Αριθμός 7/2021
Το Μονομελές Εφετείο Λαμίας
(Μεταβατική έδρα Λιβαδειάς)
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ελένη Τσίτσιου, Εφέτης
ΔΙΚΗΓΟΡΟΙ: Αθανάσιος Παντρευτής – Λουκάς Καρράς
– Εμπορικές μισθώσεις. Η αγωγή, με την οποία επιδιώκεται η απόδοση της χρήσης του μισθίου, επέχει θέση καταγγελίας της μίσθωσης σε οποιονδήποτε λόγο και αν στηρίζεται η απόδοση, με εξαίρεση την από το άρθρο 66 ΕισΝΚΠολΔ προβλεπόμενη περίπτωση, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του ουσιαστικού δικαίου ως προς την ισχύ της καταγγελίας. Δεν προβλέπεται η καταγγελία λόγω παρόδου του συμφωνημένου χρόνου διάρκειας της μίσθωσης, δεδομένου ότι στην περίπτωση αυτή λήγει αυτοδίκαια η μίσθωση. Απόκρουση καταγγελίας που γίνεται από αντιπρόσωπο που δεν επιδεικνύει πληρεξουσιότητα. Η απόκρουση πρέπει να γίνεται χωρίς υπαίτια καθυστέρηση. Απορρίπτει κατ’ ουσίαν την Έφεση.
– Σύμφωνα με το άρθρο 13 παρ. 1 και 2 περ. α Ν. 4242/2014: «Οι μισθώσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ΠΔ 34/1995 και συνάπτονται μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος, διέπονται από τους συμβατικούς όρους τους, τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα και του ΠΔ 34/1995, με την εξαίρεση των άρθρων 5-6, 16-18, 20-26, 27 παρ. 2, 28-40, 43, 46 και 47 αυτού. Οι μισθώσεις του ανωτέρω εδαφίου ισχύουν για τρία (3) έτη, ακόμη και αν έχουν συμφωνηθεί για βραχύτερο ή για αόριστο χρόνο, και μπορεί να λυθούν με νεότερη συμφωνία που αποδεικνύεται με έγγραφο βέβαιης χρονολογίας. Η καταγγελία γίνεται εγγράφως και τα έννομα αποτελέσματα της επέρχονται τρεις (3) μήνες από την κοινοποίηση της. Οι μισθώσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ΠΔ 34/1995 και έχουν συναφθεί, παραταθεί ή ανανεωθεί, ρητώς ή σιωπηρώς, πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος, συμπεριλαμβανομένων και των μισθώσεων των οποίων έχει λήξει η δωδεκαετής διάρκεια και δεν έχουν παρέλθει εννέα (9) μήνες από τη λήξη της, διέπονται από τις διατάξεις αυτού, όπως τροποποιείται κατά το παρόν άρθρο». Σύμφωνα με το άρθρο 20 του Ν. 4242/2014, ορίσθηκε ως ημερομηνία έναρξης των διατάξεων του η ημερομηνία δημοσίευσης του στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, ήτοι η 28.2.2014 (ΦΕΚ Α 50/28.2.2014). Επιπλέον, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 608 παρ. 1ΑΚ: «η μίσθωση που συνομολογήθηκε για ορισμένο χρόνο λήγει μόλις περάσει αυτός ο χρόνος, χωρίς να απαιτείται τίποτε άλλο». Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 662 ΚΠολΔ, η αγωγή για την απόδοση της χρήσης του μισθίου ισχύει ως καταγγελία της σύμβασης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου. Από τη διάταξη αυτή, η οποία εφαρμόζεται και επί εμπορικών μισθώσεων (άρθρο 48 παρ. 1 εδ. τελ. ΠΔ 34/1995) συνάγεται ότι η αγωγή, με την οποία επιδιώκεται η απόδοση της χρήσης του μισθίου, επέχει θέση καταγγελίας της μίσθωσης σε οποιονδήποτε λόγο και αν στηρίζεται η απόδοση, με εξαίρεση την από το άρθρο 66 ΕισΝΚΠολΔ προβλεπόμενη περίπτωση, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του ουσιαστικού δικαίου ως προς την ισχύ της καταγγελίας (ΑΠ 491/1998, ΑΠ 447/1996, ΕφΘεσ 1126/2007 Αρμ 2008. 211, ΕφΑθ 9927/1998 αδημ. στο νομικό τύπο, Μ. Μαργαρίτης «Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας», τ. 11, Δίκαιο & Οικονομία Π. Ν. Σάκκουλας 2012, άρθ. 662, σ. 98, πλαγιαρ. 2, Ε. Ποδηματά σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα «Ερμηνεία ΚΠολΔ», τ. II, Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2000, άρθ. 662, σ. 1237, πλαγιαρ. 1, Χ. Τριανταφυλλίδης σε Χ. Απαλαγάκη «Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Ερμηνεία κατ` άρθρο», β` έκδ., εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη 2011, άρθ. 662, σ. 1275, πλαγιαρ. 1). Ειδικά, όσον αφορά στη μίσθωση ορισμένου χρόνου, αυτή μπορεί να καταγγελθεί για τους λόγους που προβλέπονται στον Αστικό Κώδικα και το ΠΔ 34/1995, στους οποίους, ωστόσο, δεν προβλέπεται η καταγγελία λόγω παρόδου του συμφωνημένου χρόνου διάρκειας της μίσθωσης, δεδομένου ότι στην περίπτωση αυτή λήγει αυτοδίκαια η μίσθωση (ΕφΘεσ 10/2006 Αρμ 2006.882, ΕφΑθ 349/1986 ΕλΔνη 1986. 766, πρβλ. Χ. Παπαδάκης «Εγχειρίδιο Εμπορικών Μισθώσεων – Μετά το Ν. 4242/2014», Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2014, παρ. 35, σ. 227, πλαγιαρ. 713), όπως ορίζεται στο άρθρο 608 του ΑΚ, καθώς λόγω του διαρκούς της μεν χαρακτήρα της περιορισμένης όμως διάρκειας της η μίσθωση αυτή λήγει αυτοδίκαια χωρίς να απαιτείται καταγγελία από μέρος του εκμισθωτή ή οποιαδήποτε άλλη όχληση του μισθωτή. Είναι αυτονόητο ότι η εμπορική μίσθωση που κατά την αρχική της σύσταση είναι ορισμένου χρόνου, εξακολουθεί να είναι ορισμένου χρόνου και κατά τις τροποποιήσεις με τους εκάστοτε νόμους που την παρατείνουν για ορισμένη χρονική διάρκεια άμα τη λήξει της διάρκειας αυτής (Παπαδάκη, Αγωγές Απόδοσης Μισθίου, εκδ. 1990 παρ. 2055, 2006). Αντίθετο συμπέρασμα δεν συνάγεται από τη διάταξη του άρθρου 13 παρ. 1 εδαφ. γ του Ν. 4242/2014, όπου ορίζεται ότι οι συμβάσεις που συμφωνήθηκαν για μικρότερη διάρκεια αναφέρεται ότι «……οι μισθώσεις του ανωτέρω εδαφίου ισχύουν για τρία (3) έτη, ακόμη και αν έχουν συμφωνηθεί για βραχύτερο ή για αόριστο χρόνο……η καταγγελία γίνεται εγγράφως και τα έννομα αποτελέσματα της επέρχονται τρεις (3) μήνες από την κοινοποίηση της», καθώς η εν λόγω διάταξη λόγω του περιεχομένου της και της θέσης στην οποία βρίσκεται δεν είναι σαφές σε ποια «καταγγελία» αναφέρεται, είναι δε προφανές ότι πρόκειται για νομοθετική παραδρομή και πρέπει η διάταξη να κριθεί ότι δεν έχει πεδίο εφαρμογής (Ι. Κατρά, Οι Εμπορικές Μισθώσεις μετά τον Ν. 4242/2014, ΕλΔνη 2014.25 υπό ΙΙΙ Β 3.2/, Χ. Παπαδάκη, Εγχειρίδιο Εμπορικών Μισθώσεων, εκδ. 2016, αριθ. 98, σελ. 100).
– Η καταγγελία, η οποία είναι μονομερής δικαιοπρακτική δήλωση βουλήσεως, η οποία απευθύνεται σε ορισμένο πρόσωπο, μπορεί να γίνει και από πληρεξούσιο, οπότε έχει εφαρμογή και το άρθ. 226 του ΑΚ κατά το οποίο, μονομερής δικαιοπραξία που επιχειρείται προς άλλον χωρίς επίδειξη του πληρεξουσίου εγγράφου είναι άκυρη αν αυτός προς τον οποίο γίνεται την αποκρούσει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση. Από την τελευταία αυτή διάταξη, προκύπτει ότι εκείνος προς τον οποίο απευθύνεται η δήλωση δια της οποίας συντελείται μονομερής δικαιοπραξία ή οιονεί δικαιοπραξία εκ μέρους προσώπου που φέρεται ως αντιπρόσωπος άλλου, μπορεί, εφόσον δεν του επιδεικνύεται πληρεξούσιο έγγραφο, να την αποκρούσει, για το λόγο αυτό, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση. Στην περίπτωση αυτή, δηλαδή της αποκρούσεως της δηλώσεως χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, η επιχειρούμενη πράξη είναι άκυρη. Η ακυρότητα είναι απόλυτη, δεν θεραπεύεται με μεταγενέστερη έγκριση και επέρχεται ανεξάρτητα από το αν ο φερόμενος ως πληρεξούσιος είχε ή όχι την πληρεξουσιότητα, για να επέλθουν δε τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα της πράξεως και μάλιστα ex nunc πρέπει αυτή να επιχειρηθεί εκ νέου εγκύρως. Το πρόσωπο εξάλλου προς το οποίο απευθύνεται η δήλωση την αποκρούει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση αν ενεργήσει εντός των χρονικών ορίων που επιβάλλονται από την καλή πίστη, τα συναλλακτικά ήθη και τις περιστάσεις, το ζήτημα δε αυτό είναι νομικό και ως εκ τούτου η σχετική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Σε περίπτωση που το ως άνω πρόσωπο δεν πράξει τούτο, δηλαδή δεν ενεργήσει εντός των ως άνω χρονικών ορίων, η μονομερής δικαιοπραξία που επιχειρείται προς άλλο χωρίς επίδειξη του πληρεξουσίου είναι ισχυρή, αν υπάρχει πληρεξουσιότητα ή επακολούθησε έγκριση.
– Σύμφωνα με τα άρθρα 216 και 217 ΑΚ, η εξουσία για αντιπροσώπευση δίνεται με πληρεξουσιότητα προς τον εξουσιοδοτούμενο, που υποβάλλεται στον τύπο τον απαιτούμενο για τη δικαιοπραξία στην οποία αφορά (ΑΠ 139/2016). Εξάλλου, για την έγκριση της δικαιοπραξίας από εκείνον υπέρ του οποίου έγινε, εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 238 ΑΚ, από την οποία προκύπτει σαφώς ότι η έγκριση της καταγγελίας ενεργεί αναδρομικά (βλ. και Χ. Παπαδάκη, Αγωγές Απόδοσης Μισθίου, εκδ. 1990, παρ. 1190).