Στοιχεία που έχει επεξεργαστεί η Τράπεζα της Ελλάδος δείχνουν πως τους τελευταίους 48 μήνες η αύξηση των τιμών των ακινήτων έχει διαμορφωθεί πανελλαδικά σε μέσα επίπεδα στο 17%. Σε αυτό το διάστημα, αθροιστική άνοδο 18% σημείωσαν τα νεόδμητα ακίνητα και 17% τα παλαιά, ηλικίας πέντε ετών και άνω.
Με βάση την ίδια έρευνα της ΤτΕ, ο δείκτης τιμών των διαμερισμάτων όλων των ηλικιών έχει ενισχυθεί τους τελευταίους 48 μήνες κατά 27%.
Στη βάση των μοντέλων που τρέχουν και της οικοδομικής δραστηριότητάς, οι αναλυτές των τραπεζών εκτιμούν ότι παρελθόντος του χρόνου θα αυξάνεται το μερίδιο των νεόδμητων διαμερισμάτων και κατοικιών. Ως αποτέλεσμα, λόγω των υψηλότερων τιμημάτων διάθεσης των νεότερων ακινήτων, αναμένεται να ενισχυθεί και το ύψος του μέσου δανείου που αιτούνται οι δανειολήπτες από τις τράπεζες.
Σήμερα το μέσο ύψος των νέων στεγαστικών δανείων και η αξία των εκταμιεύσεων ανέρχεται στα 70.000 ευρώ, από 65.000 ευρώ πριν από περίπου έναν χρόνο. Επιπλέον, έχει αυξηθεί το ποσοστό χρηματοδότησης που ζητούν οι ενδιαφερόμενοι από το 65%, στο 70%.
Σχεδόν 7 στα 10 στεγαστικά δάνεια αφορούν στην αγορά ακινήτου, κατά βάση παλαιού, και το υπόλοιπο 30% σε δάνεια για ανακαινίσεις και επισκευές παλαιότερων κατοικιών.
Με αυτά τα δεδομένα, το μέσο τίμημα στις αγοραπωλησίες που περνούν μέσα από το τραπεζικό σύστημα διαμορφώνεται λίγο πάνω από τις 100.000 ευρώ.
Κατά κάποιους οι συγκυρίες θα παραμείνουν ευνοϊκές. Όπως υποστηρίζουν η ρευστότητα από την ΕΚΤ και τα κρατικά μέτρα στήριξης κατά της πανδημίας έχουν μειώσει τα επιτόκια (κόστος δανεισμού) και έχουν προστατεύσει θέσεις εργασίας και εισοδήματα. Και οι δύο αυτοί παράγοντες λειτούργησαν και θα εξακολουθήσουν να λειτουργούν θετικά στην εγχώρια αγορά ακινήτων, συντηρώντας τη ζήτηση για στεγαστικά δάνεια. Παράλληλα, επισημαίνουν πως οι τιμές των οικιστικών ακινήτων στηρίζονται και από τις αλλαγές που έφερε η κρίση στον τρόπο εργασίας, καθώς η τηλεργασία περιόρισε τη ζήτηση για γραφειακούς χώρους, προς όφελος των κατοικιών.