ΔΠρΑθ 6341/2021, Τμήμα 25ο Τριμελές
Πρόεδρος Σταυρούλα Χατζοπούλου, Εισηγητής Μιχαήλ Μπρούζος
Επειδή, με την κρινόμενη αγωγή, το αίτημα της οποίας νομίμως μετατράπηκε από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, με την κατατεθείσα στις 8.4.2021 δήλωση παράστασης, κατ’ άρθρο 133 παρ.2 του Κ.Δ.Δ., της προαναφερθείσας δικηγόρου των εναγόντων, οι τελευταίοι ζητούν, να αναγνωριστεί, η υποχρέωση του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου να τους καταβάλλει, κατά το άρθρο 105 του Εισ.Ν.Α.Κ., σε συνδυασμό με το άρθρο 932 του Α.Κ., χρηματική ικανοποίηση για τη ψυχική οδύνη που υπέστησαν, από τον θάνατο του συγγενούς τους, Μ.Μ., ο οποίος επήλθε κατά την παραμονή του τελευταίου στο Κέντρο Υποδοχής και Ταυτοποίησης (ΚΥΤ) της Μόριας, στη Λέσβο, εξ αιτίας παράνομων, κατά τους ισχυρισμούς τους, πράξεων και παραλείψεων των οργάνων του εναγόμενου. Συγκεκριμένα, οι ενάγοντες ζητούν να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου να τους καταβάλλει, νομιμοτόκως, από την άσκηση της αγωγής, μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, τα εξής ποσά: α) στην πρώτη εξ αυτών, χήρα του εκλιπόντος, το ποσό των 200.000 ευρώ, ατομικά για την ίδια, καθώς και το ποσό των 200.000 ευρώ, για καθένα από τα τρία τέκνα της, των οποίων ασκούσε τη γονική μέριμνα, κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής, β) σε καθέναν από τους δεύτερη και τρίτο από τους ενάγοντες, ενήλικα τέκνα του εκλιπόντος και της πρώτης ενάγουσας, ήδη κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής, το ποσό των 200.000 ευρώ, γ) σε καθέναν από τους τέταρτο και πέμπτη από τους ενάγοντες, γονείς του εκλιπόντος, το ποσό των 150.000 ευρώ, και δ) σε καθέναν από τους έκτη, έβδομη, όγδοη, ένατη, δέκατη, ενδέκατο, δωδέκατο και δέκατο τρίτο από τους ενάγοντες, αδέλφια του εκλιπόντος, το ποσό των 50.000 ευρώ.
Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας, προκύπτουν τα εξής: Στις 14.11.2016 ο συγγενής των εναγόντων, Σύριος υπήκοος, Μ.Μ., ηλικίας 45 ετών, μεταφέρθηκε, βάσει σχετικής έκθεσης σύλληψης των αστυνομικών αρχών της νήσου Λέσβου, στο Κέντρο Υποδοχής και Ταυτοποίησης (Κ.Υ.Τ.) Λέσβου, στη θέση Μόρια, στη Μυτιλήνη, όπου υποβλήθηκε σε διαδικασίες υποδοχής και ταυτοποίησης. Συναφώς, συντάχθηκε το με αριθ. υπόθεσης 37.611 και αριθ. φακέλου 05/000198992 έγγραφο καταγραφής των προσωπικών του στοιχείων, στο οποίο καταχωρήθηκε και η επιθυμία του να αιτηθεί διεθνή προστασία. Αυθημερόν, εκδόθηκαν, επίσης, από τον Διοικητή του Κ.Υ.Τ. Λέσβου: α) η υπ’ αριθ. 30637/14.11.2016 Απόφαση περί Περιορισμού της Ελευθερίας του, μέχρι την ολοκλήρωση των διαδικασιών υποδοχής του, για διάστημα δεκαπέντε (15) ημερών, κατ’ ανώτατο όριο, β) το υπ’ αριθ. 30638/14.11.2016 Παραπεμπτικό Σημείωμα, προς ενημέρωση της Υπηρεσίας Ασύλου, για την εκδήλωση της επιθυμίας του να αιτηθεί διεθνή προστασία, γ) η υπ’ αριθ. 30639/14.11.2016 σχετική Απόφαση Παραπομπής, όπου βεβαιώνεται και η ολοκλήρωση των διαδικασιών υποδοχής και ταυτοποίησής του, και δ) το υπ’ αριθ. 30676/14.11.2016 έγγραφο προς της Υποδιεύθυνση Ασφαλείας Λέσβου, με θέμα την παραπομπή και μεταγωγή αυτού, καθώς και δώδεκα ακόμη αλλοδαπών υπηκόων. Ακολούθως, ο συγγενής των εναγόντων εγκαταστάθηκε σε σκηνή που του χορηγήθηκε προς τούτο, και όπου έκτοτε διέμενε, μοιραζόμενος αυτήν, μεταξύ άλλων, με τον 20χρονο Αιγύπτιο Α.Ε.. Ο Ιανουάριος του έτους 2017, κυρίως λόγω της εισβολής ψυχρών αέριων μαζών στη χώρα, υπήρξε ένας από τους πιο κρύους μήνες των τελευταίων τριάντα χρόνων. Ειδικότερα στη Μυτιλήνη σημειώθηκε απόκλιση 2,2 βαθμών στη μέση τιμή θερμοκρασίας, και 203% απόκλιση στο μηνιαίο ύψος υετού (κυρίως χιονιού) (βλ. το περιλαμβανόμενο στον διοικητικό φάκελο Κλιματικό Δελτίο της Εθνικής Μετεωρολογικής Υπηρεσίας για τον μήνα Ιανουάριο του έτους 2017). Στις 24.1.2017, διαπιστώθηκε ο θάνατος του προαναφερθέντος συγκατοίκου του Μ.Μ.. Σε έκθεση εξέτασης μάρτυρα με διερμηνέα, που συντάχθηκε, αυθημερόν από ανακριτικό αστυνομικό υπάλληλο, για τα αίτια του ως άνω θανάτου, ο τελευταίος, απαντώντας σε σχετική ερώτηση περί του εάν, εντός της σκηνής, υπήρχε κάποια εστία θέρμανσης (σόμπα με ξύλα ή κάτι άλλο), δήλωσε ότι «μέσα στη σκηνή απλά κοιμόμασταν. Ζεσταινόμασταν και ανάβαμε φωτιά απ’ έξω». Κατόπιν, στις 28.1.2017, εντοπίσθηκε νεκρός και ο ίδιος ο Μ.Μ., σύζυγος της πρώτης ενάγουσας και γονέας του ανηλίκου τέκνου τους Μ.Μ., πατέρας των δεύτερης, τέταρτου, πέμπτης, έκτης και έβδομου των εναγόντων και αδελφός των δέκατης, ενδέκατης, δέκατης τρίτης και δέκατου έβδομου των εναγόντων (βλ. την υπ’ αριθ. πρωτ. 817/3.3.2017 Ληξιαρχική Πράξη Θανάτου του Ληξιαρχείου της Δ.Ε. Μυτιλήνης). Σε σχετική έκθεση ένορκης εξέτασης μάρτυρα που συντάχθηκε, συναφώς, αυθημερόν, από αστυνομικό ανακριτικό υπάλληλο, ο ευρισκόμενος, κατά τον επίμαχο χρόνο, σε διατεταγμένη υπηρεσία, εντός του εν λόγω Κ.Υ.Τ., αστυνομικός υπάλληλος, Π.Γ., απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με το εάν υπήρχε εστία θέρμανσης εντός της σκηνής, δήλωσε ότι «προσωπικά από το σημείο που βρισκόμουν δεν διαπίστωσα κάτι αλλά από ότι άκουσα υπήρχαν πυρότουβλα εντός της σκηνής». Σύμφωνα με την υπ’ αριθ. πρωτ. 13-α/10.12.2017 ιατροδικαστική έκθεση του Ιατροδικαστή του Γενικού Νοσοκομείου Μυτιλήνης «Βοστάνειο» Ν.Θ., κατά τον θάνατό του, ο συγγενής των εναγόντων έφερε, στο άνω τμήμα του σώματός του, μία ζακέτα, δύο φούτερ, και ένα γιλέκο, και στο κάτω τμήμα του, ένα παντελόνι, δύο φόρμες και εσώρουχο, ο δε θάνατός του οφείλεται σε «πρόσφατες ισχαιμικού τύπου αλλοιώσεις του μυοκαρδίου – εισρόφηση αναχθέντος γαστρικού περιεχομένου σε έδαφος οξείας δηλητηρίασης μονοξειδίου του άνθρακα από εισπνοή». Η έκθεση αυτή στηρίχθηκε μεταξύ άλλων στην από 31.1.2017 εργαστηριακή έκθεση τοξικολογικής εξέτασης της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Αθηνών, σύμφωνα με την οποία το δείγμα αίματος του εκλιπόντος «περιέχει ανθρακυλαιμοσφαιρίνη (HbCO, ένωση που σχηματίζεται από το εισπνεόμενο μονοξείδιο του άνθρακα), σε περιεκτικότητα 70%». Τέλος, με το υπ’ αριθ. πρωτ. 95/7.2.20188 έγγραφό του, ο Εισαγγελέας Εφετών Βορείου Αιγαίου ενέκρινε την αρχειοθέτηση της σχηματισθείσας, συναφώς, δικογραφίας, στην οποία προέβη ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών Μυτιλήνης, σύμφωνα με την υπ’ αριθ. 49/6.2.2018 αναφορά του, ελλείψει εμπλοκής ή ευθύνης τρίτου προσώπου.
Επειδή, κατ’ αρχάς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η αρχή της σύμφωνης προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνείας του εθνικού δικαίου, βάσει της οποίας τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν, κατά το μέτρο του δυνατού, να ερμηνεύουν το εσωτερικό δίκαιο κατά τρόπο σύμφωνο με τις απαιτήσεις του δικαίου της Ένωσης, είναι εγγενής στο σύστημα των Συνθηκών (βλ. την απόφαση του ΔΕΕ της 24.6.2019, Popławski, C-573/17 σκ. 55). Σε περίπτωση δε εκπρόθεσμης μεταφοράς στην έννομη τάξη κράτους μέλους μιας οδηγίας, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν, στο μέτρο του δυνατού, να ερμηνεύουν το εσωτερικό δίκαιο, μετά τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο της εν λόγω οδηγίας, υπό το φως του κειμένου και του σκοπού της οδηγίας αυτής, προκειμένου να επιτευχθούν τα επιδιωκόμενα από αυτήν αποτελέσματα (βλ. την απόφαση του ΔΕΚ, της 4.7.2006, Adeneler και λοιποί, C-212/04, σκ. 124). Περαιτέρω, από σειρά διατάξεων των Οδηγιών 2013/32 και 2013/33 [βλ. ιδίως τα ταυτάριθμα άρθρα 2 (ορισμοί) και 3 (πεδίο εφαρμογής) των ως άνω Οδηγιών, υπό το φως των αιτιολογικών σκέψεων 27 της πρώτης και 8 της δεύτερης] προκύπτει ότι για τις ανάγκες εφαρμογής των κοινών διαδικασιών και των προτύπων υποδοχής που θεσπίζουν, αντιστοίχως, θα πρέπει ως αιτούντες άσυλο να θεωρούνται, κατ’ αρχήν, και όσοι υπήκοοι τρίτων χωρών εκφράζουν την επιθυμία τους να αιτηθούν διεθνή προστασία (βλ. και το τελευταίο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 36 του ν. 4375/2016). Συνεπώς, οι αρμόδιες αρχές υποδοχής και φιλοξενίας υπείχαν ήδη, κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, έναντι, όχι μόνο των αιτούντων άσυλο, αλλά και των επιθυμούντων να αιτηθούν διεθνή προστασία, την υποχρέωση παροχής των υλικών συνθηκών υποδοχής και της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, που προέβλεπε το άρθρο 12 του π. δ/τος 220/2007 (και πλέον το άρθρο 17 του ν. 4540/2018) και τα άρθρα 17 και 18 της Οδηγίας 2013/33 (πρβλ. τις αποφάσεις του ΔΕΕ της 25.6.2020, PPU – Ministerio Fiscal, C‑36/20, σκ. 79, 83, 86 – 94, της 27.2.2014, Saciri και λοιποί, C‑79/13, σκ. 33 και της 27.9.2012, Cimade και Gisti, C-179/11, σκ. 39). Και ναι μεν κατά το άρθρο 18, παράγραφος 9, στοιχείο βʹ, της ως άνω Οδηγίας (βλ. συναφώς το άρθρο 13 παρ. 10 του ως άνω π. δ/τος) τα κράτη μέλη μπορούν, κατ’ εξαίρεση και σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, να καθορίζουν λεπτομέρειες των υλικών συνθηκών υποδοχής διαφορετικές από τις προβλεπόμενες στο εν λόγω άρθρο, για εύλογη χρονική περίοδο η οποία είναι όσο το δυνατόν συντομότερη, όταν, μεταξύ άλλων, έχουν εξαντληθεί προσωρινά οι συνήθως διαθέσιμες δυνατότητες στέγασης (βλ. την απόφαση PPU – Ministerio Fiscal, σκ. 108, και την απόφαση του ΔΕΕ, της 17.12.2020, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, C‑808/18, σκ. 222-223). Ωστόσο, τα κράτη μέλη οφείλουν να διασφαλίζουν, υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, την πρόσβαση του αιτούντος ή επιθυμούντος να αιτηθεί διεθνή προστασία, σε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη καθώς και ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης (πρβλ. απόφαση Haqbin, σκ. 45-46.) Αντιστοίχως, το άρθρο 14 παρ. 5 του ν. 4375/2016 θα πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι, σε κάθε περίπτωση, ακόμη και μετά την περάτωση των διαδικασιών ταυτοποίησης και υποδοχής, και μέχρι να μεταφερθεί ο επιθυμών να αιτηθεί διεθνή προστασία, με μέριμνα της Υπηρεσίας Υποδοχής και Ταυτοποίησης, από το ΚΥΤ, όπου υποβλήθηκε στις ως άνω διαδικασίες, σε κατάλληλη δομή για την προσωρινή υποδοχή του [πρβλ. το έβδομο εδάφιο της παρ.7 όπως αντικαταστάθηκε μεταγενεστέρως με το άρθρο 18 παρ.5 του ν.4587/2018 (Α΄ 218)], οι αρμόδιες υπηρεσίες του οικείου ΚΥΤ εξακολουθούν να υπέχουν την υποχρέωση που θεσπίζει η ως άνω διάταξη, περί μέριμνας για την αξιοπρεπή διαβίωση αυτού. Τούτο, μάλιστα, ενόψει και της σχετικώς διαμορφωθείσας νομολογίας του ΔΕΕ, σύμφωνα με την οποία αφενός, η υποχρέωση εξασφάλισης αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης, επιβάλλει στα κράτη μέλη, να παρέχουν διαρκώς και αδιαλείπτως το εν λόγω επίπεδο διαβίωσης. Αφετέρου, η πρόσβαση στις υλικές συνθήκες υποδοχής που θα είναι ικανή να εξασφαλίσει ένα τέτοιο επίπεδο διαβίωσης πρέπει να παρέχεται από τις αρχές των κρατών μελών, με συγκεκριμένες ρυθμίσεις και υπό τη δική τους ευθύνη (βλ. τις αποφάσεις Haqbin, σκ. 50, Saciri και λοιποί, σκ. 35, 49-50, και Cimade και Gisti, σκ. 56). Η υποχρέωση δε αυτή δεν αίρεται επί συνδρομής των κατά το άρθρο 54 παρ. 1 περ. α και β προϋποθέσεων ώστε η οικεία αίτηση να απορριφθεί ως απαράδεκτη, είτε διότι άλλο Κράτος μέλος παρέχει ήδη διεθνή προστασία στον ενδιαφερόμενο (περ. α), είτε διότι άλλο Κράτος μέλος είναι υπεύθυνο με βάση τον Κανονισμό (ΕΕ) 604/2013 για την εξέταση της αίτησής του (περ. β), αλλά εξακολουθεί, στη μεν πρώτη περίπτωση μέχρι την έκδοση της οικείας απόφασης, στη δε δεύτερη περίπτωση μέχρι τη μεταφορά αυτού στο αντίστοιχο Κράτος μέλος. Πριν τα ως άνω χρονικά σημεία οι συνθήκες υποδοχής μπορούν να περιοριστούν ή να διακοπούν μόνο με σχετική, ειδικώς αιτιολογημένη, απόφαση, κατά την παρ. 7 του άρθρου 15 του π. δ/τος 220/2007 (και πλέον κατά την παρ. 5 του άρθρου 19 του ν. 4540/2018, βλ. και το άρθρο 20 της Οδηγίας 2013/33), για έναν από τους εξαντλητικά προβλεπόμενους στην οικεία διάταξη λόγους (πρβλ. την απόφαση Cimade και Gisti, σκ. 50, 52-53 και 55-58).
Επειδή, ακολούθως, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του το σύνολο των νομίμως προσκομισθέντων αποδεικτικών στοιχείων, μεταξύ των οποίων, τις αποφάσεις προσωρινών μέτρων του ΕΔΔΑ, τις εκθέσεις από θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ελεγκτικό Συνέδριο) και της Γενικής Συνέλευσης του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (Ειδικός Εισηγητής), τις εκθέσεις από ανεξάρτητες αρχές και μη κυβερνητικές οργανώσεις, αλλά και τα δημοσιογραφικά δημοσιεύματα (βλ. ΔΕφΑθ 2390/2005 σκ.9, πρβλ. ΣτΕ 2348/2017 Ολομ. σκ. 57 και τις αποφάσεις του ΔΕΕ, της 21.12.2011, N. S. και λοιποί, στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C‑411/10 και C‑493/10, σκ. 90-92 και της 5.4.2016, Aranyosi και Căldăraru, στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-404/15 και C-659/15, σκ. 89). Κατά την εκτίμηση δε του ως άνω αποδεικτικού υλικού το Δικαστήριο, αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στις δέσμες αντικειμενικών και συγκλινουσών ενδείξεων που συγκροτούνται, καθώς και στην επικαιρότητα και χρονολογική διάταξη των στοιχείων [πρβλ. ως προς τη συγκρότηση δέσμης ενδείξεων, αντί πολλών ΣτΕ 2342/2018 7μ σκ. 14, και, επίσης τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ, B.G. και λοιποί κατά Γαλλίας, σκ. 83, και της 15.12.2016, Κhlaifia και λοιποί κατά Ιταλίας, 16483/12, σκ. 168, πρβλ. περαιτέρω, ως προς την χρονολογική προσέγγιση του αποδεικτικού υλικού, την απόφαση του ΕΔΔΑ της 5.4.2011, Rahimi κατά Ελλάδος, 8687/08, σκ. 81]. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι κατά το έτος 2015 σημειώθηκε ένα πρωτοφανές σε μέγεθος κύμα μετανάστευσης προς την Ευρώπη, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου, περίπου 850.000 άτομα, ακολούθησε την «οδό της ανατολικής Μεσογείου», προσεγγίζοντας αρχικά την Ελλάδα και συνεχίζοντας, ακολούθως, την πορεία του προς τη Δυτική Ευρώπη. Από τον Απρίλιο του έτους 2016, το μεταναστευτικό αυτό ρεύμα σημείωσε κάμψη, πλην όμως ο αποκλεισμός της διαδρομής των Βαλκανίων και η Κοινή Δήλωση της 18ης Μαρτίου των κρατών μελών της ΕΕ με την Τουρκία, μετέτρεψε γρήγορα τον μεταναστευτικό πληθυσμό που είχε να αντιμετωπίσει η Ελλάδα από έναν διερχόμενο απλώς πληθυσμό σε έναν ιδιαίτερα ευάλωτο στατικό πληθυσμό. Ιδίως, στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, η ως άνω Κοινή Δήλωση μετέβαλλε άρδην την κατάσταση, οδηγώντας σε αιφνίδια εκτόξευση του αριθμού των αιτήσεων διεθνούς προστασίας, και αδρανοποιώντας, συνάμα, τη δυνατότητα μεταφοράς των νεοαφικνούμενων μεταναστών στην ενδοχώρα. Απότοκος των ανωτέρω ήταν η συγκέντρωση στα νησιά ενός αριθμού μεταναστών, ο οποίος υπερέβαινε κατά πολύ την αρχικώς σχεδιασθείσα χωρητικότητα των οικείων κέντρων φιλοξενίας, και η συμφόρηση της διαδικασίας παροχής διεθνούς προστασίας. Έτσι, ενώ η πρώτη προσέγγιση, την επαύριον της Κοινής Δήλωσης, ήταν η μετατροπή των ΚΥΤ σε κλειστές δομές, σε σύντομο χρονικό διάστημα, η τακτική αυτή εγκαταλείφθηκε, υπερφαλαγγιζόμενη από τις πραγματικές συνθήκες που διαμορφώθηκαν. Το πρόβλημα του υπερπληθυσμού, μάλιστα, εξακολούθησε εντεινόμενο, καθ’ όλη τη διάρκεια των μηνών Ιουλίου έως και Σεπτεμβρίου, καθώς ο αριθμός των μεταναστών που έφευγαν ήταν κατά πολύ μικρότερος του αριθμού των μεταναστών που έφταναν στα νησιά, δεν είχε δε διευθετηθεί τον Νοέμβριο του 2016 και καθ’ όλη την κρίσιμη χρονική περίοδο μέχρι και τον Ιανουάριου του 2017. Παράλληλα, από πολλές πλευρές, καταμαρτυρείται ένα έλλειμα συντονισμού, οργάνωσης και διάκρισης αρμοδιοτήτων στα Κ.Υ.Τ., καθ’ όλη την επίμαχη περίοδο μέχρι και τον Ιανουάριο του έτους 2017. Στην προκειμένη περίπτωση, οι διαδικασίες ταυτοποίησης και υποδοχής στις οποίες υποβλήθηκε ο θανών Μ.Μ., αμέσως με την προσαγωγή του στο Κ.Υ.Τ. της Μόριας, στις 14.11.2016, ολοκληρώθηκαν αυθημερόν, χωρίς να ακολουθήσει απόφαση περί παράτασης του περιορισμού της ελευθερίας του, ο οποίος (περιορισμός) σε κάθε περίπτωση δεν θα μπορούσε να υπερβεί τις 25 ημέρες. Κατά την έννοια δε του άρθρου 14 του ν. 4375/2016, αρχής γενομένης από την ολοκλήρωση των ως άνω διαδικασιών, ήρθη αυτοδικαίως, ήτοι χωρίς να απαιτείται η έκδοση περαιτέρω διοικητικής πράξης, ο περιορισμός που του είχε επιβληθεί. Εξάλλου, κατά τον χρόνο προσαγωγής του θανόντος στο ως άνω Κ.Υ.Τ., οι εγκαταστάσεις του τελευταίου είχαν ήδη υπερπληρωθεί, σε βαθμό που ένα μεγάλο μέρος των μεταναστών διέμεναν σε σκηνές που τους είχαν χορηγηθεί προς τούτο, στους παρακείμενους αγρούς- ελαιοκτήματα. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την εν γένει κατάσταση του θανόντος, ως προσώπου υγιούς και μη ανήκοντος σε κάποια ευάλωτη ομάδα, επιρρωνύει τον ισχυρισμό του εναγόμενου ότι ο τελευταίος εγκαταστάθηκε σε σκηνή εκτός των ορίων του Κ.Υ.Τ.. Επομένως, τόσο κατά τον νόμο, όσο και εν τοις πράγμασι, μετά την περάτωση των διαδικασιών υποδοχής και ταυτοποίησης, ο θανών συγγενής των εναγόντων, δεν τελούσε υπό κράτηση, υπό την έννοια του άρθρου 1 περ. ι του π. δ/τος 220/2007 και του άρθρου 2 περ. η της Οδηγίας 2013/33, αλλά ούτε υπό την έννοια του άρθρου 5 παρ. 1 περ. στ της ΕΣΔΑ (βλ. ιδίως την απόφαση του ΕΔΔΑ, της 25.1.2018, J.R. και λοιποί κατά Ελλάδας, 22696/16 σκ. 83-87). Ωστόσο, το γεγονός αυτό δεν αναιρεί τις υποχρεώσεις που υπείχαν οι αρχές της Υπηρεσίας υποδοχής και ταυτοποίησης, βάσει του άρθρου 12 του π. δ/τος 220/2007 και του άρθρου 14 παρ. 5 του ν. 4375/2016, όπως ερμηνεύτηκαν ανωτέρω υπό το φως του ενωσιακού δικαίου, έναντι των προσώπων που ενέπιπταν στο προσωπικό πεδίο εφαρμογής τους. Στην προκειμένη δε περίπτωση, ο θανών συγγενής των εναγόντων ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής των ως άνω διατάξεων, ενόψει του ότι ήταν υπήκοος τρίτης χώρας και είχε εκφράσει την επιθυμία του να αιτηθεί διεθνή προστασία. Είναι δε αδιάφορο από την άποψη αυτή το εάν ο θανών ήταν πράγματι δικαιούχος άδειας διαμονής στη Γερμανία, καθώς και το ειδικότερο νομικό έρεισμα της άδειας αυτής, ήτοι η χορήγηση διεθνούς ή άλλης προστασίας σε αυτόν, εφόσον, πάντως, μέχρι τον χρόνο του θανάτου του, δεν είχε εκδοθεί απόφαση που να απορρίπτει την αίτησή του ως απαράδεκτη ή να περιορίζει/διακόπτει την υποχρέωση περί παροχής των υλικών συνθηκών του άρθρου 12 του π. δ/τος 220/2007. Ακολούθως, αναφορικά με τις υλικές συνθήκες που παρασχέθηκαν στον τελευταίο, διαπιστώνονται τα εξής. Όπως προεκτέθηκε, ο συγγενής των εναγόντων διέμενε από την ολοκλήρωση των διαδικασιών ταυτοποίησης και υποδοχής, στις 14.11.2016, μέχρι και τον θάνατό του, στις 28.1.2017, σε μια σκηνή που του είχε χορηγηθεί προς τούτο από τις αρμόδιες υπηρεσίες του ΚΥΤ. Κατά τα δεδομένα της κοινής πείρας το εν λόγω κατάλυμα παρίστατο ιδιαιτέρως ευάλωτο στα καιρικά φαινόμενα, κυρίως δε στο ψύχος. Μάλιστα η σκηνή του θανόντος βρισκόταν εκτός των κυρίως εγκαταστάσεων του ΚΥΤ. Το γεγονός αυτό, πέραν του ότι τον εξέθετε ακόμη περισσότερο στα έντονα καιρικά φαινόμενα, έθετε, επίσης, ένα επιπλέον πρόσκομμα στην πρόσβασή του στις υπηρεσίες που προσφέρονταν από το ΚΥΤ, ήτοι στις υπηρεσίες υγιεινής, τροφοδοσίας, ενημέρωσης και ασφάλειας. Εξάλλου, οι υπηρεσίες αυτές δεν θα μπορούσαν, ενόψει του διαπιστωθέντος κατά τα ανωτέρω προβλήματος υπερπληθυσμού του ΚΥΤ, παρά να υπολειτουργούν. Την κατάσταση αυτή επιδείνωνε η συμφόρηση στην οποία είχαν περιέλθει, κατά τα ανωτέρω, οι διαδικασίες παροχής διεθνούς προστασίας. Συγκεκριμένα, στην περίπτωση του θανόντος, παρά την παρέλευση δύο και πλέον μηνών από την απλή καταγραφή της βούλησής του να αιτηθεί άσυλο, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι μέχρι και τον θάνατό του, είχε προσδιοριστεί συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα πλήρους καταγραφής της αίτησής του. Τέλος, το επισφαλές της θέσης του εντεινόταν από το γεγονός ότι δεν του είχε χορηγηθεί προσωρινό δελτίο αιτούντος διεθνή προστασία ούτε του είχε επιδοθεί, με τη συνδρομή διερμηνέα, η απόφαση περί παραπομπής του στην Υπηρεσία Ασύλου, και, συνεπώς, ο θανών δεν διέθετε άλλα νομιμοποιητικά έγγραφα πέραν του εγγράφου καταγραφής των στοιχείων του. Οι συνθήκες αυτές, αν και υπολείπονταν των απαιτήσεων του άρθρου 12 του π. δ/τος 220/2007 και των άρθρων 17-18 της Οδηγίας 2013/33, και χαρακτηρίζονταν από μεγάλη ανασφάλεια και έντονη επιδείνωση των συνθηκών διαβιώσεως του θανόντος, μπορούν, κατ’ αρχήν, να θεωρηθούν, ενόψει ιδίως της κατά τα ανωτέρω κρισιμότητας των περιστάσεων αλλά και της φυσιογνωμίας του θανόντος ως μη ανήκοντος σε ευάλωτη ομάδα, ως διαφοροποιημένες συνθήκες φιλοξενίας, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 18, παράγραφος 9 της ως άνω Οδηγίας και 13 παρ. 10 του ως άνω π. δ/τος (πρβλ. τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ, B.G. και λοιποί κατά Γαλλίας, σκ. 84-89 και 95-98, και της 28.2.2019, Η. Α. και λοιποί κατά Ελλάδας, 19951/16, σκ. 171-175). Τούτο, όμως, εφόσον οι ως άνω συνθήκες διατηρούνταν για εύλογο χρονικό διάστημα, και ενόσω δεν άγγιζαν την έσχατη υλική στέρηση, η οποία εγείρει ζήτημα υπό το πρίσμα των άρθρων 4 του ΧΘΔΕΕ και 3 της ΕΣΔΑ. Στην προκειμένη περίπτωση, η εξακολούθηση της διαμονής του συγγενούς των εναγόντων, εκτός των ορίων του ΚΥΤ, στο πρόχειρο κατάλυμα της σκηνής που του είχε δοθεί, παρά την παρέλευση δύο και πλέον μηνών και την έλευση του χειμώνα, και κυρίως παρά την εκδήλωση έντονων καιρικών φαινομένων δριμύτατου ψύχους και χιονιού, με μόνο μέσο προστασίας του τα ρούχα του και μια κουβέρτα, ισοδυναμεί με περιέλευση αυτού σε συνθήκες έσχατης υλικής στέρησης, καταλίπουσες παντελώς ακάλυπτη τη στοιχειώδη ανθρώπινη ανάγκη του για αξιοπρεπή στέγαση υπό βιώσιμες συνθήκες θερμοκρασίας. Τα αρμόδια δε όργανα του εναγόμενου παρέλειψαν να λάβουν τα προσήκοντα μέτρα προκειμένου να προλάβουν και αποτρέψουν την κατάσταση αυτή, προβαίνοντας στην προσωρινή έστω μεταφορά των έκθετων στο δριμύ ψύχος μεταναστών σε θερμαινόμενους χώρους ή τουλάχιστον εφοδιάζοντάς τους με επαρκή θερμαντικά μέσα (πρβλ. ΔΕφΠατ. 354/2020 σκ. 19, και τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ, M.S.S. κατά Βελγίου και Ελλάδας, σκ. 249 – 264, Rahimi κατά Ελλάδας, σκ. 87-94, της 28.2.2019, Khan κατά Γαλλίας, 12267/16, σκ. 76-95, και της 2.7.2020, N.H. και λοιποί κατά Γαλλίας, 28820/13, σκ. 165-188). Εξάλλου, προς αντιμετώπιση του δριμύτατου ψύχους οι μετανάστες υιοθέτησαν την πρακτική του ανάμματος αυτοσχέδιων πυρών. Η πρακτική αυτή ενείχε, κατά τα δεδομένα της κοινής πείρας, πολλαπλούς κινδύνους για την ασφάλεια των διαβιούντων στον καταυλισμό (πρβλ. το άρθρο 18 περ. 8 της υ.α. υπ’ αριθ. 11.1/6343/2014, Β΄ 3295, ως προς την απαγόρευση της ελεύθερης χρήσης φωτιάς στις δομές φιλοξενίας). Εναπόκειτο επομένως στα όργανα του εναγόμενου, και συγκεκριμένα στις αρμόδιες αρχές του ΚΥΤ της Λέσβου, να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου να εξαλείψουν την πρακτική αυτή, όπως η κατηγορηματική απαγόρευσή της, η ενημέρωση των μεταναστών για τους κινδύνους που εγκυμονεί και η αποστέρηση αυτών από τα αντίστοιχα πυροδοτικά μέσα. Και ναι μεν δεν προκύπτει ότι τα όργανα του εναγόμενου ενθάρρυναν τους μετανάστες στη χρήση των αυτοσχέδιων αυτών πυρών, πλην όμως ενόψει: α) του γενικευμένου χαρακτήρα που έλαβε η πρακτική αυτή, β) των, κατά τα ανωτέρω, καταμαρτυρούμενων από διάφορους φορείς, συνθηκών σύγχυσης αρμοδιοτήτων και ελλείματος οργάνωσης που επικρατούσαν, κατά την επίμαχη περίοδο, στα ΚΥΤ, καθώς και γ) του, κατά τα εκτεθέντα στη σκέψη 14 της παρούσας, ανεπίκαιρου χαρακτήρα των στοιχείων που προσκόμισε το εναγόμενο προς απόδειξη της από μέρους των οργάνων του λήψης των κατάλληλων αποτρεπτικών μέτρων, διαπιστώνεται ότι τα όργανα του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου παρέβησαν πράγματι την υποχρέωσή τους να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα, προκειμένου να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά την επίμαχη πρακτική. Οι συγκεκριμένες ως άνω παραλείψεις των οργάνων του εναγόμενου, ήτοι η παράλειψη προφύλαξης του επιθυμούντος να αιτηθεί διεθνή προστασία και εξαρτώμενου πλήρως από τη δημόσια αρωγή συγγενούς των εναγόντων από την κατάσταση έσχατη υλικής στέρησης στην οποία περιήλθε, και η παράλειψη συστηματικής αποτροπής της πρακτικής του ανάμματος αυτοσχέδιων πυρών από τους διαβιούντες στον καταυλισμό μετανάστες, ήταν επαρκώς ικανές, κατά τα δεδομένα της κοινής πείρας και λογικής, να επιφέρουν και, πράγματι, στην προκειμένη περίπτωση, επέφεραν τον θάνατο του συγγενούς των εναγόντων, εντός της σκηνής του, λόγω εισπνοής μονοξειδίου του άνθρακα, εκλυόμενου από αυτοσχέδια πυρά, κατά το παγερό βράδυ της 27ης προς 28ης Ιανουαρίου του 2017 (πρβλ. την απόφαση του ΕΔΔΑ, της 17.7.2014, Centre de ressources juridiques au nom de Valentin Câmpeanu κατά Ρουμανίας, 47848/08, σκ. 142-144). Και ναι μεν, από τα στοιχεία της δικογραφίας, προκύπτει ότι ο θανών συνετέλεσε στον θάνατό του, συμμετέχοντας στην πρακτική του ανάμματος αυτοσχέδιων πυρών, χωρίς μάλιστα την προσήκουσα προσοχή στους κινδύνους που αυτή εγκυμονούσε, η συμπεριφορά του, όμως, αυτή δεν διέκοψε τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ των ως άνω παραλείψεων του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου και του θανάτου του, διότι δεν ήταν άσχετη με τις ως άνω παραλείψεις, αλλά εγγραφόταν στην αιτιώδη τροχιά που αυτές είχαν προδιαγράψει (πρβλ. ΣτΕ 1704/2019 σκ.12, 484/2018 σκ. 9). Εξάλλου, ο ισχυρισμός του εναγόμενου περί ανωτέρας βίας τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος. Τούτο διότι, η αιφνίδια αύξηση του μεταναστευτικού ρεύματος της Ανατολικής Μεσογείου, και η μετέπειτα ραγδαία μεταστροφή των χαρακτηριστικών του μεταναστευτικού πληθυσμού από απλώς διερχόμενο σε στάσιμο, ανάγονταν, ήδη, κατά τα ανωτέρω, στο παρελθόν (έτος 2015 και Απρίλιος του έτους 2016 αντίστοιχα), ενώ καιρικά φαινόμενα έντονου ψύχους και χιονιού, έστω και όχι τέτοιας σφοδρότητας, ήταν αναμενόμενα για την συγκεκριμένη χωροχρονική συγκυρία, δεν ήταν, δε, αυτή καθ’ αυτή η έντασή των φαινομένων που προκάλεσε τον θάνατο του συγγενούς των εναγόντων, αλλά οι ως άνω παραλείψεις των οργάνων του εναγόμενου ως προς την αντιμετώπιση των συνεπειών τους (πρβλ. ΣτΕ 287/2020 σκ. 13, 1159/2018 σκ. 9, 4737/2014 σκ. 10, 1800/2013 σκ. 9 -10, 925/2012 σκ. 11-12, ΔΕφΠατ. 113/2021 σκ. 4). Ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι στοιχειοθετείται εν προκειμένω ευθύνη του Ελληνικού Δημοσίου, κατά το άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ, για τον θάνατο του συγγενούς των εναγόντων, απορριπτομένων ως αβάσιμων, όλων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών του εναγόμενου.
Επειδή, ακολούθως, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη α) τις συνθήκες θανάτου του συγγενούς των εναγόντων, Μ.Μ., οι οποίες κατά τα ανωτέρω ισοδυναμούσαν με συνθήκες έσχατης υλικής στέρησης, β) την ηλικία αυτού κατά τον χρόνο του θανάτου του (46 σχεδόν χρονών), γ) τον βαθμό συγγένειας της πρώτης (σύζυγος), των δεύτερης έως και έβδομου (τέκνα) και των υπολοίπων (αδέλφια) των εναγόντων με το θανόντα, δ) την ηλικία των εναγόντων κατά τον κρίσιμο χρόνο (44 ετών η πρώτη, 14 ετών η δεύτερη, 3 ετών η τρίτη, 16 ετών ο τέταρτος, 15 ετών η πέμπτη, 19 ετών η έκτη, 18 ετών ο έβδομος, 48 ετών η δέκατη, 35 ετών η εντέκατη, 38 ετών η δέκτη τρίτη και 49 ετών ο δέκατος έβδομος), ε) την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των εναγόντων, εκ των οποίων οι πρώτη έως και έβδομος αποτελούν πολυμελή, μονογονεϊκή πλέον, οικογένεια με ιστορικό μετανάστευσης από την κατά τα κοινώς γνωστά μαστιζόμενη από τον πόλεμο Συρία, οι δε υπόλοιποι είναι απόδημοι ή και ένδημοι Σύριοι πολίτες και στ) τους δεσμούς αγάπης που συνέδεαν άπαντες των εναγόντων με το θύμα, κρίνει ότι οι ενάγοντες υπέστησαν βαθύτατη ψυχική οδύνη από τον θάνατο του συγγενούς τους. Πλην όμως, το Δικαστήριο, συνεκτιμώντας, περαιτέρω, ιδίως, α) ως προς τον βαθμό του πταίσματος των οργάνων του εναγομένου, τις σύμφυτες με την διαχείριση μιας τεραστίου μεγέθους μεταναστευτικής- προσφυγικής κρίσης εξαιρετικές δυσκολίες (πρβλ. την απόφαση του ΕΔΔΑ, Κhlaifia και λοιποί κατά Ιταλίας, σκ. 178-185), β) ως προς τον βαθμό του συντρέχοντος πταίσματος του θανόντος, ότι ναι μεν ο παράνομος ή μη χαρακτήρας της εισόδου αυτού στην ελληνική επικράτεια δεν ασκεί συναφώς επιρροή (πρβλ. ΣτΕ 877/2013 7μ σκ. 8), πλην όμως ο θανών εξέθεσε τον εαυτό του σε κίνδυνο διττώς, αφενός, μεταβαίνοντας από τη Γερμανία, όπου, μάλιστα, σύμφωνα με την προσκομιζόμενη από τους ενάγοντες με αριθμό 0928/1.4.2021 ένορκη βεβαίωση, εισέπραττε ήδη κάποιο επίδομα, στη Μόρια, επαφιόμενος, συναφώς, για την συντήρησή του στην υλική αρωγή του κατά τα κοινώς γνωστά ήδη εξαιρετικά και πολλαπλώς βεβαρημένου Ελληνικού Δημοσίου, και αφετέρου συμμετέχοντας, κατά τα ανωτέρω γινόμενα δεκτά, χωρίς την προσήκουσα προσοχή στην πρακτική του ανάμματος αυτοσχέδιων πυρών (πρβλ. ΔΕφΑθ 2390/2005 σκ.10), και τέλος γ) το γεγονός ότι η χρηματική ικανοποίηση για ψυχική οδύνη αποσκοπεί στην ηθική παρηγορία και την ψυχική ανακούφιση των συγγενών και δεν πρέπει να οδηγεί σε υπέρμετρο πλουτισμό αυτών, κρίνει ότι προς ανακούφιση της ψυχικής οδύνης που κατά τα ανωτέρω υπέστησαν οι ενάγοντες πρέπει να αναγνωριστεί η υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου να καταβάλλει σε καθέναν από τους πρώτη έως και έβδομο 30.000 ευρώ και σε καθέναν από τους δέκατη, ενδέκατη, δέκατη τρίτη και δέκατο έβδομο 10.000 ευρώ.