ΑΠΟΦΑΣΗ
Istrate κατά Ρουμανίας της 13.04.2021 (αρ. προσφ. 44546/13)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ο προσφεύγων αστυνομικός συνελήφθη να οδηγεί σε κατάσταση μέθης. Με απόφαση πειθαρχικού συμβουλίου απολύθηκε με την αιτιολογία ότι ως αστυνομικός είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση τήρησης του νόμου και η συμπεριφορά του ήταν ιδιαιτέρως ανάρμοστη λόγω της ιδιότητάς του. Η ποινική δίωξη εναντίον του για το αδίκημα της οδήγησης υπό την επήρεια αλκοόλ, έπαυσε λόγω μη πλήρωσης της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος.
Άσκησε προσφυγή για παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας λόγω του ότι το πειθαρχικό συμβούλιο επηρεάστηκε από την ποινική διαδικασία που είχε κινηθεί εναντίον του.
Το Δικαστήριο σημείωσε εξαρχής ότι η ποινική διαδικασία, η οποία έληξε μετά την απόλυση του προσφεύγοντος, δεν ήταν αποφασιστική για την πειθαρχική διαδικασία, ενόψει των κατηγοριών που απαγγέλθηκαν εναντίον του προσφεύγοντος. Διαπίστωσε ότι ο προσφεύγων συμμετείχε στις διαδικασίες κατά αντιμωλία τόσον ενώπιον των πειθαρχικών οργάνων όσων και των εθνικών δικαστηρίων. Έτσι κατάφερε να παρουσιάσει τα αποδεικτικά του στοιχεία και να υπερασπιστεί ελεύθερα την υπόθεσή του. Επίσης οι διοικητικές αρχές που διεξήγαγαν την πειθαρχική διαδικασία, δεν έκαναν αναφορά που να υποδήλωνε ότι ο προσφεύγων ήταν ένοχος για το αδίκημα που κατηγορήθηκε.
Εν προκειμένω, το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι το όργανο που ήταν υπεύθυνο για την πειθαρχική διαδικασία ήταν εξουσιοδοτημένο και ικανό να εξακριβώσει ανεξάρτητα τα πραγματικά περιστατικά ενώπιον του βάσει λιγότερο αυστηρών απαιτήσεων αποδείξεως από εκείνες της ποινικής διαδικασίας. Ακολούθως το ΕΔΔΑ έκρινε ότι οι αρχές που ενεπλάκησαν στην πειθαρχική και ποινική διαδικασία δεν παραβίασαν το δικαίωμα του προσφεύγοντος να τεκμαίρεται αθώος. Κατά συνέπεια, δεν διαπίστωσε παραβίαση του τεκμηρίου της αθωότητας (άρθρο 6 § 2 της ΕΣΔΑ).
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 6§2
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων Vlad Istrate είναι Ρουμάνος υπήκοος, πρώην αστυνομικός, ο οποίος γεννήθηκε το 1984 και ζει στην Oravita (Ρουμανία).
Η υπόθεση αφορούσε τον ισχυρισμό του προσφεύγοντος για παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας. Απολύθηκε από τη δουλειά του με απόφαση πειθαρχικού συμβουλίου μετά από ποινική δίωξη εναντίον του για οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ. Δεν επαναπροσλήφθηκε, παρόλο που έπαυσε η ποινική δίωξη λόγω ότου ότι έλειπε ένα από τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του αδικήματος.
Βασιζόμενος στο άρθρο 6 παρ. 2 (τεκμήριο αθωότητας) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, ο προσφεύγων παραπονέθηκε ότι η πειθαρχική κύρωση εναντίον του είχε διατηρηθεί ακόμη και μετά τη διακοπή των ποινικών διαδικασιών.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι το άρθρο 6§2 προστατεύει το δικαίωμα του καθενός να θεωρείται αθώος έως ότου αποδειχθεί νομίμως η ενοχή του. Το τεκμήριο αθωότητας παραβιάζεται εάν μια δικαστική απόφαση ή ακόμη και μια επίσημη δήλωση σχετικά με έναν κατηγορούμενο αντικατοπτρίζει την αίσθηση ότι είναι ένοχος, ενώ η ενοχή του δεν έχει αποδειχθεί νομικά εκ των προτέρων. Το άρθρο 6§2 διέπει το σύνολο της ποινικής διαδικασίας ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα της διαδικασίας.
Αυτό που διακυβεύεται μόλις ολοκληρωθεί η ποινική διαδικασία είναι η φήμη του ενδιαφερομένου και ο τρόπος με τον οποίο γίνεται αντιληπτή από το κοινό.
Κατά τον καθορισμό των περιστάσεων υπό τις οποίες υπάρχει παραβίαση του άρθρου 6 §2 στο πλαίσιο διαδικασιών μετά την ολοκλήρωση της ποινικής διαδικασίας, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι τα πράγματα εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τη φύση και το πλαίσιο των διαδικασιών στις οποίες υιοθετήθηκε κάποια απόφαση.
Σε όλες τις περιπτώσεις και ανεξάρτητα από την προσέγγιση που υιοθετήθηκε, οι όροι που χρησιμοποιούνται από την αρμόδια αρχή είναι ζωτικής σημασίας όσον αφορά την εκτίμηση της συμβατότητας με το άρθρο 6§2 της απόφασης και του συλλογισμού που ακολουθείται. Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δίδεται κατά τη διατύπωση συλλογισμού σε αστική απόφαση μετά το πέρας της ποινικής διαδικασίας.
Εφαρμογή αυτών των αρχών στην παρούσα υπόθεση.
Το Δικαστήριο έπρεπε πρώτα να αποφασίσει αν υπήρχε σχέση μεταξύ της ποινικής και της πειθαρχικής διαδικασίας που κινήθηκε αμέσως μετά εναντίον του προσφεύγοντος και, εφόσον η απάντηση ήταν καταφατική, εάν η τελευταία διαδικασία εξασφάλισε μεταχείριση σύμφωνα με την αρχή του τεκμηρίου αθωότητας.
Καταρχάς επισήμανε ότι ο προσφεύγων κατηγορήθηκε για εμπλοκή σε τροχαίο ατύχημα και ότι διέπραξε, με την ευκαιρία αυτή, παράβαση του άρθρου 87 §1 ν. 195/2002. Επομένως, το τεκμήριο αθωότητας εφαρμόζεται σε αυτό το αδίκημα από τη στιγμή της έναρξης της ποινικής έρευνας. Η προστασία που παρέχεται από το τεκμήριο αθωότητας συνεχίζεται μέχρι σήμερα, ενόψει της απόφασης παύσης της δίωξης. Στη συνέχεια, σημείωσε ότι κινήθηκαν πειθαρχικές διαδικασίες για το ίδιο τροχαίο ατύχημα που αφορούσε τον προσφεύγοντα και ότι έγγραφα στον ποινικό φάκελο τοποθετήθηκαν στον φάκελο που συστάθηκε στο πλαίσιο της πειθαρχικής διαδικασίας . Οι διαδικασίες αυτές ανεστάλησαν δύο φορές, στις 7 και 22 Απριλίου 2010, ενόψει έναρξης της ποινικής διαδικασίας.
Το Δικαστήριο θεώρησε ότι αυτά τα στοιχεία ήταν επαρκή για να δημιουργήσουν έναν σύνδεσμο μεταξύ της ποινικής και της πειθαρχικής διαδικασίας, έτσι ώστε το άρθρο 6 § 2 να εφαρμοστεί στο πλαίσιο της τελευταίας προκειμένου να διασφαλιστεί το δικαίωμα του προσφεύγοντος να τεκμαίρεται αθώος .
Το ερώτημα ενώπιον του Δικαστηρίου ήταν εάν η απόλυση του προσφεύγοντος για τους λόγους που προβάλλονται από τις εγχώριες αρχές παραβίασε το άρθρο 6 § 2 της ΕΣΔΑ.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι ο προσφεύγων παραπέμφθηκε, αφενός, στη διοικητική απόφαση απόλυσης της 7ης Ιουνίου 2010, η οποία επικυρώθηκε από την απόφαση που έλαβε στις 30 Ιουνίου 2010 ο Γενικός Επιθεωρητής της συνοριακής αστυνομίας του Υπουργείου Εσωτερικών και οι δύο δε αυτές αποφάσεις είχαν εκδοθεί πριν από την ολοκλήρωση της ποινικής διαδικασίας και, από την άλλη πλευρά, μετά την απόφαση του δικαστηρίου που έπαυσε την ποινική δίωξη . Το Δικαστήριο εξέτασε συνεπώς εάν αυτές οι αποφάσεις, ιδίως η αιτιολογία και η διατύπωσή τους, ήταν συμβατές με την αρχή του τεκμηρίου αθωότητας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 § 2.
Το Δικαστήριο σημείωσε εξαρχής ότι η ποινική διαδικασία, η οποία ολοκληρώθηκε μετά την απόλυση του προσφεύγοντος και πριν από την έκδοση της απόφασης του Εφετείου Timişoara που επιβεβαίωσε την απόλυση, δεν ήταν αποφασιστική για την πειθαρχική διαδικασία, ενόψει των κατηγοριών που επιβλήθηκαν στον προσφεύγοντα. Δυνάμει του άρθρου 23 §§ 2 και 4 του ν. 400/2004, στην παρούσα περίπτωση ήταν νομικά δυνατό να συνεχιστούν οι δύο διαδικασίες, πειθαρχικές και ποινικές, παράλληλα και ανεξάρτητα η μία από την άλλη. Τα περιστατικά που φέρονταν κατά του προσφεύγοντος από πειθαρχική άποψη, ήτοι η ακατάλληλη συμπεριφορά, η οποία διαπράχθηκε παρόλο που είχε ιδιαίτερη υποχρέωση περί τήρησης του νόμου λόγω της ιδιότητας του, όπως ορίζεται στο άρθρο 57α του ν. 360/2002, ήταν διακριτά και ευρύτερα από αυτά που υπήχθησαν σε έλεγχο στο ποινικό δικαστήριο, δηλαδή οδήγηση υπό την επήρεια ορισμένης ποσότητας αλκοόλ, ανεξάρτητα από την ενοχή, όπως ορίζεται στο άρθρο 87 § 1 του ν. 192/2002.
Ο προσφεύγων υποστήριξε ότι οι πειθαρχικές αρχές παραβίασαν τις διατάξεις του εσωτερικού δικαίου, δεδομένου ότι θα έπρεπε, σύμφωνα με τον ίδιο, να αναστείλουν τη διαδικασία εν αναμονή της έκβασης της ποινικής διαδικασίας, όπως σημείωσε το δικαστήριο Caraş-Severin στην απόφασή του της 9 Μαΐου 2012. Το Δικαστήριο σημείωσε, αφενός, ότι στις 7 και 22 Απριλίου 2010, η πειθαρχική διαδικασία ανεστάλη αυτεπαγγέλτως και όχι κατόπιν αιτήματος του προσφεύγοντος. Ο τελευταίος επίσης δεν αμφισβήτησε την επανάληψη της έρευνας στις 12 Απριλίου και στις 3 Ιουνίου 2010.
Στο μέτρο που ισχυρίζεται ότι οι πειθαρχικές αρχές υπέπεσαν σε πλάνη κατά την ερμηνεία του ν. 400/2004, το Δικαστήριο σημείωσε ότι το ζήτημα της ερμηνείας του εσωτερικού δικαίου αποφασίστηκε τελικά από το Εφετείο της Timişoara, και υπενθύμισε σχετικά ότι το καθήκον του δεν είναι να αντικαταστήσει τα εθνικά δικαστήρια. Η πρωταρχική ευθύνη για την ερμηνεία της εσωτερικής νομοθεσίας βαρύνει τα τελευταία. Ο ρόλος του περιορίζεται στην επαλήθευση της συμβατότητας με τη Σύμβαση των αποτελεσμάτων μιας τέτοιας ερμηνείας. Επομένως, εκτός από περιπτώσεις προφανούς αυθαιρεσίας, δεν έχει δικαιοδοσία να αμφισβητεί την ερμηνεία της εσωτερικής νομοθεσίας από αυτά τα δικαστήρια. Εν προκειμένω, το Δικαστήριο θεώρησε λαμβάνοντας επίσης υπόψη τη διατύπωση των επίμαχων εθνικών διατάξεων, ότι οι διαπιστώσεις του Εφετείου και η ερμηνεία του σχετικά με τους σχετικούς κανόνες δεν μπορούν να θεωρηθούν προδήλως αυθαίρετες ή παράλογες.
Το Δικαστήριο σημείωσε επίσης ότι ο προσφεύγων επωφελήθηκε από την δίκη κατά αντιμωλία ενώπιον των πειθαρχικών οργάνων και των εθνικών δικαστηρίων. Έτσι κατάφερε να παρουσιάσει τα αποδεικτικά του στοιχεία και να υπερασπιστεί ελεύθερα την υπόθεσή του. Εν προκειμένω, το Δικαστήριο δεν συμφώνησε με τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος ότι δεν μπόρεσε να λάβει βοήθεια από αστυνομικό στην πειθαρχική διαδικασία, καθώς από τα έγγραφα που υποβλήθηκαν προκύπτει ότι ενημερώθηκε για το δικαίωμά του για νομική συνδρομή, όπως ορίζεται από το νόμο, αλλά και ότι παραιτήθηκε από το εν λόγω δικαίωμα.
Όσον αφορά τα υπόλοιπα επιχειρήματα του προσφεύγοντος και στο βαθμό που αυτά μπορεί να σχετίζονται με την καταγγελία του σύμφωνα με το άρθρο 6 § 2 της Σύμβασης, το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι, σύμφωνα με πάγια και διαρκή νομολογία, δεν εναπόκειται σε αυτό να γνωρίζει πραγματικά και νομικά σφάλματα που ενδεχομένως διαπράττονται από εγχώριο δικαστήριο, εκτός εάν και στο βαθμό που ενδέχεται να έχουν παραβιάσει τα δικαιώματα και τις ελευθερίες που κατοχυρώνει η Σύμβαση. Στην παρούσα υπόθεση, δεν διαπίστωσε πώς αυτά τα στοιχεία που προέβαλε ο προσφεύγων θα παραβίαζαν την αρχή του τεκμηρίου αθωότητας που εγγυάται το άρθρο 6 § 2 της Σύμβασης.
Το Δικαστήριο σημείωσε επίσης ότι η πειθαρχική διαδικασία δεν οδήγησε στην αναγνώριση της ενοχής του. Ούτε οι διοικητικές αρχές που διεξήγαγαν την πειθαρχική διαδικασία ούτε το Εφετείο Timişoara, το οποίο εξέτασε τη νομιμότητα της απόλυσης, δεν έκαναν αναφορά που να υποδήλωνε ότι ο προσφεύγων ήταν ένοχος για παράβαση του άρθρου 87 του ν. 195/2002 .
Εν προκειμένω, το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι τα όργανα που ήταν υπεύθυνα για τις διαδικασίες σχετικά με την καταδίκη ήταν εξουσιοδοτημένα και ικανά να εξακριβώσουν ανεξάρτητα τα πραγματικά περιστατικά ενώπιον τους, βάσει λιγότερο αυστηρών απαιτήσεων αποδείξεως από εκείνες της ποινικής διαδικασίας. Ήταν επίσης ελεύθερα να εκτιμήσουν εάν η συμπεριφορά του προσφεύγοντος κατά τη διάρκεια του ατυχήματος που οδήγησε στην ποινική έρευνα συμμορφώθηκε με τις ηθικές και πειθαρχικές απαιτήσεις που ορίζει το καταστατικό του αστυνομικού. Με βάση τις δηλώσεις που έκανε ο προσφεύγων ενώπιον των οργάνων που ήταν υπεύθυνα για την πειθαρχική έρευνα, καθώς και σε άλλα αποδεικτικά στοιχεία που συγκέντρωσαν οι ανακριτικές αρχές, η προϊστάμενη αρχή διαπίστωσε ότι ο προσφεύγων είχε καταναλώσει αλκοόλ και θεωρούσε ότι είχε εμπλακεί σε τροχαίο ατύχημα, το οποίο ήταν αρκετό, κατά την άποψή της, για να αποδείξει την ύπαρξη πειθαρχικού παραπτώματος αρκετά σοβαρού για να τον απολύσει. Μολονότι είναι αλήθεια ότι τα πραγματικά περιστατικά που διαπιστώθηκαν στο πλαίσιο της πειθαρχικής διαδικασίας διατυπώθηκαν με όρους πολύ κοντά σε εκείνους που χρησιμοποιήθηκαν από το ποινικό δίκαιο, πιο συγκεκριμένα από το άρθρο 87 του ν. 195/2002, το Δικαστήριο επισήμανε ότι η χρήση αυτών των όρων, όσο αδέξια και αν ήταν, δεν έγινε σε καμία περίπτωση για να ορίσει τον προσφεύγοντα ως παραβάτη αυτής της ποινικής διάταξης. Επιπλέον, αυτοί οι όροι δεν χρησιμοποιήθηκαν ως έχουν από το Εφετείο Timişoara στην απόφασή του της 28.03.2013.
Το Δικαστήριο θεώρησε ότι, με τον τρόπο αυτό, οι αρχές που ενεπλάκησαν στην πειθαρχική και ποινική διαδικασία δεν παραβίασαν το δικαίωμα του προσφεύγοντος να τεκμαίρεται αθώος.
Κατά συνέπεια, δεν διαπίστωσε παραβίαση του τεκμηρίου της αθωότητας (άρθρο 6 § 2 της ΕΣΔΑ) (επιμέλεια echrcaselaw.com).