Δεν αποδείχθηκε ότι η επίδικη απαίτηση μεταβιβάστηκε από την αρχική πιστώτρια τράπεζα στην αποκτώσα αλλοδαπή εταιρεία, τη διαχείριση των απαιτήσεων της οποίας ανέλαβε η επισπεύδουσα, με αποτέλεσμα την έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησης της τελευταίας
Δεκτή έγινε από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών (ΜΠΑ 248/2021) ανακοπή κατά επιταγής προς πληρωμή κάτω από αντίγραφο του α’ απογράφου εκτελεστού διαταγής πληρωμής και κατά κατασχετήριο της καθ’ ης εις χείρας τρίτων ανώνυμων τραπεζικών εταιριών.
Ειδικότερα, με την επίδικη επιταγή προς πληρωμή, ο ανακόπτων επιτάχθηκε να καταβάλει το ποσό των 729.181,93 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, για απαίτηση τράπεζας από σύμβαση πίστωσης, στην καθ’ ης η ανακοπή, με την ιδιότητά της ως διαχειρίστριας απαιτήσεων αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού, δυνάμει σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων κατά το άρθρο 10 του Ν. 3156/2003, στην οποία (αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού) μεταβιβάστηκαν διάφορες απαιτήσεις της αρχικής πιστώτριας τράπεζας, δυνάμει σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων.
Με τον προβαλλόμενο λόγο ανακοπής του, ο ανακόπτων ισχυρίστηκε ότι από τα έγγραφα που τού συγκοινοποιήθηκαν, δεν αποδεικνύεται πως μεταξύ των απαιτήσεων που μεταβιβάστηκαν από την αρχική πιστώτρια τράπεζα προς την αποκτώσα εταιρεία, τη διαχείριση των οποίων εν συνεχεία ανέλαβε η καθ’ ης η ανακοπή, ήταν και η απαίτηση που πηγάζει από την επίδικη δανειακή σύμβαση. Και τούτο, διότι στα εν λόγω έγγραφα δεν αναγράφονται ούτε το οφειλόμενο κεφάλαιο ανά επιχειρηματική απαίτηση και ανά σύνολο, ούτε η επίδικη σύμβαση, ούτε τα ονοματεπώνυμα των οφειλετών και των εγγυητών.
Συνεπώς, κατά τους βάσιμους εντέλει ισχυρισμούς του ανακόπτοντος, η καθ’ ης η ανακοπή δεν νομιμοποιείται ενεργητικά υπό την προεκτεθείσα ιδιότητά της στη διαχείριση και είσπραξη της επίμαχης απαίτησης και, άρα, και στην επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης εις βάρος του, γεγονός που καθιστά τις πράξεις εκτέλεσης ακυρωτέες.
Πράγματι, το δικαστήριο κατέληξε στην κρίση πως, από το σύνολο των αποδεικτικών μέσων, δεν αποδείχθηκε με βεβαιότητα ότι μεταξύ των απαιτήσεων που μεταβιβάστηκαν στην εταιρεία ειδικού σκοπού και των οποίων τη διαχείριση ανέλαβε η καθ’ ης, ήταν και η επίδικη σύμβαση πίστωσης.
Πιο συγκεκριμένα, διαπιστώθηκε ότι στο σχετικό έγγραφο δεν αναγράφονται τα στοιχεία με τα οποία θα μπορούσε το δικαστήριο να ταυτοποιήσει τα στοιχεία της επίδικης απαίτησης. Η μοναδική αναφερόμενη στο έγγραφο πληροφορία που έχει κάποια ομοιότητα με την προκείμενη απαίτηση είναι το ονοματεπώνυμο του οφειλέτη – πιστούχου, ενώ όλα τα υπόλοιπα στοιχεία, τα οποία αφορούν στον εν λόγω πιστούχο, δεν ταυτίζονται με την επίδικη απαίτηση από την επίδικη σύμβαση πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, δεδομένου ότι στην στήλη με την «ημερομηνία της σύμβασης» δεν αναγράφεται οποιαδήποτε ημερομηνία, στην στήλη με τους «αριθμούς λογαριασμού» αναγράφονται τρεις λογαριασμοί, οι οποίοι, όμως, ουδόλως ταυτίζονται με τους προαναφερόμενους λογαριασμούς που τηρήθηκαν από την τράπεζα για την εξυπηρέτηση της σύμβασης, όπως επίσης στη στήλη με τα «ονοματεπώνυμα των εγγυητών» δεν αναγράφεται οποιοδήποτε ονοματεπώνυμο, ενώ σε κανένα σημείο δεν αναφέρεται ο αριθμός της σύμβασης και το οφειλόμενο κεφάλαιο ανά τιτλοποιούμενη απαίτηση, ούτε άλλωστε οποιοδήποτε ποσό.
Επομένως, κατά τη κρίση του δικαστηρίου, η προσβαλλόμενη επιταγή προς πληρωμή και το κατασχετήριο εις χείρας τρίτων τυγχάνουν άκυρα, καθώς διενεργήθηκαν από την καθ’ ης η ανακοπή, με την ιδιότητά της ως διαχειρίστριας αυτών των απαιτήσεων, χωρίς ωστόσο να νομιμοποιείται ενεργητικά προς τούτο.
Απόσπασμα απόφασης
Με τη σύμβαση διαχείρισης η καθ’ ης ανέλαβε τη διαχείριση και είσπραξη όλων των απαιτήσεων που εκχωρήθηκαν από την τράπεζα στην ως άνω αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού. Όπως προεκτέθηκε, η καθ’ ης η ανακοπή ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία … επέδωσε στις την προσβαλλόμενη από 16.10.2020 επιταγή προς πληρωμή προς τον ανακόπτοντα, με την οποία τον επέτασσε να καταβάλει σ’ αυτήν, με την ιδιότητα της ως διαχειρίστριας απαιτήσεων και ως εντολοδόχου και ειδικού πληρεξουσίου, αντιπροσώπου και αντικλήτου της ως άνω αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «GALAXY IV FUNDING DESIGNATED ACTIVITY COMPANY», δυνάμει της προαναφερόμενης από 30.04.2020 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, στην οποία, όπως αναγράφεται στην παραπάνω επιταγή προς εκτέλεση, μεταβιβάστηκε η επίδικη απαίτηση της τράπεζας εις βάρος του ανακόπτοντος εκ της επίμαχης υπ’ αριθμ. …/04.07.1997 σύμβασης πίστωσης με ανοιχτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, δυνάμει της ως άνω από 30.04.2020 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων. Συγχρόνως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, κοινοποίησε στον ανακόπτοντα τα σχετικά με τη νομιμοποίηση της έγγραφα και συγκεκριμένα το με αριθμό πρωτ. … έγγραφο του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών για την καταχώριση της παραπάνω σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων, το με αριθμό πρωτ. … έγγραφο του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών για την καταχώριση της παραπάνω σύμβασης διαχείρισης απαιτήσεων και αντίγραφο του καταλόγου των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων. Ωστόσο, από τα προαναφερόμενα έγγραφα, τα οποία συγκοινοποίθηκαν στον ανακόπτοντα κατ’ εφαρμογή του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως και από τα υπόλοιπα έγγραφα της δικογραφίας, που με επίκληση προσκομίζονται από τους διαδίκους, δεν προκύπτει ότι μεταξύ των απαιτήσεων που μεταβιβάστηκαν από την ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία προς την αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία …, τη διαχείριση των οποίων η τελευταία ανέθεσε στην καθ’ ης, ήταν και η επίδικη απαίτηση, απορρέουσα από την υπ’ αριθμ. …/04.07.1997 σύμβασης πίστωσης με ανοιχτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, την εξόφληση της οποίας εγγυήθηκε ο ανακόπτων. Τούτο διότι, από το προσκομιζόμενο μετ’ επικλήσεως από τους διαδίκους από 16.10.2020 ακριβές αντίγραφο εξαχθέν εκ ταυ υπ’ αριθμ. πρωτ…. και εκ του υπ’ αριθμ. πρωτ. … παραρτήματος των δημόσιων βιβλίων του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, που αποτελεί τον κατάλογο των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων και ενσωματώνεται στις ανωτέρω συμβάσεις ως παράρτημα, όπου σύμφωνα με το άρθρο 3 της εν λόγω σύμβασης μεταβίβασης θα έπρεπε να αναγράφονται, μεταξύ άλλων, τα οφειλόμενα κεφάλαια ανά επιχειρηματική απαίτηση και ανά σύνολο, τα ονοματεπώνυμα και οι διευθύνσεις των οφειλετών και εγγυητών και οι παρεπόμενες εμπράγματες ή ενοχικές απαιτήσεις, και συγκεκριμένα από το μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενο από τους διαδίκους αντίγραφο της σελίδας 35 του οικείου παραρτήματος δεν προκύπτει εάν η επίδικη απαίτηση εκχωρήθηκε στην παραπάνω αλλοδαπή εταιρεία, καθόσον σ’ αυτή τη σελίδα δεν αναγράφονται τα στοιχεία με τα οποία θα μπορούσε το Δικαστήριο να ταυτοποιήσει τα στοιχεία της επίδικης απαίτησης, δεδομένου ότι η μοναδική αναφερόμενη στο έγγραφο πληροφορία που έχει κάποια ομοιότητα με την προκείμενη απαίτηση είναι το ονοματεπώνυμο οφειλέτη – πιστούχου όπου αναγράφεται η ως άνω εταιρεία με την επωνυμία …, όπου σχετικά φαίνεται να έχουν μεταβιβασθεί στην παραπάνω αλλοδαπή εταιρεία τρεις συμβάσεις αλληλόχρεου λογαριασμού με συμβληθείσα την …. Όλα τα υπόλοιπα στοιχεία, τα οποία αφορούν την εν λόγω πιστούχο, δεν ταυτίζονται με την επίδικη απαίτηση από την ως άνω σύμβαση πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, δεδομένου ότι στην στήλη με την «ημερομηνία της σύμβασης» δεν αναγράφεται οποιαδήποτε ημερομηνία, στην στήλη με τους «αριθμούς λογαριασμού» αναγράφονται τρεις λογαριασμοί, οι οποίοι, όμως, ουδόλως ταυτίζονται με τους προαναφερόμενους λογαριασμούς που τηρήθηκαν από την τράπεζα για την εξυπηρέτηση της σύμβασης και οι οποίοι προκύπτουν τόσο από την επίμαχη διαταγή πληρωμής όσο και από τα μνημονευόμενα στα δικόγραφα των διαδίκων, όπως επίσης στη στήλη με τα «ονοματεπώνυμα των εγγυητών» δεν αναγράφεται οποιοδήποτε ονοματεπώνυμο, ενώ σε κανένα σημείο της σελίδας του εν λόγω παραρτήματος δεν αναφέρεται ο αριθμός της σύμβασης και το οφειλόμενο κεφάλαιο ανά τιτλοποιούμενη απαίτηση, ούτε άλλωστε οποιοδήποτε ποσό. Εξάλλου, η καθ’ ης η ανακοπή δεν εισέφερε διευκρινήσεις στο δικόγραφο των προτάσεων της, που νομοτύπως κατέθεσε, ως προς την αναντιστοιχία των όσων αναγράφονται στην ως άνω σελίδα του παραρτήματος με τα στοιχεία της επίμαχης σύμβασης πίστωσης, ούτε κάποιο αντίθετα αποδεικτικό στοιχείο, έτσι ώστε να δυνηθεί το Δικαστήριο να καταλήξει σε διαφορετικό συμπέρασμα.
Δείτε ολόκληρη την απόφαση εδώ.