Με την προσφάτως δημοσιευθείσα υπ’ αριθμ. 2256/14-07-2021 απόφαση ασφαλιστικών μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, παραμένουν στις θέσεις τους 10 εργαζόμενοι – συμβασιούχοι του Δήμου Κρωπίας οι οποίοι απασχολούνται στην υπηρεσία καθαριότητας και ύδρευσης του Δήμου, έως την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της κύριας αγωγής τους.
Η ως άνω απόφαση έχει ιδιαίτερη σημασία δεδομένου ότι η κύρια αγωγή των εργαζομένων αυτών είχε ήδη απορριφθεί στον πρώτο βαθμό ως μη νόμιμη με το σκεπτικό ότι το αίτημα των εργαζομένων αυτών προσκρούει στο άρθρο 103 του Συντάγματος. Το γεγονός αυτό αναφέρθηκε στο Δικαστήριο από το Δήμο Κρωπίας ο οποίος ζήτησε για αυτό το λόγο την απόρριψη της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων των συμβασιούχων στο σύνολό της. Το σκεπτικό της υπ’ αρίθμ. 2256/2021 ως άνω απόφασης έχει ως κάτωθι:
«[…] Το καθ’ ου που ομολογεί τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, επικαλείται με το ένδικο σημείωμά του ότι το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών απέρριψε την αγωγή των αιτούντων, διότι δεν ήταν νόμιμη. Με τις αποδοχές τους οι αιτούντες προσπαθούν να καλύψουν τις ανάγκες διαβίωσής τους, τις δανειακές τους υποχρεώσεις, τις υποχρεώσεις τους για την καταβολή φόρων και εισφορών, ενώ το εναπομένων ποσό για τη διαβίωσή τους, υπολογίζεται, τουλάχιστον για τους περισσότερους από αυτούς, κάτω από το όριο της φτώχειας για την Ελλάδα. Η εργασιακή σχέση των αιτούντων χαρακτηρίσθηκε ως σχέση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου δυνάμει αποφάσεως των αρμοδίων οργάνων του καθ’ ου, ωστόσο, κατά το δικαστήριο, θεωρήθηκε ότι υπό την ισχύ της διατάξεως του άρθρου 103 του Συντάγματος και του άρθρου 21 Ν. 2190/1994, δεν είναι δυνατή η εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 8 παρ. 3 Ν. 2112/1920. Όμως η πιο πάνω ερμηνεία προσβάλλει στον πυρήνα τους τα συνταγματικά δικαιώματα των αιτούντων και ειδικότερα, αυτά που έχουν θεσμοθετηθεί στα άρθρα 2 παρ. 1, 4 παρ. 5, 22 παρ. 1 εδ. α, 25 παρ. 1 εδ. δ και παρ. 4 Σ. που επιβάλλουν το σεβασμό και την προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, την ισότιμη συνεισφορά στα δημόσια βάρη, την προστασία της εργασίας και παραβιάζει τις αρχές της αναλογικότητας και της αξιοκρατίας, διότι:
α) μεταβάλλει προς το χειρότερο τους όρους εργασίας αυτών, δεδομένου ότι εάν δεν προσληφθούν εκ νέου στον Δήμο, πολύ πιθανό με τα σημερινά δεδομένα να μην βρουν άλλη εργασία. Η μεταβολή αυτή της εργασιακής σχέσης των αιτούντων είναι αναιτιολόγητη καθόσον δεν πιθανολογήθηκε ότι αποτελούν πλεονάζον προσωπικό, αντίθετα, είναι απολύτως απαραίτητοι για τη λειτουργία του καθ’ ου, αφού θα δημιουργηθεί τεράστιο πρόβλημα σε βάρος της δημόσιας υγείας των πολιτών σε περίπτωση απόλυσής τους, εν όψει και της πανδημίας, δεδομένου και ότι οι ανάγκες καθαριότητας και ύδρευσης ενός Δήμου σε καμία περίπτωση δε μπορεί να θεωρηθεί ότι σε κάποια στιγμή θα εκλείψουν ή έστω θα περιοριστούν,
β) οι αιτούντες χάνουν τη θέση εργασίας τους με μοναδικό κριτήριο μια συνταγματική διάταξη η οποία απαγορεύει την μετατροπή συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου χρόνου, χωρίς επαρκή αιτιολογία για ποιο λόγο το σύνταγμα με άλλη διάταξη απαγορεύει ρητά τις καταχρήσεις, κατά παράβαση της αρχής της μη διάκρισης. Μάλιστα το κριτήριο που χρησιμοποιείται, δηλαδή ότι άπτεται γενικότερων συμφερόντων του συνόλου της κοινωνίας για χρηστή διαφανή και εντός των οικονομικών δημοσιονομικών δυνατοτήτων του Κράτους, είναι παντελώς προσχηματικό, καθόσον ο χαρακτηρισμός της σχέσης τους έγινε με αποφάσεις των αρμοδίων υπηρεσιακών οργάνων
γ) όμως ακόμη και εάν υποτεθεί ότι οι αιτούντες αποτελούν πλεονάζον προσωπικό, διακόπηκε η εργασιακή τους σχέση χωρίς να προηγηθεί αντικειμενική και αξιοκρατική διαδικασία αξιολόγησής τους, αντιμετωπιζόμενοι από το νομοθέτη με τον ίδιο τρόπο οι ικανοί και ευσυνείδητοι υπάλληλοι με τους ανεπαρκείς,
δ) προσβάλλει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, καθόσον ανεξάρτητα από την προσφορότητα και την αποτελεσματικότητα του μέτρου, ανατρέπεται άρδην η ζωή των αιτούντων και τίθεται στο περιθώριο ο άνθρωπος, μετατρεπόμενος σε μέσο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού της περιστολής των κρατικών δαπανών. Προσβάλλεται βάναυσα λοιπόν η προσωπικότητα των αιτούντων, καθόσον απομακρύνονται κατ’ ουσία από τη θέση εργασίας τους και τους αποστερείται το δικαίωμα να εργαστούν. Εξάλλου η μη ανανέωση της σύμβασης εργασίας των αιτούντων, που ούτως ή άλλως υπό καθεστώς προ κορωνοϊού έχουν ήδη υποστεί δραματικές μειώσεις, σε συνδυασμό με την αλλεπάλληλη επιβολή φόρων και «εισφορών», έχει ως συνέπεια τη διακινδύνευση της αξιοπρεπούς διαβίωσης την ίδιων και των οικογενειών τους, που επιβάλλεται από το άρθρο 4 παρ. 1Σ του Μέρους II του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, που κυρώθηκε με τον Ν. 1426/84 και κατά το άρθρο 28 παρ. 1 Σ. υπερισχύει κάθε αντίθετης διάταξης νόμου, που αναγνωρίζει το δικαίωμα των εργαζομένων για αμοιβή αρκετή να εξασφαλίζει σ’ αυτούς και τις οικογένειές τους ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης,
ε) εκτός των μειώσεων του εισοδήματος τους που έχουν υποστεί ήδη οι αιτούντες, όπως όλοι οι μισθωτοί, και των άμεσων, έμμεσων φόρων και «εισφορών», που έχουν επιβληθεί, χάνουν επιπλέον και τη θέση εργασίας τους, με συνέπεια πέραν της αρχικής μείωσης των εισοδημάτων τους, να υφίστανται περαιτέρω απώλεια της θέσης εργασίας τους, η σωρευτική δε αυτή επιβάρυνση είναι προφανώς δυσανάλογη σε βάρος τους, με μοναδικό κριτήριο την ειδικότητα και το αντικείμενο της εργασίας τους και αντίκειται επιπλέον στην αρχή της αναλογικότητας, καθόσον ο νομοθέτης μπορεί κατ’ αρχή να επιβάλλει στους πολίτες επιβαρύνσεις για την αντιμετώπιση επείγουσας ανάγκης ή κατάστασης κρίσης προς εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης, με την προϋπόθεση αυτές να κατανέμονται ισότιμα και ανάλογα με τις δυνάμεις αυτών και με την τήρηση των όρων της αναγκαιότητας και της προσφορότητας, έτσι ώστε να μη επιβαρύνουν δυσανάλογα ορισμένες κατηγορίες πολιτών.
Σύμφωνα με τα παραπάνω πιθανολογήθηκε ότι η απώλεια της θέσης εργασίας των αιτούντων, έχει ως συνέπεια τη διακινδύνευση της αξιοπρεπούς διαβίωσης αυτών και των οικογενειών τους και ότι η αποξένωση από τις θέσεις εργασίας τους θα οδηγήσει σε τετελεσμένες και μη αναστρέψιμες καταστάσεις. Ακολούθως, συντρέχει κατεπείγουσα περίπτωση για την προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης, με την από το καθ’ ου αποδοχή των υπηρεσιών των αιτούντων με τους ίδιους όρους που αυτές παρείχαν πριν τεθούν σε διαθεσιμότητα, μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της αγωγής. Επομένως, η ένδικη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή ως ουσία βάσιμη.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται την αίτηση.
Υποχρεώνει το καθ’ ου να αποδέχεται προσωρινά τις υπηρεσίες των αιτούντων έως την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της ασκηθείσας αγωγής τους κατ’ αυτού.
Απειλεί σε βάρος του καθ’ ου χρηματική ποινή εκατό (100) ευρώ, για κάθε παραβίαση της προαναφερόμενης διατάξεως.
Επιβάλλει σε βάρος του καθ’ ου τα δικαστικά έξοδα των αιτούντων, το ύψος των οποίων ορίζει σε τετρακόσια (400) ευρώ […]».