Το Δικαστήριο αναγνώρισε πως το μεγαλύτερο μέρος ευθύνης βάρυνε τον οδηγό του αυτοκινήτου. Βγήκε από διασταύρωση στη μέση του δρόμου και προκάλεσε σοβαρό τραυματισμό στον μοτοσικλετιστή.
Η συμπεριφορά του οδηγού της μοτοσικλέτας δεν ήταν η δέουσα. Κυκλοφορούσε χωρίς άδεια, χωρίς κράνος και έκανε «σούζες» σε κάποιο δρόμο κατοικημένης περιοχής. Ωστόσο, ο σοβαρός τραυματισμός του από οδηγό αυτοκινήτου, ο οποίος επιχείρησε μεθυσμένος να διασχίσει κάθετα το δρόμο, από τον οποίο διερχόταν ο μοτοσικλετιστής, κρίθηκε πως αποτέλεσε την αιτία για το ατύχημα.
Έτσι, μετά την προσφυγή του μοτοσικλετιστή (του ενάγοντος στην προκειμένη περίπτωση), τα αρμόδια Δικαστήρια έκριναν πως υπήρξε συνυπαιτιότητα, σε ποσοστό όμως μόλις 30% ενώ τη βαρύτερη ευθύνη του 70% είχε ο οδηγός του ΙΧ (ο εναγόμενος).
«Παρά την συνυπαιτιότητά του, λόγω της σοβαρότητας και των συνεπειών του τραυματισμού του, όπως αυτά περιγράφηκαν, της πολύχρονης παραμονής του σε νοσηλευτικό ίδρυμα, του αριθμού των επεμβάσεων στις οποίες υποβλήθηκε και μάλιστα υπό πλήρη αναισθησία, του γεγονότος ότι η πλήρης αποθεραπεία του επήλθε τουλάχιστον τρία έτη μετά το ατύχημα, της σωματικής και ψυχικής ταλαιπωρίας που υπέστη, και της οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης των μερών … πρέπει να του επιδικαστεί ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη το δίκαιο και εύλογο ποσό των 35.000,00 ευρώ» αναφέρει η απόφαση, που επιδικάζει την αποζημίωση στον μοτοσικλεστιστή.
Καθοριστικό ρόλο στην απόφαση έπαιξε και «η ανίχνευση αυξημένης ποσότητας αλκοόλ στο αίμα του πρώτου εναγόμενου (σ.σ. του οδηγού ΙΧ), που συνηγορεί υπέρ της άποψης ότι αυτός δεν ακινητοποίησε το όχημα του ως όφειλε, ή πάντως δεν ενήργησε τον δέοντα έλεγχο, όπως θα έκανε ο μέσος συνετός και νηφάλιος οδηγός, με αποτέλεσμα να μην αντιληφθεί εγκαίρως τη μοτοσικλέτα».
Καμία συνάφεια οι «σούζες» με τη σύγκρουση
Το γεγονός – σύμφωνα με τη δικαστική απόφαση – ότι ο οδηγός της μοτοσικλέτας ενεργούσε σούζες 200 μέτρα προ του σημείου του ατυχήματος δεν τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την ένδικη σύγκρουση, πέραν του ότι δεν αποδείχθηκε ότι κατά την πραγματοποίηση της “σούζας”, η δίκυκλη μοτοσικλέτα εισήλθε έστω και κατ’ ελάχιστον, στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας.
Ειδικότερα, τονίζεται πως ο οδηγός του αυτοκινήτου «ευθύνεται καθότι δεν ακινητοποίησε ως όφειλε το όχημα του πριν από την ρυθμιστική πινακίδα ΣΤΟΠ, ώστε να παραχωρήσει προτεραιότητα στα κινούμενα επί της διασταυρούμενης οδού οχήματα. Το γεγονός αυτό αποδεικνύεται τόσο από την κατάθεση του αυτόπτη μάρτυρα, ο οποίος καταθέτει ότι το αυτοκίνητο του πρώτου εναγομένου (σ.σ. οδηγού του ΙΧ) βγήκε από τη διασταύρωση και επέπεσε στο μηχανάκι, όσο και από το σημείο σύγκρουσης των οχημάτων, όπως αυτή αποτυπώνεται στο σχεδιάγραμμα της τροχαίας και τις ζημίες που τα οχήματα φέρουν, το μεν αυτοκίνητο στην πίσω αριστερή πόρτα, η δε μοτοσυκλέτα στην εμπρόσθια πλευρά της».
Καταρρίπτεται το επιχείρημα «ορατότης μηδέν»
Αβάσιμο έκρινε το δικαστήριο και τον ισχυρισμό του οδηγού του ΙΧ πως ακινητοποίησε το όχημα στην πινακίδα ΣΤΟΠ. Στο απολογητικό του υπόμνημα ο πρώτος εναγόμενος ισχυρίζεται ότι «ενώ ήταν ακινητοποιημένος στο STOP, πέρασαν μπροστά του μία παρέα 3-4 νεαρών που οδηγούσαν δίκυκλα μοτοποδήλατα, κάνοντας σούζες, και αφού πέρασαν αυτά, αυτός εισήλθε στον κόμβο κινούμενος τόσο όσο χρειαζόταν για να ελευθερώσει το πεδίο ορατότητας του, επειδή οι κάδοι και το σταθμευμένο αυτοκίνητο περιόριζαν την ορατότητα του και τη στιγμή εκείνη ξαφνικά είδε από αριστερά του ένα δίκυκλο».
Τα παραπάνω, ωστόσο, αντικρούονται από την κατάθεση του αυτόπτη μάρτυρα, ο οποίος κάνει λόγο μόνο για δύο με τρία μηχανάκια που έκαναν σούζες και όχι περισσότερα, αλλά και από το σχεδιάγραμμα της τροχαίας, από το οποίο προκύπτει ότι οι κάδοι απορριμμάτων και το σταθμευμένο όχημα δεν εμπόδιζαν σε τέτοιο βαθμό την ορατότητα του πρώτου εναγομένου, ώστε να αναγκαστεί να εισέλθει 3,9 μ. από την οριογραμμή της διασταύρωσης για να ελέγξει την οδό.
Επίσης, ο πρώτος εναγόμενος ισχυρίζεται ότι δεν είδε τη μοτοσυκλέτα του πρώτου ενάγοντος, γιατί αυτός βρισκόταν σε θέση ανυψωμένου εμπρόσθιου τροχού (σούζα). «Το γεγονός ότι ο πρώτος ενάγων βρισκόταν σε αυτή τη θέση επιβεβαιώνεται από την κατάθεση του αυτόπτη μάρτυρα, ωστόσο, σε κάθε περίπτωση, υπήρχε επαρκής τεχνητός φωτισμός στο σημείο σύγκρουσης και επίσης λίγο πίσω από τη μοτοσυκλέτα του πρώτου ενάγοντος έβαινε το αυτοκίνητο του ως άνω αυτόπτη μάρτυρα, το οποίο είχε φώτα και ο πρώτος εναγόμενος έπρεπε λογικά να δει τουλάχιστον αυτό και να ακινητοποιήσει το όχημα του για να του δώσει προτεραιότητα» επισημαίνεται στη δικαστική απόφαση.
Το κράνος του μοτοσικλετιστή
Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται και στη μη χρήση κράνους από τον μοτοσικλετιστή. «Η ένσταση των εναγομένων περί συντρέχοντος πταίσματος του πρώτου ενάγοντος στις σωματικές του βλάβες, λόγω μη χρήσης κράνους, είναι απορριπτέα ως αβάσιμη, καθότι ναι μεν δεν αποδείχθηκε ότι ο πρώτος ενάγων φορούσε κράνος (σημειώνεται στην έκθεση της τροχαίας ότι κράνος δεν ανευρέθει στον τόπο που ατυχήματος), πλην όμως οι σωματικές του βλάβες δεν επιδεινώθηκαν από τη μη χρήση του κράνους, αφού αυτός δεν έφερε κακώσεις κεφαλής, αλλά υπέστη πέραν από τα κατάγματα των κάτω άκρων, κάταγμα λάρυγγα, το οποίο όμως δεν θα αποτρεπόταν από τη χρήση κράνους» καταλήγει η απόφαση.