Δεν δύναται να προστεθεί λόγος διακοπής της παραγραφής των αξιώσεων του ΙΚΑ με εγκυκλίους που το Ίδρυμα εκδίδει προς παροχή οδηγιών ή διευκρινίσεων προς τις υπηρεσίες του ή τους πολίτες
Σε ερώτημα που τέθηκε στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους από τον Συνηγόρου του Πολίτη, στον οποίο προσέφυγε οφειλέτης του ΕΦΚΑ (τ. ΙΚΑ), ισχυριζόμενος ότι οι οφειλές του προς τον ασφαλιστικό φορέα έχουν παραγραφεί, αμφισβητώντας την επικαλούμενη από τον ΕΦΚΑ διακοπή της παραγραφής, το Συμβούλιο έκρινε πως η κοινοποίηση ή και επανακοινοποίηση των καταλογιστικών πράξεων με επιταγή προς πληρωμή ή μη δεν είναι από τις πράξεις εκείνες που διακόπτουν την παραγραφή των αξιώσεων του ΙΚΑ (Γνωμ ΝΣΚ 42/2020).
Σύμφωνα με τη γνωμοδότηση, δεν είναι δυνατόν να προστίθεται λόγος διακοπής της παραγραφής των αξιώσεων του ΙΚΑ με εγκυκλίους που το Ίδρυμα εκδίδει προς τις υπηρεσίες του ή τους πολίτες προς παροχή οδηγιών ή διευκρινίσεων. Συνεπώς, η σε τέτοιου είδους έγγραφα διατυπωμένη θέση, ήτοι ότι η κοινοποίηση των καταλογιστικών πράξεων διακόπτει την παραγραφή των αξιώσεων, είναι μη νόμιμη και δεν παράγει αποτελέσματα για τους διοικούμενους.
Κατά το σκεπτικό του Συμβουλίου, λόγοι διακοπής της παραγραφής αποτελούν πράξεις διοικητικής αναγκαστικής εκτέλεσης, ήτοι η έκδοση προγράμματος πλειστηριασμού, η αναγγελία χρηματικής απαίτησης προς επαλήθευση σε πτώχευση ή προς κατάταξη σε πλειστηριασμό περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, η αναγγελία χρηματικής απαίτησης στον εκκαθαριστή κληρονομίας ή στον εκκαθαριστή διαλυθέντος νομικού προσώπου και τέλος η εγγραφή προσημείωσης ή υποθήκης.
Την άποψη ότι η κοινοποίηση ή και επανακοινοποίηση των καταλογιστικών πράξεων μετ’ επιταγής συνιστά λόγο διακοπής παραγραφής των αξιώσεων του Ι.Κ.Α. έναντι των οφειλετών του, υιοθέτησαν εγκύκλιοι του Ι.Κ.Α. (η με αρ. πρωτ. 20/Ε33/16/10-2-1998 εγκύκλιος της Διεύθυνσης Ασφάλισης-Εσόδων-Τμήμα Αναγκαστικών Μέτρων του Ι.Κ.Α. με θέμα «Κοινοποίηση διατάξεων ν.2556/97 που αφορούν θέματα αναγκαστικών μέτρων είσπραξης εσόδων», αλλά και οι προηγηθείσες 110/1987 και 72/1991εγκύκλιοι).
Ωστόσο, το Συμβούλιο τόνισε πως η δημόσια διοίκηση δεσμεύεται από την αρχή της νομιμότητας, όπως αυτή καθιερώνεται με τις διατάξεις του Συντάγματος, η οποία συνεπάγεται ότι η διοίκηση οφείλει ή μπορεί να προβαίνει μόνο σε ενέργειες που προβλέπονται και επιβάλλονται ή επιτρέπονται από τους κανόνες που θεσπίζουν το Σύνταγμα, οι νομοθετικές πράξεις, οι διοικητικές κανονιστικές πράξεις, που έχουν εκδοθεί βάσει νομοθετικής εξουσιοδότησης, καθώς και από κάθε κανόνα ανώτερης ή ισοδύναμης προς αυτούς τυπικής ισχύος.
Όσον αφορά στις εγκυκλίους, από τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου προκύπτει σαφώς ότι αυτές συνιστούν πράξεις της Διοίκησης που εξαντλούν τη δεσμευτική ισχύ τους μέσα στα πλαίσια της Διοίκησης και δεν έχουν ισχύ νόμου. Είναι δε αδύνατη η θέση, τροποποίηση, κατάργηση ή αντικατάσταση κανόνων δικαίου με έγγραφα της Διοίκησης, για την έκδοση των οποίων δεν υφίσταται εξουσιοδότηση από τυπικό νόμο και σύμφωνα με τους λοιπούς του Συντάγματος
Επομένως, ούτε με την προαναφερθείσα εγκύκλιο 20/1998 ούτε με κανένα άλλο από τα έγγραφα που το Ι.Κ.Α. εξέδωσε προς τις υπηρεσίες του ή τους πολίτες προς παροχή οδηγιών ή διευκρινίσεων, είναι δυνατόν να προστίθεται λόγος διακοπής της παραγραφής των αξιώσεων του Ιδρύματος και, κατά συνέπεια, η σε τέτοιου είδους έγγραφα διατυπωμένη θέση ότι η κοινοποίηση των ΠΕΕ διακόπτει την παραγραφή των αξιώσεων είναι μη νόμιμη και δεν παράγει αποτελέσματα για τους διοικούμενους.
Περαιτέρω, το Συμβούλιο διαπίστωσε πως η πρακτική κοινοποίησης στους οφειλέτες ΠΕΕ και άλλων συναφών Πράξεων, συνοδευόμενων με επιταγή προς πληρωμή, αποτελεί πρακτική που δεν προβλέπεται από καμία σχετική διάταξη νόμου. Η διοικητική εκτέλεση δεν γνωρίζει ούτε την επιταγή προς εκτέλεση, ούτε άλλη προδικασία της εκτέλεσης, αλλά από την επόμενη ημέρα, κατά την οποία τα χρέη καθίστανται ληξιπρόθεσμα, ο διευθυντής του Ταμείου δικαιούται στη λήψη αναγκαστικών μέτρων κατά των οφειλετών. Το άρ. 264 του Α.Κ., που προβλέπει διακοπή της παραγραφής με επίδοση επιταγής πληρωμής, αναφέρεται στην επίδοση επιταγής κάτω από εκτελεστό δικαιόγραφο από τα αναφερόμενα στο άρ. 904 του ΚΠολΔ, όπως αυτή προβλέπεται και επιβάλλεται ως αναγκαία διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης από το άρθρο 924 Κ.Πολ.Δ. και δεν παρέχει στα όργανα της διοικητικής εκτέλεσης ευχέρεια να δημιουργήσουν ιδίαν μορφή επιταγής προς πληρωμή.
Κατόπιν τούτων, το Συμβούλιο κατέληξε στην κρίση πως, εν προκειμένω, οι αξιώσεις του Ι.Κ.Α. και νυν Ε.Φ.Κ.Α κατά του οφειλέτη- εργοδότη έχουν υποπέσει σε παραγραφή, δεδομένου ότι το Ίδρυμα σε ουδεμία ενέργεια προέβη, από τις περιοριστικά αναφερόμενες στις εφαρμοζόμενες διατάξεις των άρ. 260 επ. του ΑΚ, προς διακοπή της παραγραφής των αξιώσεών του και, συνεπώς, δεν πρέπει να συνεχιστούν τα μέτρα διοικητικής εκτέλεσης σε βάρος του οφειλέτη-εργοδότη.
Δείτε αναλυτικά τη γνωμοδότηση.