ΔΠρΑθ 6340/2021, Τμήμα 25ο Τριμελές
Πρόεδρος Σταυρούλα Χατζοπούλου, Εισηγήτρια Αναστασία Πούλου
Επειδή, με την κρινόμενη αγωγή, μετά τη νόμιμη μετατροπή του αιτήματός της από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό με την κατατεθείσα στις 08.04.2021 δήλωση παράστασης, κατ’ άρθρο 133 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ., κυρωθείς με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999, Α΄ 97) της δικηγόρου των εναγόντων, ζητείται να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγoμένου Ελληνικού Δημοσίου, να καταβάλει, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα σε συνδυασμό με το άρθρο 932 του Αστικού Κώδικα: α) στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 150.000 ευρώ, β) στη δεύτερη ενάγουσα το ποσό των 150.000 ευρώ και γ) στην τρίτη ενάγουσα το ποσό των 100.000 ευρώ. Τα ποσά αυτά ζητούν οι ενάγοντες να τους καταβληθούν νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής τους στο εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο έως και την πλήρη εξόφληση, ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ψυχικής οδύνης που υπέστησαν εξαιτίας του θανάτου του συγγενούς τους Α.Ε. (τέκνου του πρώτου και της δεύτερης των εναγόντων και αδερφού της τρίτης ενάγουσας, αντίστοιχα), ο οποίος επήλθε κατά την παραμονή του τελευταίου στο Κέντρο Υποδοχής και Ταυτοποίησης (Κ.Υ.Τ.) της Μόριας, εξαιτίας παράνομων, κατά τους ισχυρισμούς τους, πράξεων και παραλείψεων των οργάνων του εναγομένου.
Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας, προκύπτουν τα ακόλουθα: Στις 14.11.2016 ο συγγενής των εναγόντων Α.Ε., Αιγύπτιος υπήκοος, γεννηθείς το έτος 1997, καταγράφηκε από τις αστυνομικές αρχές της Λέσβου ως παρανόμως εισελθών αλλοδαπός με το ονοματεπώνυμο «Α.Μ.» και μεταφέρθηκε στο Κέντρο Υποδοχής και Ταυτοποίησης (Κ.Υ.Τ.) Λέσβου, στη θέση Μόρια στη Μυτιλήνη (σχετ. η από 14.11.2016 καταχώριση στην εφαρμογή «Χαρτογράφηση Κυκλοφορίας αλλοδαπών» και το από 14.11.2016 έγγραφο καταγραφής προσωπικών στοιχείων της Υπηρεσίας Υποδοχής και Ταυτοποίησης). Την ίδια ημέρα ο συγγενής των εναγόντων εκδήλωσε τη βούληση για την υποβολή αιτήματος διεθνούς προστασίας, με αποτέλεσμα την αυθημερόν έκδοση από το Διοικητή του Κ.Υ.Τ. Λέσβου του με αριθμ. πρωτ. 30618/14.11.2016 Παραπεμπτικού Σημείωματος, προς ενημέρωση της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με την επιθυμία του να αιτηθεί διεθνή προστασία και της με αριθμ. πρωτ. 30620/14.11.2016 σχετικής Απόφασης Παραπομπής. Σύμφωνα δε, με σχετικές καταχωρίσεις στην εφαρμογή «Χαρτογράφηση Κυκλοφορίας αλλοδαπών» στις 17.11.2016 εκδόθηκε από το Κέντρο Υποδοχής και Ταυτοποίησης Λέσβου ατομική απόφαση περιορισμού της ελευθερίας του, ενώ στις 06.12.2016 φαίνεται να του επιβλήθηκε το διοικητικό μέτρο της απαγόρευσης εισόδου και να διατάχθηκε η διοικητική του απέλαση, παρότι οι σχετικές αποφάσεις δεν περιλαμβάνονται μεταξύ των στοιχείων του φακέλου. Μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας ταυτοποίησής του, ο συγγενής των εναγόντων εγκαταστάθηκε σε σκηνή που του δόθηκε, στην οποία διέμενε, μεταξύ άλλων, μαζί με τον 45χρονο Σύριο υπήκοο, Μ.Μ.. Ο Ιανουάριος του έτους 2017 υπήρξε ένας από τους πιο κρύους μήνες των τελευταίων τριάντα χρόνων στη χώρα, με τη Μυτιλήνη να σημειώνει απόκλιση 2,2 βαθμών στη μέση τιμή θερμοκρασίας και 203% απόκλιση στο μηνιαίο ύψος υετού (κυρίως χιονιού) (βλ. το Κλιματικό Δελτίο της Εθνικής Μετεωρολογικής Υπηρεσίας για το μήνα Ιανουάριου του έτους 2017). Στις 24.01.2017 και περί ώρα 16:00 ο Α.Ε. βρέθηκε αναίσθητος εντός της σκηνής του και μεταφέρθηκε άμεσα με σταθμό του Ε.Κ.Α.Β. στο Γ.Ν. Μυτιλήνης «Βοστάνειο», όπου διαπιστώθηκε ο θάνατος του (σχετ. το με αριθμ. πρωτ. 10/27.01.2017 πιστοποιητικό θανάτου, συνταχθέν από τον Ιατροδικαστή του Γ.Ν. Μυτιλήνης «Βοστάνειο», Θ.Ν.). Σε έκθεση εξέτασης μάρτυρα με τη συνδρομή διερμηνέα, που συντάχθηκε αυθημερόν από ανακριτικό αστυνομικό υπάλληλο για τα αίτια του ως άνω θανάτου, ο προαναφερθείς Μ.Μ., συγκάτοικος του θανόντος, δήλωσε ότι «ο Α. έπεσε για ύπνο χθες στις 01:30 περίπου όπως όλοι μας. Μέχρι τις 12:30 το μεσημέρι δεν είχε ξυπνήσει, αλλά δεν τον κουνήσαμε, γιατί νομίζαμε με τον άλλο συγκάτοικο ότι κοιμόταν. Κατά τις 16:00 περίπου, όταν δεν είχε ξυπνήσει, ανησυχήσαμε και ενώ ήταν αναίσθητος πια και παγωμένος, προσπαθήσαμε να τον επαναφέρουμε και όταν δεν τα καταφέραμε πήγαμε στους φρουρούς του κέντρου, όπου μετά από λίγη ώρα τον παρέλαβε ασθενοφόρο», σε σχετική δε ερώτηση περί του αν «εντός της σκηνής δεν υπήρχε κάποια εστία θέρμανσης (σόμπα με ξύλα ή κάτι άλλο)», ο συγκάτοικος του θανόντος δήλωσε ότι «μέσα στη σκηνή απλά κοιμόμασταν. Ζεσταινόμασταν και ανάβαμε φωτιά απ’ έξω». Σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. πρωτ. 10α/10.12.2017 ιατροδικαστική έκθεση νεκροψίας-νεκροτομής του Ιατροδικαστή του Γ.Ν. Μυτιλήνης «Βοστάνειο», Θ.Ν., κατά τον θάνατό του ο συγγενής των εναγόντων έφερε στο άνω τμήμα του σώματός του μπλούζα μακρυμάνικη και αμάνικη μπλούζα και στο κάτω τμήμα του δύο φόρμες και κάλτσες, ο δε θάνατος του οφείλεται σε «πρόσφατες ισχαιμικού τύπου αλλοιώσεις του μυοκαρδίου – εισρόφηση αναχθέντος γαστρικού περιεχομένου σε έδαφος οξείας δηλητηρίασης μονοξειδίου του άνθρακα από εισπνοή». Η έκθεση αυτή στηρίχθηκε, μεταξύ άλλων, στη με αριθμ. πρωτ. 367/07.02.2017 έκθεση τοξικολογικής εξέτασης της Επίκουρης Καθηγήτριας στο Εργαστήριο Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, Α.Ν., σύμφωνα με την οποία δεν υπήρχαν ευρήματα παραισθησιογόνων, οπιούχων ή οινοπνεύματος στα ούρα και στο αίμα του θανόντος και στην από 31.1.2017 με αριθμ. βιβλ. εργαστ. 99/2017 εργαστηριακή έκθεση τοξικολογικής εξέτασης της Προϊσταμένης Εργαστηρίων της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Αθηνών, χημικού-τοξικολόγου Ι.Λ., σύμφωνα με την οποία το δείγμα αίματος του θανόντος «περιέχει ανθρακυλαιμοσφαιρίνη (HbCO, ένωση που σχηματίζεται από το εισπνεόμενο μονοξείδιο του άνθρακα) σε περιεκτικότητα 61%». Περαιτέρω, ο Εισαγγελέας Εφετών Βορείου Αιγαίου, με το με αριθμ. πρωτ. 70/06.02.2018 έγγραφό του, ενέκρινε την αρχειοθέτηση της σχετικώς σχηματισθείσας δικογραφίας, στην οποία προέβη ο Αντιεισαγγελέας Πρωτοδικών Μυτιλήνης, ελλείψει, σύμφωνα με την με αριθμ. 30/20.01.2018 αναφορά του, εμπλοκής ή ευθύνης τρίτου προσώπου στην υπόθεση του θανάτου του συγγενούς των εναγόντων.
Επειδή, κατ’ αρχάς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η αρχή της σύμφωνης προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνείας του εθνικού δικαίου, βάσει της οποίας τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν, κατά το μέτρο του δυνατού, να ερμηνεύουν το εσωτερικό δίκαιο κατά τρόπο σύμφωνο με τις απαιτήσεις του δικαίου της Ένωσης, είναι εγγενής στο σύστημα των Συνθηκών (βλ. την απόφαση του ΔΕΕ της 24.06.2019, Popławski, C-573/17, σκ. 55). Σε περίπτωση δε εκπρόθεσμης μεταφοράς στην έννομη τάξη κράτους μέλους μιας Οδηγίας, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν, στο μέτρο του δυνατού, να ερμηνεύουν το εσωτερικό δίκαιο, μετά τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο της εν λόγω Οδηγίας, υπό το φως του κειμένου και του σκοπού της Οδηγίας αυτής, προκειμένου να επιτευχθούν τα επιδιωκόμενα από αυτήν αποτελέσματα (βλ. την απόφαση του ΔΕΚ, της 04.07.2006, Adeneler, C-212/04, σκ. 124). Περαιτέρω, από σειρά διατάξεων των Οδηγιών 2013/32/ΕΕ και 2013/33/ΕΕ [βλ. ιδίως τα ταυτάριθμα άρθρα 2 (ορισμοί) και 3 (πεδίο εφαρμογής) των ως άνω Οδηγιών, υπό το φως των αιτιολογικών σκέψεων 27 της πρώτης και 8 της δεύτερης] προκύπτει ότι για τις ανάγκες εφαρμογής των κοινών διαδικασιών και των προτύπων υποδοχής, αντιστοίχως, που θεσπίζονται με αυτές, θα πρέπει ως αιτούντες άσυλο να θεωρούνται, κατ’ αρχήν και όσοι υπήκοοι τρίτων χωρών εκφράζουν την επιθυμία να αιτηθούν διεθνή προστασία (βλ. και το τελευταίο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 36 του ν. 4375/2016). Συνεπώς, οι αρμόδιες αρχές υποδοχής και φιλοξενίας υπείχαν ήδη, κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο έναντι όχι μόνο των αιτούντων άσυλο, αλλά και των εκπεφρασμένα επιθυμούντων να αιτηθούν διεθνή προστασία, τη γενική υποχρέωση παροχής των υλικών συνθηκών υποδοχής και της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, που προβλέπεται στο άρθρο 12 του π.δ/τος 220/2007 (και πλέον το άρθρο 17 του ν. 4540/2018) και τα άρθρα 17, 18 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ (πρβλ. τις αποφάσεις του ΔΕΕ της 25.06.2020, PPU – Ministerio Fiscal, C‑36/20, σκ. 79,83, 86-94, της 27.02.2014, Saciri και λοιποί, C‑79/13, σκ. 33 και της 27.09.2012, Cimade και Gisti, C-179/11, σκ. 39). Και ναι μεν κατά το άρθρο 18, παρ. 9, στοιχ. βʹ της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ (βλ. το άρθρο 13 παρ. 10 του ως άνω π.δ/τος) τα κράτη μέλη μπορούν, κατ’ εξαίρεση και σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, να καθορίζουν λεπτομέρειες των υλικών συνθηκών υποδοχής, διαφορετικές από τις προβλεπόμενες στο εν λόγω άρθρο, για εύλογη χρονική περίοδο, η οποία είναι όσο το δυνατόν συντομότερη, όταν, μεταξύ άλλων, έχουν εξαντληθεί προσωρινά οι συνήθως διαθέσιμες δυνατότητες στέγασης (βλ. τις αποφάσεις του ΔΕΕ PPU – Ministerio Fiscal, σκ. 108 και της 17.12.2020, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, C‑808/18, σκ. 222-223). Ωστόσο, τα κράτη μέλη οφείλουν να διασφαλίζουν, υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, την πρόσβαση του αιτούντος σε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, καθώς και ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης (πρβλ. την απόφαση του ΔΕΕ Haqbin, C-233/18, σκ. 45-46). Αντιστοίχως, το άρθρο 14 παρ. 5 του ν. 4375/2016 θα πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι, σε κάθε περίπτωση και μετά την περάτωση των διαδικασιών ταυτοποίησης και υποδοχής και μέχρι να μεταφερθεί ο έχων εκφράσει την επιθυμία να αιτηθεί διεθνή προστασία με μέριμνα της Υπηρεσίας Υποδοχής και Ταυτοποίησης από το Κ.Υ.Τ. όπου υποβλήθηκε στις ως άνω διαδικασίες, σε κατάλληλη δομή για την προσωρινή υποδοχή του (πρβλ. το έβδομο εδάφιο της παρ. 7 όπως αντικαταστάθηκε μεταγενεστέρως με το άρθρο 18 παρ. 5 του ν. 4587/2018, Α΄ 218), οι αρμόδιες υπηρεσίες του οικείου Κ.Υ.Τ. εξακολουθούν να υπέχουν την υποχρέωση που θεσπίζει η ως άνω διάταξη περί μέριμνας για την αξιοπρεπή διαβίωση αυτού. Τούτο μάλιστα ενόψει και της σχετικώς διαμορφωθείσας νομολογίας του ΔΕΕ, σύμφωνα με την οποία, αφενός η υποχρέωση εξασφάλισης αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης επιβάλλει στα κράτη μέλη να παρέχουν διαρκώς και αδιαλείπτως το εν λόγω επίπεδο διαβίωσης. Αφετέρου, η πρόσβαση στις υλικές συνθήκες υποδοχής, που θα είναι ικανή να εξασφαλίσει ένα τέτοιο επίπεδο διαβίωσης, πρέπει να παρέχεται από τις αρχές των κρατών μελών με συγκεκριμένες ρυθμίσεις και υπό τη δική τους ευθύνη (βλ. τις αποφάσεις του ΔΕΕ Haqbin, σκ. 50, Saciri και λοιποί, σκ. 35, 49-50, και Cimade και Gisti, σκ. 56).
Επειδή, εν προκειμένω, ο συγγενής των εναγόντων, αμέσως μετά την άφιξή του στο Κ.Υ.Τ. της Λέσβου στις 14.11.2016 και κατά την υποβολή του στις διαδικασίες υποδοχής και ταυτοποίησης, εξέφρασε την επιθυμία να υποβάλει αίτημα διεθνούς προστασίας, με συνέπεια να εκδοθούν αυθημερόν από το Διοικητή του Κ.Υ.Τ. Λέσβου το με αριθμ. πρωτ. 30618/14.11.2016 Παραπεμπτικό Σημείωμα προς σχετική ενημέρωση της Υπηρεσίας Ασύλου και η με αριθμ. πρωτ. 30620/14.11.2016 σχετικής Απόφαση Παραπομπής. Ενόψει τούτου, σύμφωνα με το άρθρο του 12 του π.δ/τος 220/2007 και το άρθρο 14 παρ. 5 του ν. 4375/2016, όπως αυτά ερμηνεύτηκαν υπό το φως του ενωσιακού δικαίου, οι αρμόδιες αρχές της Υπηρεσίας υποδοχής και ταυτοποίησης είχαν την υποχρέωση έναντι του συγγενούς των εναγόντων, ως επιθυμούντος να αιτηθεί διεθνή προστασία, να του παρέχουν ένα επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης, που να διασφαλίζει την υγεία, την κάλυψη βιοτικών αναγκών και την προστασία των θεμελιωδών του δικαιωμάτων του. Σε κάθε περίπτωση δε, και παρά την απουσία από τα στοιχεία της δικογραφίας του σώματος της απόφασης περί περιορισμού της ελευθερίας του συγγενούς των εναγόντων, δεδομένης της αυθημερόν περάτωσης στις 14.11.2016 των διαδικασιών ταυτοποίησης και υποδοχής του, την ίδια αυτή μέρα ήρθη κατ’ άρθρο 14 παρ. 2 του ν. 4375/2016 αυτοδικαίως, ήτοι χωρίς να απαιτείται η έκδοση σχετικής διοικητικής πράξης, ο περιορισμός της ελευθερίας που του είχε επιβληθεί μόνο για το χρονικό διάστημα μέχρι να ταυτοποιηθεί, λαμβανομένου επίσης υπόψη του ότι δεν ακολούθησε οποιαδήποτε απόφαση περί παράτασης του περιορισμού της ελευθερίας του, ο οποίος, άλλωστε, δεν θα μπορούσε, σύμφωνα με την ίδια ως άνω διάταξη, να υπερβαίνει συνολικά τις 25 ημέρες από την είσοδό του στο Κ.Υ.Τ.. Συνεπώς, μετά την ολοκλήρωση των διαδικασιών υποδοχής και ταυτοποίησης, ο συγγενής των εναγόντων, δεν τελούσε υπό κράτηση, κατά την έννοια του άρθρου 1 περ. ι του π.δ/τος 220/2007 και του άρθρου 2 περ. η της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ, αλλά ούτε και κατά την έννοια του άρθρου 5 παρ. 1 περ. στ της ΕΣΔΑ (βλ. ιδίως την απόφαση του ΕΔΔΑ, της 25.01.2018, J.R. και λοιποί κατά Ελλάδας, 22696/16 σκ. 83-87). Ομοίως απορριπτέος είναι ο ειδικότερος ισχυρισμός των εναγόντων περί de facto κράτησης του συγγενούς τους, λόγω της εις βάρος του έκδοσης απόφασης απέλασης, αφενός διότι δεν εμπεριέχεται απόφαση τέτοιου περιεχομένου μεταξύ των στοιχείων της δικογραφίας και αφετέρου διότι κατ’ άρθρο 9 παρ. 1 περ. ζ του ν. 4375/2016 απόφαση απέλασης θα μπορούσε να εκδοθεί μόνο κατόπιν απόρριψης της αίτησης διεθνούς προστασίας του συγγενούς τους, προϋπόθεση που δεν προκύπτει ότι συνέτρεχε εν προκειμένω. Ακολούθως, για την εκτίμηση των υλικών συνθηκών υποδοχής του συγγενούς των θανόντων στο επίμαχο Κ.Υ.Τ. της Λέσβου, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το σύνολο των νομίμως προσκομισθέντων αποδεικτικών στοιχείων. Συγκεκριμένα, τις αποφάσεις προσωρινών μέτρων του ΕΔΔΑ, τις εκθέσεις του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνέδριου και του Ειδικού Εισηγητή της Γενικής Συνέλευσης του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών για τα ανθρώπινα δικαιώματα των μεταναστών, τις συνταχθείσες κατόπιν επιτόπιων επισκέψεων στο εν λόγω Κ.Υ.Τ. εκθέσεων από ανεξάρτητες αρχές και μη κυβερνητικές οργανώσεις, αλλά και τα δημοσιογραφικά δημοσιεύματα (πρβλ. ΣτΕ 2348/2017 Ολ., σκ. 57 και τις αποφάσεις του ΔΕΕ, της 21.12.2011, N. S. και λοιποί, στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C‑411/10 και C‑493/10, σκ. 90-92 και της 05.04.2016, Aranyosi και Căldăraru, στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-404/15 και C-659/15, σκ. 89), οι οποίες κρίνονται ως αξιόπιστες πηγές, αφορούν το επίμαχο χρονικό διάστημα της άφιξης και παραμονής του συγγενούς των θανόντων στο Κ.Υ.Τ. της Λέσβου και εμπεριέχουν συγκλίνουσες πληροφορίες, που συγκροτούν δέσμες αντικειμενικών και συγκλινουσών ενδείξεων περί των συνθηκών υποδοχής και διαβίωσης των διαμενόντων στον εν λόγω καταυλισμό (πρβλ. αντί πολλών ΣτΕ 2342/2018 7μ., σκ. 14, και τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ, B.G. και λοιποί κατά Γαλλίας, σκ. 83 και της 15.12.2016, Κhlaifia και λοιποί κατά Ιταλίας, 16483/12, σκ. 168). Ειδικότερα, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι σε συνέχεια της δήλωσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης-Τουρκίας της 18ης Μαρτίου του 2016 αδρανοποιήθηκε η δυνατότητα μεταφοράς των νεοαφικνούμενων μεταναστών στην ελληνική ενδοχώρα, με αποτέλεσμα να συγκεντρωθεί στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, μεταξύ των οποίων και η Λέσβος, ένας αριθμός μεταναστών, ο οποίος υπερέβαινε κατά πολύ την αρχικώς προβλεφθείσα χωρητικότητα των οικείων κέντρων φιλοξενίας, και ταυτόχρονα να εκτοξευθεί ο αριθμός των επιθυμούντων να υποβάλουν αίτηση διεθνούς προστασίας. Συνεπώς, κατά τον χρόνο μεταφοράς του συγγενούς των εναγόντων στο ως άνω Κ.Υ.Τ., οι εγκαταστάσεις του τελευταίου είχαν ήδη υπερπληρωθεί, σε βαθμό που ένα μεγάλο μέρος των μεταναστών διέμεναν σε σκηνές που τους είχαν χορηγηθεί προς τούτο, στους παρακείμενους αγρούς-ελαιοκτήματα. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την εν γένει κατάσταση του συγγενούς των εναγόντων ως νέου, υγιούς και μη ανήκοντος σε κάποια ευάλωτη ομάδα προσώπου (βλ. την από 14.11.2016 κάρτα υγείας αλλοδαπού του θανόντος), επιρρωνύει τον ισχυρισμό του εναγομένου ότι αυτός εγκαταστάθηκε σε σκηνή εκτός των ορίων του Κ.Υ.Τ.. Ως εκ τούτου, από την ολοκλήρωση των διαδικασιών ταυτοποίησης και υποδοχής του στις 14.11.2016 μέχρι και το θάνατό του στις 24.01.2017, ο συγγενής των εναγόντων διέμενε σε μια σκηνή καλοκαιρινού τύπου, που του είχε χορηγηθεί προς τούτο, εκτός των κυρίως εγκαταστάσεων του Κ.Υ.Τ.. Κατά τα δεδομένα δε της κοινής πείρας και λογικής, μια σκηνή καλοκαιρινού τύπου παρίσταται ιδιαιτέρως ευάλωτη στα χειμερινά καιρικά φαινόμενα, κυρίως σε χιονοπτώσεις, ψύχο και παγετό, με αποτέλεσμα ο συγγενής των εναγόντων, ο οποίος διέμενε σε αυτήν από το μήνα Νοέμβριο έως το μήνα Ιανουάριο, να είναι εκτεθειμένος σε αντίξοες συνθήκες διαβίωσης. Οι συνθήκες αυτές, αν και υπολείπονταν των απαιτήσεων του άρθρου 12 του π.δ/τος 220/2007 και των άρθρων 17-18 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ, δύνανται, κατ’ αρχήν, να θεωρηθούν, ενόψει ιδίως της κατά τα ανωτέρω κρισιμότητας των περιστάσεων αλλά και της φυσιογνωμίας του θανόντος ως μη ανήκοντος σε ευάλωτη ομάδα, ως διαφοροποιημένες συνθήκες φιλοξενίας, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 18 παρ. 9 της ως άνω Οδηγίας και 13 παρ. 10 του ως άνω π.δ/τος (πρβλ. τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ, B.G. και λοιποί κατά Γαλλίας, σκ. 84-89 και 95-98 και της 28.02.2019, Η. Α. και λοιποί κατά Ελλάδας, 19951/16, σκ. 171-175). Τούτο, όμως, εφόσον διατηρούνταν για εύλογο χρονικό διάστημα και ενόσω δεν άγγιζαν το κατώφλι της έσχατης υλικής στέρησης, η διέλευση του οποίου εγείρει ζήτημα παραβίασης του άρθρου 4 του ΧΘΔΕΕ και του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ. Στην προκειμένη περίπτωση, ωστόσο, η εξακολούθηση της διαμονής του συγγενούς των εναγόντων, εκτός των ορίων του Κ.Υ.Τ., στο πρόχειρο κατάλυμα της σκηνής καλοκαιρινού τύπου που του είχε δοθεί, παρά την παρέλευση δύο και πλέον μηνών και την έλευση του χειμώνα και κυρίως παρά την εκδήλωση έντονων καιρικών φαινομένων δριμύτατου ψύχους και χιονιού, με μόνο μέσο προστασίας τα ρούχα του και μια κουβέρτα, ισοδυναμεί με περιέλευση αυτού σε συνθήκες έσχατης υλικής στέρησης, καταλίπουσες παντελώς ακάλυπτη τη στοιχειώδη ανθρώπινη ανάγκη του για αξιοπρεπή στέγαση υπό βιώσιμες συνθήκες θερμοκρασίας. Τα αρμόδια δε όργανα του εναγομένου παρέλειψαν να λάβουν τα προσήκοντα μέτρα προκειμένου να προλάβουν και αποτρέψουν την κατάσταση αυτή, όπως για παράδειγμα να προβούν στην, προσωρινή έστω, μεταφορά των έκθετων στο δριμύ ψύχος μεταναστών σε θερμαινόμενους χώρους ή τουλάχιστον να τους εφοδιάσουν με επαρκή θερμαντικά μέσα (βλ. ως προς τα νομοθετικά ερείσματα για την εξασφάλιση επιπλέον χώρων διαμονής, ιδίως, τις διατάξεις του άρθρου 16 του ν. 4375/2016, πρβλ. ως προς τη διέλευση του κατωφλιού απάνθρωπης μεταχείρισης πέραν της αποφάσεις του ΕΔΔΑ M.S.S. κατά Βελγίου και Ελλάδας, σκ. 249-264, της 05.04.2011, Rahimi κατά Ελλάδος, 8687/08, σκ. 87-94, τις του ΕΔΔΑ, της 28.02.2019, Khan κατά Γαλλίας, 12267/16, σκ. 76-95 και της 02.07.2020, N.H. και λοιποί κατά Γαλλίας, 28820/13, σκ. 165-188). Περαιτέρω, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι προς αντιμετώπιση του δριμύτατου ψύχους οι διαβιούντες στον καταυλισμό υιοθέτησαν την πρακτική του ανάμματος αυτοσχέδιων πυρών, παρότι αυτή ενείχε, κατά τα δεδομένα της κοινής πείρας, πολλαπλούς κινδύνους για την ασφάλειά τους (πρβλ. το άρθρο 18 περ. 8 της υ.α. υπ’ αριθμ. 11.1/6343/2014, Β΄ 3295 περί απαγόρευσης της ελεύθερης χρήσης φωτιάς στις δομές φιλοξενίας). Ως εκ τούτου, εναπόκειτο στα όργανα του εναγομένου, και συγκεκριμένα στις αρμόδιες αρχές του Κ.Υ.Τ. της Λέσβου, να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα, προκειμένου να εξαλείψουν την πρακτική αυτή, όπως η κατηγορηματική απαγόρευσή της, η ενημέρωση των μεταναστών για τους κινδύνους που εγκυμονεί και η αποστέρηση αυτών από τα αντίστοιχα πυροδοτικά μέσα. Ωστόσο, παρότι δεν προκύπτει ότι τα όργανα του εναγομένου ενθάρρυναν τους μετανάστες στη χρήση των αυτοσχέδιων αυτών πυρών, ενόψει του, καταμαρτυρούμενου από διάφορους φορείς γενικευμένου χαρακτήρα που είχε λάβει η συγκεκριμένη πρακτική και του ανεπίκαιρου των στοιχείων που προσκόμισε το εναγόμενο προς απόδειξη της από μέρους των οργάνων του λήψης των κατάλληλων αποτρεπτικών μέτρων, τα οποία είναι, κατά τους βάσιμους ισχυρισμούς των εναγόντων, μεταγενέστερα του ένδικου συμβάντος, διαπιστώνεται ότι τα όργανα του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου παρέβησαν πράγματι την υποχρέωσή τους να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα αποτροπής της επίμαχης πρακτικής. Οι συγκεκριμένες ως άνω παραλείψεις των οργάνων του εναγομένου, ήτοι η παράλειψη προφύλαξης του επιθυμούντος να αιτηθεί διεθνή προστασία και εξαρτώμενου πλήρως από τη δημόσια αρωγή συγγενούς των εναγόντων από την κατάσταση έσχατη υλικής στέρησης, στην οποία περιήλθε, και η παράλειψη συστηματικής αποτροπής της πρακτικής του ανάμματος αυτοσχέδιων πυρών από τους διαβιούντες στον καταυλισμό μετανάστες, μεταξύ των οποίων και ο θανών, ήταν επαρκώς ικανές, κατά τα δεδομένα της κοινής πείρας και λογικής, να επιφέρουν και, πράγματι, στην προκειμένη περίπτωση, επέφεραν το θάνατο του συγγενούς των εναγόντων, εντός της σκηνής του, λόγω εισπνοής μονοξειδίου του άνθρακα, από αυτοσχέδια πυρά, κατά το παγερό βράδυ της 23ης προς 24ης Ιανουαρίου του έτους 2017. Και ναι μεν από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει, ότι ο συγγενής των εναγόντων συμμετείχε, χωρίς την προσήκουσα προσοχή στους κινδύνους που αυτή εγκυμονούσε, στην πρακτική του ανάμματος αυτοσχέδιων πυρών που συντέλεσε στον θάνατό του, ωστόσο, η συμπεριφορά του αυτή δεν διέκοψε τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ των ως άνω παραλείψεων των οργάνων του εναγομένου και του θανάτου του, διότι δεν ήταν άσχετη, αλλά παρεμβλήθηκε ακριβώς εξαιτίας της ύπαρξης ως άνω παραλείψεων, που άφηναν ακάλυπτη την επιτακτική ανθρώπινη ανάγκη του για στέγαση υπό βιώσιμες συνθήκες θερμοκρασίας (πρβλ. ΣτΕ 484/2018, σκ. 9). Εξάλλου, απορριπτέος ως αβάσιμος τυγχάνει ο ισχυρισμός του εναγομένου περί ανωτέρας βίας. Τούτο διότι, κατά τον κρίσιμο χρόνο θανάτου του συγγενούς των εναγόντων, η σημαντική επιβάρυνση του επίδικου Κ.Υ.Τ. συνεπεία της δήλωσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης-Τουρκίας της 18ης Μαρτίου του έτους 2016 δεν ήταν πλέον αιφνίδιο, αλλά ήδη επελθόν προ μηνών γεγονός, ενώ τα καιρικά φαινόμενα του έντονου ψύχους και του χιονιού, ήταν αναμενόμενα, έστω και αν όχι με τέτοια σφοδρότητα, για το μήνα Ιανουάριο στο νησί της Λέσβου, δεν ήταν δε αυτή καθ’ αυτή η έντασή των φαινομένων που προκάλεσε τον θάνατο του συγγενούς των εναγόντων, αλλά οι ως άνω παραλείψεις των οργάνων του εναγομένου ως προς την αντιμετώπιση των συνεπειών τους (πρβλ. ΣτΕ 287/2020, σκ. 13, 1159/2018 ,σκ. 9, 4737/2014, σκ. 10, 1218/2013, σκ. 5). Ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι εν προκειμένω στοιχειοθετείται ευθύνη του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου, κατά το άρθρο 105 του Εισ.Ν.Α.Κ., για τον θάνατο του συγγενούς των εναγόντων, απορριπτομένων ως αβάσιμων, όλων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών του εναγομένου.
Επειδή, περαιτέρω, λαμβάνοντας υπόψη: α) τις συνθήκες, υπό τις οποίες επήλθε ο θάνατος του Α.Ε., οι οποίες κατά τα ανωτέρω ισοδυναμούσαν με συνθήκες έσχατης υλικής στέρησης ατόμου που εξαρτιόταν ολοκληρωτικά από τη δημόσια αρωγή, β) την ηλικία του θανόντος (20 ετών), γ) την ηλικία των εναγόντων κατά το χρόνο θανάτου του συγγενούς τους (54 ετών ο πρώτος, 49 ετών η δεύτερη και 17 ετών η τρίτη), δ) το βαθμό συγγενείας καθενός εκ των εναγόντων με τον θανόντα (πατέρας, μητέρα και αδερφή, αντίστοιχα), ε) τους οικογενειακούς δεσμούς αγάπης που συνέδεαν τους ενάγοντες με το θανόντα, στ) το βαθμό του πταίσματος των οργάνων του εναγομένου, συνεκτιμωμένων ιδίως των σύμφυτων με τη διαχείριση μιας τεραστίου μεγέθους μεταναστευτικής-προσφυγικής κρίσης δυσκολιών, ζ) το βαθμό του συντρέχοντος πταίσματος του θανόντος, ως προς τον οποίο συνεκτιμάται ότι εξέθεσε τον εαυτό του σε κίνδυνο, συμμετέχοντας χωρίς τη δέουσα προσοχή στην πρακτική της θέρμανσης της σκηνής του μέσω αυτοσχέδιων πυρών, που έκαιγαν και κατά τη διάρκεια της νύχτας, ενώ ο ίδιος κοιμόταν και στ) το γεγονός ότι η χρηματική ικανοποίηση για ψυχική οδύνη αποσκοπεί στην ηθική παρηγορία και την ψυχική ανακούφιση των συγγενών και δεν πρέπει να οδηγεί σε υπέρμετρο πλουτισμό αυτών, το Δικαστήριο κρίνει ότι οι ενάγοντες υπέστησαν ψυχική οδύνη από το θάνατο του συγγενούς τους, συνιστάμενη σε έντονο ψυχικό πόνο και θλίψη, για την αποκατάσταση της οποίας πρέπει να επιδικασθεί, ως χρηματική ικανοποίηση, στον πρώτο ενάγοντα (πατέρα του θανόντος) το ποσό των 35.000 ευρώ, στη δεύτερη ενάγουσα (μητέρα του θανόντος) το ποσό των 35.000 ευρώ και στην τρίτη ενάγουσα (αδερφή του θανόντος) το ποσό των 15.000 ευρώ, κατά μερική αποδοχή του σχετικού αιτήματος της αγωγής.