ΑΠΟΦΑΣΗ
Mirčetić κατά Κροατίας της 22.04.2021 (αρ. προσφ. 30669/15)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Κατά το ΕΔΔΑ για τη στοιχειοθέτηση της δίκαιης δίκης στην ποινική διαδικασία, απαιτείται η παρουσία του κατηγορούμενου τόσο στο πρωτοβάθμιο όσο και στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο το οποίο δικάζει την υπόθεση επί της ουσίας και έχει την δικαιοδοσία να ακυρώσει την πρωτόδικη απόφαση.
Ο προσφεύγων δεν κλητεύθηκε να παραστεί στην εκδίκαση της έφεσης που είχε ασκήσει κατά της πρωτοβάθμιας απόφασης , με την οποία καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 4 ετών για βιασμό. Δικάστηκε ερήμην και δεν εκπροσωπήθηκε από δικηγόρο παρόλο που το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κλήθηκε να προβεί σε πλήρη εκτίμηση της ενοχής ή της αθωότητάς του. Άσκησε προσφυγή στο ΕΔΔΑ για παραβίαση της δίκαιης δίκης.
Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε την ύπαρξη κάποιου δικονομικού λόγου που επέτρεπε την μην κλήτευση του προσφεύγοντα κατηγορουμένου και έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 §§ 1 και 3 (γ) της Σύμβασης λόγω της μη κλήτευσης του προσφεύγοντος, της μη αυτοπρόσωπης εμφάνισής του αλλά και της μη εκπροσώπησής του από πληρεξούσιο δικηγόρο και της ερήμην καταδίκης του από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο.
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου επιδίκασε ποσό 1.500 ευρώ για ηθική βλάβη και ποσό 1.650 για έξοδα.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 6 §§ 1 και 3 (γ)
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων Đorđe Mirčetić είναι Κροάτης υπήκοος ο οποίος γεννήθηκε το 1948 και ζει στο Ζάγκρεμπ.
Η υπόθεση αφορούσε διαδικασίες εναντίον του προσφεύγοντος για βιασμό και τη φερόμενη αδυναμία του παραστεί αυτοπροσώπως στην κατ’ έφεση διαδικασία κατά της πρωτόδικης απόφασης και ως εκ τούτου δεν είχε τη δυνατότητα να εξετάσει τους πραγματικούς και νομικούς λόγους για την καταδίκη και την ποινή του.
Βασιζόμενος στο άρθρο 6 §§ 1 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη) και 3 (γ) (δικαίωμα εκπροσώπησης από δικηγόρο της επιλογής του) της Σύμβασης, ο προσφεύγων παραπονέθηκε ότι δεν είχε δίκαιη δίκη. Ισχυρίστηκε ειδικότερα ότι η διαδικασία στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο πραγματοποιήθηκε ερήμην του. Υποστήριξε ότι η παρουσία του ήταν αναγκαία καθώς η καταδίκη του βασίστηκε αποκλειστικά σε στοιχεία και κατάθεση που έδωσε το θύμα, του οποίου η αξιοπιστία ήταν αμφισβητήσιμη και θα έπρεπε να του επιτραπεί να παρευρεθεί στην εκδίκαση προκειμένου να είναι σε θέση να αποσαφηνίσει τα σχετικά γεγονότα.
ΤΟ ΣΤΡΑΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι το γεγονός ότι οι παραβιάσεις του άρθρου 6 §§ 1 και 3 (γ) έχουν διαπιστωθεί επανειλημμένα σε υποθέσεις εναντίον της Κροατίας προήλθαν από μια κατάσταση όπου, σύμφωνα με τη σχετική εθνική νομοθεσία και πρακτική που ίσχυε τότε, τα δευτεροβάθμια δικαστήρια κλήτευαν τους κατηγορούμενους για την ορισθείσα δικάσιμο της έφεσης που είχαν ασκήσει εάν κρατούνταν και εκπροσωπούνταν από δικηγόρο ή εάν με αίτηση αναστολής είχε επιβληθεί σε αυτούς χρηματική ποινή ή αναστολή εκτέλεσης της ποινής τους.
Στην παρούσα υπόθεση, επιβλήθηκε στον προσφεύγοντα ποινή φυλάκισης, αλλά φαίνεται ότι τη στιγμή που εκδικάστηκε η έφεση του, δεν κρατούνταν προσωρινά και δεν εξέτιε ποινή φυλάκισης. Κατά συνέπεια, η παρούσα υπόθεση δεν ενέπιπτε σε μια από τις περιπτώσεις στις οποίες τα δικαστήρια δεν θα είχαν διασφαλίσει την παρουσία του κατηγορούμενου στη διαδικασία ανεξάρτητα από το αν ο κατηγορούμενος είχε ζητήσει να παρασταθεί.
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι ο προσφεύγων δεν ζήτησε στην έφεσή του να κληθεί στη ακροαματική διαδικασία και μόλις αργότερα ζήτησε να παρασταθεί δια πληρεξουσίου δικηγόρου. Ωστόσο, όπως επισήμανε η κυβέρνηση, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία που ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο θα μπορούσε να κλητεύσει τον κατηγορούμενο να παρευρεθεί στη συνεδρίαση, ακόμη και αν δεν υπήρχε τέτοιο αίτημα, αν θεωρούσε ότι η παρουσία του θα ήταν χρήσιμη για την αποσαφήνιση της υπόθεσης. Επιπλέον, δεν υπήρχε τίποτα στο φάκελο της υπόθεσης που να οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι η μη κλήτευση του προσφεύγοντος να παραστεί στην εκδίκαση της έφεσης οφείλονταν στο γεγονός ότι δεν είχε υποβάλει (έγκαιρα) αίτηση. Υπό αυτές τις συνθήκες, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το γεγονός ότι ο προσφεύγων δεν ζήτησε να παρευρεθεί στις διαδικασίες δεν μπορούσε να καταλογιστεί εναντίον του.
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι, σύμφωνα με το κροατικό δικονομικό σύστημα, το εφετείο είχε την αρμοδιότητα να εξετάσει τόσο την ουσία της υπόθεσης όσο και τους νομικούς ισχυρισμούς και να διενεργήσει πλήρη έλεγχο της εκτίμησης της ενοχής ή της αθωότητας του κατηγορουμένου. Θα μπορούσε να επικυρώσει, να ακυρώσει ή να ανατρέψει την πρωτοβάθμια απόφαση και να αυξήσει ή να μειώσει την ποινή που επιβλήθηκε από το δικαστήριο. Το Δικαστήριο παρατήρησε περαιτέρω ότι ο προσφεύγων καταδικάστηκε για βιασμό και ως εκ τούτου η επανεξέταση της καταδίκης στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο ήταν ιδιαίτερα σημαντική για αυτόν.
Επιπλέον, με την έφεσή του, ο προσφεύγων αρνήθηκε τη διάπραξη του επίμαχου αδικήματος και αμφισβήτησε την καταδίκη του και την ποινή του τόσο για πραγματικούς όσο και για νομικούς λόγους. Υποστήριξε, ιδίως, ότι η μαρτυρία του θύματος, στην οποία το πρωτοβάθμιο δικαστήριο στήριξε την καταδίκη του, ήταν παράλογη, ασυνεπής και αναξιόπιστη, διότι η κατάθεση που είχε δώσει κατά τη διάρκεια της προκαταρτικής έρευνας διέφερε από την κατάθεση που δόθηκε κατά την ακροαματική διαδικασία. Παραπονέθηκε επίσης ότι το δικαστήριο δεν είχε καλέσει έναν μάρτυρα υπεράσπισης που είχε ζητήσει να κληθεί. Το Δικαστήριο θεώρησε ότι τα εν λόγω επιχειρήματα έδειξαν ότι ο προσφεύγων ήθελε να ελέγξει τόσο το παραδεκτό όσο και την αξιοπιστία των αποδεικτικών στοιχείων που συγκεντρώθηκαν και των πραγματικών περιστατικών που διαπίστωσε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο.
Επιπλέον, ο προσφεύγων παραπονέθηκε επίσης ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο του επέβαλε πολύ αυστηρή ποινή, κρίνοντας εσφαλμένα ότι είχε δυσφημίσει και ηθικά αποκλείσει το θύμα, ενώ, σύμφωνα με αυτόν, δεν ήταν αυτή η πρόθεσή του. Ο προσφεύγων ζήτησε από το εφετείο να ακυρώσει την πρωτοβάθμια απόφαση και να τον απαλλάξει ή να μειώσει την ποινή του σε περίπτωση που δέχονταν την κατηγορία. Εναλλακτικά, ζήτησε από το εφετείο να τον απαλλάξει. Ο εισαγγελέας πρότεινε την ενοχή του προσφεύγοντα και αποφάνθηκε επί της ποινής. Ως εκ τούτου, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κλήθηκε να προβεί σε πλήρη εκτίμηση της ενοχής ή της αθωότητάς του όσον αφορά τις κατηγορίες εναντίον του, υπό το πρίσμα όχι μόνο των επιχειρημάτων που είχε προβάλει ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, αλλά και αυτών που αφορούσαν εικαζόμενες αποτυχίες του δικαστηρίου αυτού να αποδείξει όλα τα σχετικά γεγονότα και να εφαρμόσει σωστά τους σχετικούς ουσιαστικούς και διαδικαστικούς κανόνες Ωστόσο, σε αντίθεση με τις απαιτήσεις της προαναφερθείσας νομολογίας, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο προέβη στην εκδίκαση της υπόθεσης ερήμην του προσφεύγοντος.
Στην υπόθεση Lonić, το Δικαστήριο έκρινε μη σχετικό ότι η έφεση κατά της πρωτοβάθμιας απόφασης είχε ασκηθεί μόνο από τον προσφεύγοντα ή ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο τροποποίησε την πρωτοβάθμια απόφαση κατά τρόπο και σε βαθμό ευνοϊκό για τον κατηγορούμενο. Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, αυτό δεν επηρέασε το κύριο ερώτημα που τέθηκε ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, δηλαδή αν ο προσφεύγων ήταν ένοχος ή αθώος, ένα ζήτημα το οποίο, για να θεωρείται δίκαιη η δίκη, απαιτούσε την παρουσία του προσφεύγοντος στην συνεδρίαση κατά την συζήτηση της έφεσης.
Για τον ίδιο λόγο, το Δικαστήριο απέρριψε τα επιχειρήματα της Κυβέρνησης που προβλήθηκαν ανωτέρω. Συνεπώς, λαμβάνοντας υπόψη τις ανωτέρω εκτιμήσεις, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 §§ 1 και 3 (γ) της Σύμβασης λόγω της μη κλήτευσης του προσφεύγοντος, της μη αυτοπρόσωπης εμφάνισης του αλλά και της μη εκπροσώπησης του από πληρεξούσιο δικηγόρο καθώς και της ερήμην καταδίκης του από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο .
Δίκαιη ικανοποίηση ( άρθρο 41): Το ΕΔΔΑ επιδίκασε στον προσφεύγοντα ποσό 1.500 ευρώ για ηθική βλάβη και ποσό 1.650 ευρώ για έξοδα και δαπάνες (επιμέλεια echrcaselaw.com).