσο, των εναγόντων γονέων περί επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστησαν οι ίδιοι προσωπικά απορρίφθηκε συνολικά ως αβάσιμο.
Απόσπασμα απόφασης
Συνεπώς, το τέκνο των εναγόντων, αν και είχε διαπιστωμένες ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, για το μεν χρονικό διάστημα από την έναρξη του σχολικού έτους 2018-2019 έως την δεν έλαβε παράλληλη στήριξη, για το δε διάστημα από την ημερομηνία ανάληψης υπηρεσίας της … έως τις εορτές των Χριστουγέννων του ίδιου έτους έλαβε παράλληλη στήριξη από μη καταρτισμένη στο αντικείμενο αυτό εκπαιδευτικό και χωρίς την εφαρμογή Εξατομικευμένου Προγράμματος Εκπαίδευσης (ΕΠΕ).
Υπό τα δεδομένα αυτά, το Δικαστήριο κρίνει ότι η παράνομη παράλειψη χορήγησης της αναγκαίας εκπαιδευτικής βοήθειας στο τέκνο των εναγόντων κατά το ως άνω χρονικό διάστημα συνέβαλε, όπως βασίμως προβάλλεται, στη διαρκή επιδείνωση των προβλημάτων προσαρμογής του στη μαθητική κοινότητα και τη μαθησιακή διαδικασία, στην αδυναμία ελέγχου των προβλημάτων της συμπεριφοράς του, στην περιθωριοποίησή του, σε πολυάριθμες αναφορές σε βάρος του από εκπαιδευτικούς και, γενικώς, στην αδυναμία ομαλής ένταξής του στο σχολικό περιβάλλον, όπως προκύπτει και από τα αναλυτικά αναφερόμενα συμβάντα στο ΕΠ έγγραφο της Διευθύντριας του Δημοτικού Σχολείου.
Τα γεγονότα αυτά ήταν ικανά να επιφέρουν ηθική βλάβη στο ανήλικο τέκνο των εναγόντων λόγω προσβολής της προσωπικότητάς του, για την αποκατάσταση της οποίας πρέπει για λογαριασμό να επιδικαστεί στους ενάγοντες χρηματική ικανοποίηση, κατ’ άρθρο ΑΚ 932.
Το ύψος αυτής, ενόψει του είδους της προσβολής, του μεγέθους και της διάρκειας της βλάβης, καθώς και των λοιπών συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης, προσδιορίζεται, κατ’ εύλογη κρίση του Δικαστηρίου, στο ποσό των επτά χιλιάδων (7.000) ευρώ.
Λαμβάνοντας, όμως, υπόψη τον αυστηρά προσωπικό χαρακτήρα της αξίωσης για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, συνεπεία του οποίου τρίτα προς τον παθόντα πρόσωπα δεν δικαιούνται χρηματικής ικανοποίησης , έστω και εάν αυτά λόγω του στενού οικογενειακού τους δεσμού, δοκιμάζουν ψυχικό πόνο και στενοχώρια, το Δικαστήριο κρίνει ότι, ως προς τις ανωτέρω πράξεις και παραλείψεις των οργάνων του εναγόμενου, το αίτημα των εναγόντων περί επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης και στους ίδιους προσωπικά πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.
Δείτε ολόκληρη την απόφαση στην ΤΝΠ Ισοκράτης