Γιατί η κυβέρνηση τάσσεται υπέρ του σημερινού συστήματος προσδιορισμού των αμοιβών
Υπέρ της διατήρησης του σημερινού συστήματος διαμόρφωσης του κατώτατου μισθού τάσσεται το υπουργείο Εργασίας απαντώντας στην ουσία στο αίτημα της ΓΣΕΕ αλλά και της ΓΣΕΒΕΕ (μικρομεσαίες επιχειρήσεις) για επιστροφή των ελεύθερων διαπραγματεύσεων και της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας.
Το υπουργείο εκτιμά ότι το υφιστάμενο σύστημα προσδιορισμού του κατώτατου μισθού στην Ελλάδα έχει πολλά κοινά σημεία με την υπό διαπραγμάτευση Ευρωπαϊκή Οδηγία για επαρκείς κατώτατους μισθούς. Συνεπώς οποιαδήποτε αλλαγή θα έθετε τη χώρα μας σε αναντιστοιχία με την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ως προς την ουσία του θέματος το υπουργείο υπογραμμίζει ότι το υφιστάμενο σύστημα διασφαλίζει ότι ο κατώτατος μισθός καθορίζεται με οικονομικά ορθολογικό τρόπο, λαμβάνοντας υπόψη τα συμφέρονται των εχόντων εργασία αλλά και των ανέργων. Επιπλέον, η όλη διαδικασία αποπνέεται από διαφάνεια και αντικειμενικότητα, καθώς οι εκθέσεις, τα πορίσματα και όλο το σχετικό υλικό δημοσιεύεται και μπορεί συνεπώς να αξιολογηθεί από όλους.
Οι θέσεις της κυβέρνησης
Ιδιαίτερη σημασία για τις εξελίξεις γύρω από το θέμα του κατώτατου μισθού έχουν οι θέσεις του υπουργείου Εργασίας έτσι όπως απεικονίζονται σε κείμενο εργασίας.
Διαδικασία θέσπισης του κατώτατου μισθού:
Στην Ελλάδα ο νομοθετημένος κατώτατος μισθός ορίζεται σε ετήσια βάση με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, μετά από σύμφωνη γνώμη του Υπουργικού Συμβουλίου. Της απόφασης προηγείται διεξαγωγή διαβούλευσης μεταξύ των κοινωνικών εταίρων, με την τεχνική και επιστημονική υποστήριξη εξειδικευμένων ερευνητικών φορέων, την οποία συντονίζει ειδική τριμελής επιτροπή. Το ΚΕΠΕ σε συνεργασία με πενταμελή επιτροπή εμπειρογνωμόνων συντάσσει πόρισμα της διαβούλευσης, το οποίο υποβάλλεται στους Υπουργούς Οικονομικών και Εργασίας.
Πού εφαρμόζεται:
Το σύστημα του ορισμού του κατώτατου μισθού από την κυβέρνηση, μετά από διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους, είναι το πιο συχνά χρησιμοποιούμενο διεθνώς. Σε σχετική μελέτη της Παγκόσμιας Τράπεζας για λογαριασμό του Υπουργείου Εργασίας αναφέρεται ότι το 56% των χωρών ορίζουν τον κατώτατο μισθό με το συγκεκριμένο σύστημα ενώ μόνο 14% αποκλειστικά με συλλογικές διαπραγματεύσεις. Σε 13 από τις 21 χώρες της ΕΕ που έχουν νομοθετημένο κατώτατο μισθό, οι κοινωνικοί εταίροι συμμετέχουν σε διαδικασίες διαβούλευσης αλλά η κυβέρνηση τελικά αποφασίζει, ενώ σε άλλες τρεις η κυβέρνηση έχει τον τελευταίο λόγο σε περίπτωση που οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των κοινωνικών εταίρων αποτύχουν.
Τα πλεονεκτήματα του συστήματος:
Καταρχάς θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι κοινωνικοί εταίροι διατηρούν τη δυνατότητα να διαπραγματεύονται και να ορίζουν στην ΕΓΣΣΕ μισθολογικούς όρους, ωστόσο αυτοί ισχύουν μόνο για τους εργαζόμενους που απασχολούνται από εργοδότες των συμβαλλομένων εργοδοτικών οργανώσεων. Το υφιστάμενο σύστημα διασφαλίζει ότι ο κατώτατος μισθός καθορίζεται με οικονομικά ορθολογικό τρόπο, λαμβάνοντας υπόψη τα συμφέρονται των εχόντων εργασία αλλά και των ανέργων. Επιπλέον, η όλη διαδικασία αποπνέεται από διαφάνεια και αντικειμενικότητα, καθώς οι εκθέσεις, τα πορίσματα και όλο το σχετικό υλικό δημοσιεύεται και μπορεί συνεπώς να αξιολογηθεί από τους πολίτες και την επιστημονική κοινότητα.
Γιατί δεν θα αλλάξει:
Το υφιστάμενο σύστημα προσδιορισμού του κατώτατου μισθού στην Ελλάδα έχει πολλά κοινά σημεία με την υπό διαπραγμάτευση Ευρωπαϊκή Οδηγία για Επαρκείς Κατώτατους Μισθούς, η οποία απολαμβάνει ευρείας στήριξης επί της αρχής, τόσο από την κυβέρνηση όσο και από την πλειονότητα των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Επαναφορά του συστήματος προσδιορισμού του κατώτατου μισθού με συλλογικές διαπραγματεύσεις θα έθετε την Ελλάδα εκτός πεδίου εφαρμογής του πλέον σημαντικού μέρους της Οδηγίας, που αφορά τον προσδιορισμό «κριτήριων επάρκειας».
Το ύψος του κατώτατου στη χώρα μας:
Στην Ελλάδα καταβάλλονται 14 μισθοί, συνεπώς ο κατώτατος μισθός των 650 ευρώ αντιστοιχεί σε 758 ευρώ ανά μήνα. Επιπλέον τα ανωτέρω ποσά προσαυξάνονται μέχρι και 30% ανάλογα με τα έτη προϋπηρεσίας που έχει συμπληρώσει ο/η εργαζόμενος/η, προ του 2012. Συνεπώς ο κατώτατος μισθός μπορεί να είναι έως και 195 ευρώ υψηλότερος.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΦΚΑ ο μέσος μισθός πλήρους απασχόλησης τον Φεβρουάριο του 2020 (τελευταία διαθέσιμη παρατήρηση) ανήλθε στα 1.187 ευρώ. Δηλαδή ο κατώτατος μισθός ανήλθε στο 55% του μέσου μισθού (5 ποσοστιαίες μονάδες πάνω από τον διεθνώς αναγνωρισμένο δείκτη επάρκειας). Σε σύγκριση με τα 21 κράτη μέλη της ΕΕ που έχουν νομοθετημένο κατώτατο μισθό, η Ελλάδα βρίσκεται στη μέση της κατάταξης όσον αφορά το ύψος του κατώτατου μισθού (11η με βάση τον ονομαστικό και 13η με βάση τα Ισοδύναμα Αγοραστικής Δύναμης).
Αυξήθηκαν οι κατώτατοι μισθού σε άλλες χώρες κατά τη διάρκεια της πανδημίας; Είναι γεγονός ότι η πλειονότητα των κρατών μελών της ΕΕ (18/21), προχώρησαν σε ονομαστική αύξηση του κατώτατου μισθού την περίοδο από τον Ιανουάριο του 2020 έως και το Μάρτιο του 2021. Ωστόσο μόνο σε 9 από αυτές η αύξηση υπερέβη το 2%, αν λάβουμε υπόψιν τον πληθωρισμό και τη συναλλαγματική ισοτιμία (για τις χώρες που δεν είναι μέλη της Ευρωζώνης). Σε 6 χώρες η πραγματική αύξηση ήταν μικρότερη της μίας ποσοστιαίας μονάδας και σε 2 ο πραγματικός κατώτατος μισθός μειώθηκε.
Επιπλέον, η πλειονότητα των χωρών με σημαντική αύξηση του κατώτατου μισθού είναι μικρές και «ανοικτές» οικονομίες που είχαν έντονη αναπτυξιακή δυναμική πριν την πανδημία και επλήγησαν πολύ λιγότερο από αυτήν, ενώ στις δύο χώρες με την υψηλότερη ποσοστιαία αύξηση (Λετονία, Σλοβενία) ουσιαστικά εφαρμόστηκαν αποφάσεις που είχαν ληφθεί πολύ πριν την πανδημία. Η Σλοβενική κυβέρνηση έσπευσε μάλιστα να δεσμευτεί ότι θα αποζημιώσει, εν μέρει, τις επιχειρήσεις για το αυξημένο εργασιακό κόστος.
Τι συνέβη στην Ελλάδα:
Την ίδια περίοδο, στην Ελλάδα η πραγματική αξία του κατώτατου μισθού αυξήθηκε κατά 1,3% λόγω του αποπληθωρισμού, ενώ περαιτέρω αύξηση της αγοραστικής δύναμης επήλθε από τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων κατά 1,63%. Για ένα μισθωτό πλήρους απασχόλησης το συνολικό ετήσιο όφελος υπερβαίνει τα 250 ευρώ. Τέλος θα πρέπει να επισημανθεί ότι η προηγούμενη αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 10,8% τον Ιανουάριο του 2019 ήταν η τρίτη υψηλότερη στην ΕΕ, ενώ μόνο 6 χώρες είχαν σωρευτικά αύξηση υψηλότερη του 12% την τελευταία διετία.