Οι τράπεζες στην Ελλάδα, την Ισπανία και την Πορτογαλία αντιμετωπίζουν αυξημένους κινδύνους από την κλιματική αλλαγή, σύμφωνα με κοινή έκθεση της ΕΚΤ και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου. Κίνδυνοι για την Ελλάδα και από την αύξηση των αποδόσεων των αμερικανικών ομολόγων
Σε αυξημένους κινδύνους, αφενός λόγω της κλιματικής αλλαγής και αφετέρου λόγω της αύξησης του πληθωρισμού στις ΗΠΑ και των αποδόσεων των αμερικανικών ομολόγων είναι εκτεθειμένη η Ελλάδα και άλλες χώρες του Νότου της ΕΕ, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (European Systemic Risk Board, ESRB), το οποίο είναι αρμόδιο για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στην Ευρωζώνη.
Υψηλότερος ο κίνδυνος της κλιματικής αλλαγής
Σε ειδική έκθεσή της ΕΚΤ και του ESRB για τον αντίκτυπο της κλιματικής αλλαγής (climate – related risk and financial stability), αναφέρεται ότι σχεδόν το 10% των εκθέσεων του τραπεζικού συστήματος της Ευρωζώνης υπόκεινται σε εξαιρετικά υψηλούς ή αυξανόμενους παράγοντες φυσικού κινδύνου, ιδιαίτερα στην περίπτωση συνδυασμού τους. Οι πιο συχνοί συχνοί συνδυασμοί τέτοιων παραγόντων είναι η λειψυδρία, οι πυρκαγιές και η θερμοπληξία. «Συνεπώς, το σχετικό ποσοστό εκθέσεων τραπεζών σε εταιρείες που λειτουργούν σε περιοχές που επηρεάζονται από πολλαπλούς κινδύνους αφορά ιδιαίτερα τις τράπεζες στην Ελλάδα, την Ισπανία και την Πορτογαλία», αναφέρει η έκθεση.
Το ESRB κατάρτισε έναν πιλοτικό πίνακα που καταγράφει τον βαθμό κινδύνου των χωρών της ΕΕ από κάθε πηγή μεγάλου φυσικού κινδύνου, όπως από πυρκαγιές, σεισμούς, πλημμύρες και ανεμοστρόβιλους. Η Ελλάδα έχει υψηλότερο βαθμό κινδύνου και για τους τέσσερις αυτές μορφές φυσικών καταστροφών. Συνολικά, ο βαθμός κινδύνου της είναι 2,2 έναντι 1 για την ΕΕ, ενώ υψηλότερος είναι για τους σεισμούς (3,5 έναντι 1 στην ΕΕ), όπως φαίνεται από τον παρακάτω πίνακα.
Στην ετήσια έκθεσή του για τους χρηματοπιστωτικούς κινδύνους στην ΕΕ, το ESRB καταγράφει ως έντονο τον κίνδυνο ευρείας έκτασης χρεοκοπιών επιχειρήσεων καθώς και τον κίνδυνο που προκύπτει από το δύσκολο μακροοικονομικό περιβάλλον για τις τράπεζες, τις ασφαλιστικές εταιρείες και τα συνταξιοδοτικά ταμεία. Ως «αυξημένους» χαρακτηρίζει τους κινδύνους που προκύπτουν από τις νέες ανησυχίες για τη χρηματοδότηση και τη βιωσιμότητα του χρέους κρατών καθώς και τους κινδύνους που προέρχονται από την αστάθεια και θύλακες έλλειψης ρευστότητας στις χρηματοπιστωτικές αγορές.
Κίνδυνος αύξησης των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων
Αναφορικά με τον κίνδυνο αύξησης των αποδόσεων κρατικών ομολόγων, η έκθεση αναφέρει ότι «αν και ο αντίκτυπος στην Ευρώπη από την αύξηση στις αποδόσεις των ομολόγων του αμερικανικού δημοσίου τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο ήταν περιορισμένος, μία αισθητά μεγαλύτερη από τη σημειωθείσα αύξηση στις αποδόσεις των ευρωπαϊκών κρατικών ομολόγων θα μπορούσε να έχει δυσμενή αντίκτυπο στη δυναμική του χρέους, ιδιαίτερα σε χώρες που μπήκαν στην κρίση της COVID-19 με υψηλό χρέος».
Οι ανησυχίες για την πορεία της οικονομίας της Ευρωζώνης, λόγω και της μετάλλαξης του κορονοϊού Δέλτα, έχει εντείνει τις τριβές στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για την πολιτική που θα ακολουθήσει.
Λαγκάρντ: Αβεβαιότητα από τις μεταλλάξεις του κορονοϊού
Η πρόεδρος της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, δήλωσε σήμερα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ότι η οικονομία της Ευρωζώνης έχει αποφύγει πιθανόν το πιο απαισιόδοξο σενάριο, που είχε καταρτισθεί στην αρχή της πανδημίας, αλλά εξακολουθεί να αντιμετωπίζει κινδύνους από τις μεταλλάξεις.
«Οι βελτιωμένες οικονομικές προοπτικές λόγω της ταχείας προόδου των προγραμμάτων εμβολιασμών έχουν μειώσει την πιθανότητα πολύ δύσκολων σεναρίων. Φυσικά, η αρχική ανάκαμψη εξακολουθεί να περιβάλλεται από αβεβαιότητα, που οφείλεται και στη μετάδοση των μεταλλάξεων του ιού», δήλωσε η Λαγκάρντ.
Το Reuters αναφέρει ότι η ΕΚΤ αρχίζει να συζητά για το αν θα μειώσει σταδιακά τις αγορές ομολόγων στο πλαίσιο του έκτακτου προγράμματός της PEPP, ενώ υπάρχουν διαφορετικές απόψεις από τους κεντρικούς τραπεζίτες.
Σύμφωνα με το Reuters, επίσης, η ΕΚΤ έχει σχεδιάσει «αρκετές συνεδριάσεις» του Διοικητικού Συμβουλίου της τις επόμενες εβδομάδες, σε μία προσπάθεια να γεφυρώσεις τις διαφορές σχετικά με τη νέα στρατηγική της κεντρικής τράπεζας για τον πληθωρισμό.