Η φορολογική έκπτωση περνάει από τα πιστωτικά ιδρύματα
Σύμφωνα με την περίπτωση ιε’ του άρθρου 23 του Ν.4172/2013 (Κ.Φ.Ε.) δεν εκπίπτουν φορολογικά από τα ακαθάριστα έσοδα όσων ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα (ατομικές επιχειρήσεις, νομικά πρόσωπα και νομικές οντότητες) οι δαπάνες των ενοικίων επαγγελματικών χώρων που πραγματοποιούνται στα φορολογικά έτη που ξεκίνησαν από την 1.1.2020, εφόσον η εξόφλησή τους δεν έχει πραγματοποιηθεί με τη χρήση ηλεκτρονικού μέσου πληρωμής ή μέσω παρόχου υπηρεσιών πληρωμών, συνεπώς αναγνωρίζονται φορολογικά μόνο οι ανωτέρω δαπάνες μόνο στην περίπτωση κατά την οποία αυτές εξοφλούνται με τη χρήση ηλεκτρονικού μέσου πληρωμής ή μέσω παρόχου υπηρεσιών πληρωμών.
Ως ηλεκτρονικό μέσο πληρωμής νοείται κάθε μέσο πληρωμής που απαιτεί τη μεσολάβηση ενός τηλεπικοινωνιακού ή ηλεκτρονικού δικτύου, όπως π.χ. η μεταφορά χρημάτων μέσω ειδικών διαδικτυακών εφαρμογών («e-banking»), καρτών, το «ηλεκτρονικό πορτοφόλι», κ.λπ., ενώ ως πάροχος υπηρεσιών πληρωμών νοούνται τα πιστωτικά ιδρύματα, τα γραφεία ταχυδρομικών επιταγών και τα ιδρύματα πληρωμών της παραγράφου 4 του άρθρου 4 του Ν.4537/2018. Πέραν αυτών, ως μέσα πληρωμής που επιτρέπουν τη φορολογική έκπτωση των δαπανών ενοικίων, είναι και η κατάθεση σε τραπεζικό λογαριασμό του εκμισθωτή, έστω και αν υπάρχουν περισσότεροι συνδικαιούχοι, είτε με μετρητά είτε με μεταφορά μεταξύ λογαριασμών (έμβασμα), η χρήση ταχυδρομικής επιταγής -ταχυπληρωμής ή η κατάθεση σε λογαριασμό πληρωμών των Ελληνικών Ταχυδρομείων, η χρήση τραπεζικής επιταγής, η έκδοση επιταγής σε διαταγή του εκμισθωτή και η χρήση συναλλαγματικών οι οποίες εξοφλούνται μέσω τράπεζας.
Σε περίπτωση που μέρος της δαπάνης του ενοικίου μιας επιχείρησης δεν εξοφληθεί με κάποιο από τα ανωτέρω μέσα πληρωμής, δεν αναγνωρίζεται προς έκπτωση το σύνολο της δαπάνης. Αν λοιπόν για παράδειγμα μια επιχείρηση έχει υποχρέωση να καταβάλει το ποσό των 414,40 ευρώ για το ενοίκιο του Ιουλίου και καταβάλει 350,00 ευρώ με e-banking και 64,40 μετρητοίς, τότε δεν θα αναγνωρισθεί φορολογικά για έκπτωση το σύνολο του ενοικίου αυτού του μήνα ύψους 414,40 ευρώ.
Σε περίπτωση κατά την οποία οι αντισυμβαλλόμενοι, πέραν από τη σχέση μίσθωσης (μισθωτής-εκμισθωτής) είναι ταυτόχρονα προμηθευτές και πελάτες, επιτρέπεται να προβούν σε εκατέρωθεν λογιστικούς συμψηφισμούς, εφόσον αυτό δεν αντιβαίνει σε διατάξεις άλλων νόμων και σε περίπτωση που απομένει μετά τον συμψηφισμό υπολειπόμενο μίσθωμα για καταβολή, απαιτείται να εξοφληθεί με ηλεκτρονικό μέσο πληρωμής ανεξάρτητα του ύψους του προκειμένου το ποσό αυτό να εκπέσει φορολογικά από τα ακαθάριστα έσοδα του εκμισθωτή. Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημάνουμε ότι, στην περίπτωση εξόφλησης από τρίτο πρόσωπο, το οποίο κατ’ εντολή του μισθωτή καταθέτει το σχετικό ποσό προς απόσβεση ισόποσης δικής του υποχρέωσης προς τον μισθωτή, με κατάθεση σε τραπεζικό λογαριασμό του εκμισθωτή, η σχετική δαπάνη εκπίπτει από τα ακαθάριστα έσοδα του μισθωτή, αρκεί να αποδεικνύεται με βάση τα κατάλληλα στοιχεία, όπως για παράδειγμα τραπεζικά παραστατικά ή άλλα έγγραφα, η εξόφληση του εκμισθωτή όπως επίσης και ο λόγος για τον οποίο εξοφλούνται οι δαπάνες αυτές από τον τρίτο και στην περίπτωση κατά την οποία απομένει υπολειπόμενο μίσθωμα για καταβολή, μετά τον συμψηφισμό της απαίτησης του μισθωτή έναντι του τρίτου με την οφειλή του προς τον εκμισθωτή, τότε για να αναγνωρισθεί φορολογικά το σύνολο της δαπάνης απαιτείται η εξόφλησή του υπολειπόμενου μισθώματος με ηλεκτρονικό μέσο πληρωμής.
Οι προκαταβολές ενοικίων που αφορούσαν το φορολογικό έτος 2020 και οι οποίες είχαν καταβληθεί μέχρι τις 12 Δεκεμβρίου 2019, ημερομηνία που δημοσιεύθηκε στο Φ.Ε.Κ. ο Ν.4646/2019 με τον οποίο προστέθηκε στον Κ.Φ.Ε. η σχετική διάταξη, αναγνωρίζονται προς έκπτωση ανεξάρτητα με τον τρόπο που αυτές εξοφλήθηκαν. Αν για παράδειγμα, ένα νομικό πρόσωπο προκατέβαλε μετρητοίς το ενοίκιο των μηνών Ιανουαρίου και Φεβρουαρίου του 2020 στις 10 Δεκεμβρίου 2019, θα εκπέσει φορολογικά τη σχετική δαπάνη παρότι αυτή εξοφλήθηκε μετρητοίς.
Τέλος τονίζεται ότι, οι δαπάνες ενοικίων οι οποίες έχουν πραγματοποιηθεί εντός ενός φορολογικού έτους (π.χ. 2020) αλλά δεν έχουν εξοφληθεί στο ίδιο έτος, κρίνονται οριστικά, ως προς την φορολογική έκπτωσή τους, στο φορολογικό έτος που θα λάβει χώρα η εξόφληση τους. Στην περίπτωση που στο έτος εξόφλησης διαπιστωθεί ότι οι δαπάνες αυτές εξοφλήθηκαν χωρίς να γίνει χρήση ηλεκτρονικού μέσου πληρωμής ή διαμεσολάβηση παρόχου υπηρεσιών πληρωμών, η επιχείρηση υποχρεούται να υποβάλει τροποποιητική δήλωση του φορολογικού έτους που αφορά η δαπάνη, προσθέτοντας τα ποσά αυτών των δαπανών ως θετική λογιστική διαφορά.
Γιώργος Α. Κορομηλάς
Φορολογικός σύμβουλος – Συγγραφέας φορολογικών βιβλίων
Διευθυντής Φορολογικού τμήματος Tax Advisors I.K.E.
Πρόεδρος Ινστιτούτου Οικονομικών και Φορολογικών Μελετών