Το Δικαστήριο αποφάνθηκε πως υπήρξαν ελλιπή στοιχεία ως προς την απόκτηση της απαίτησης. Δεν προκύπτει ευθεία σύνδεση του προσφεύγοντος με τη συγκεκριμένη οφειλή.
Σε ακύρωση αναγκαστικής εκτέλεσης (επιταγής προς εκτέλεση και κατασχετηρίου εις χείρας Τραπεζικών Ιδρυμάτων ως Τρίτων) προχώρησε το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών. Η υπόθεση αφορούσε προσφυγή ανακοπής για υπόθεση τραπεζικής οφειλής, που επισπεύτηκε από διαχειρίστρια εταιρεία για λογαριασμό της αποκτώσας αλλοδαπής εταιρείας (fund).
Το Δικαστήριο έκρινε πως υπήρξε έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησης της διαχειρίστριας εταιρείας να επισπεύσει την εκτέλεση και έκανε δεκτή την ανακοπή, ακυρώνοντας την επιταγή και το κατασχετήριο.
Ειδικότερα, όπως ορίζουν οι σχετικές διατάξεις, ο ειδικός διάδοχος που απέκτησε την απαίτηση από Τράπεζα ή η εταιρεία διαχείρισης από δάνεια και πιστώσεις, που λειτουργεί ως μη δικαιούχος και μη υπόχρεος διάδικος, εκπροσωπώντας την αποκτώσα εταιρεία, πρέπει για να συνεχίσει την εκτέλεση, να συγκοινοποιήσει, με την επιταγή προς εκτέλεση και τα νομιμοποιητικά του έγγραφα.
Μεταξύ αυτών, είναι και το παράρτημα ως συνημμένο στη σύμβαση μεταβίβασης, από το οποίο θα πρέπει να προκύπτουν τα προσδιοριστικά στοιχεία της σύμβασης που εκχωρήθηκε. Ο κατάλογος των μεταβιβαζομένων απαιτήσεων μίας σύμβασης μεταβίβασης, καταχωρίζεται στο στα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών και εξαχθέν ακριβές αντίγραφο ενσωματώνεται στη σύμβαση ως παράρτημα και συγκοινοποιείται και αυτό.
Δεν ταυτίζονται τα στοιχεία
Ωστόσο, όπως επισημαίνεται στην απόφαση «από το προσκομιζόμενο μετ’ επικλήσεως από τους διαδίκους από 16.10.2020 ακριβές αντίγραφο εξαχθέν εκ ταυ υπ’ αριθμ. πρωτ…. και εκ του υπ’ αριθμ. πρωτ. … παραρτήματος των δημόσιων βιβλίων του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, που αποτελεί τον κατάλογο των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων και ενσωματώνεται στις ανωτέρω συμβάσεις ως παράρτημα, όπου σύμφωνα με το άρθρο 3 της εν λόγω σύμβασης μεταβίβασης θα έπρεπε να αναγράφονται, μεταξύ άλλων, τα οφειλόμενα κεφάλαια ανά επιχειρηματική απαίτηση και ανά σύνολο, τα ονοματεπώνυμα και οι διευθύνσεις των οφειλετών και εγγυητών και οι παρεπόμενες εμπράγματες ή ενοχικές απαιτήσεις, και συγκεκριμένα από το μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενο από τους διαδίκους αντίγραφο της σελίδας 35 του οικείου παραρτήματος δεν προκύπτει εάν η επίδικη απαίτηση εκχωρήθηκε στην παραπάνω αλλοδαπή εταιρεία, καθόσον σ’ αυτή τη σελίδα δεν αναγράφονται τα στοιχεία με τα οποία θα μπορούσε το Δικαστήριο να ταυτοποιήσει τα στοιχεία της επίδικης απαίτησης».
Σημειώνεται συγκεκριμένα ότι η μοναδική αναφερόμενη στο έγγραφο πληροφορία που έχει κάποια ομοιότητα με την προκείμενη απαίτηση είναι το ονοματεπώνυμο οφειλέτη – πιστούχου. «Όλα τα υπόλοιπα στοιχεία, τα οποία αφορούν την εν λόγω πιστούχο, δεν ταυτίζονται με την επίδικη απαίτηση από την ως άνω σύμβαση πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, δεδομένου ότι στην στήλη με την «ημερομηνία της σύμβασης» δεν αναγράφεται οποιαδήποτε ημερομηνία, στην στήλη με τους «αριθμούς λογαριασμού» αναγράφονται τρεις λογαριασμοί, οι οποίοι, όμως, ουδόλως ταυτίζονται με τους προαναφερόμενους λογαριασμούς που τηρήθηκαν από την τράπεζα για την εξυπηρέτηση της σύμβασης και οι οποίοι προκύπτουν τόσο από την επίμαχη διαταγή πληρωμής όσο και από τα μνημονευόμενα στα δικόγραφα των διαδίκων, όπως επίσης στη στήλη με τα «ονοματεπώνυμα των εγγυητών» δεν αναγράφεται οποιοδήποτε ονοματεπώνυμο, ενώ σε κανένα σημείο της σελίδας του εν λόγω παραρτήματος δεν αναφέρεται ο αριθμός της σύμβασης και το οφειλόμενο κεφάλαιο ανά τιτλοποιούμενη απαίτηση, ούτε άλλωστε οποιοδήποτε ποσό» υπογραμμίζει το Δικαστήριο.
Άκυρη η εκτέλεση
Και καταλήγει: «Επομένως, εφόσον από το σύνολο των αποδεικτικών μέσων δεν αποδείχθηκε με βεβαιότητα ότι μεταξύ των απαιτήσεων που μεταβιβάστηκαν στην ως άνω εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία … και των οποίων τη διαχείριση ανέλαβε η καθ’ ης, ήταν και η επίδικη σύμβαση πίστωσης, η προσβαλλόμενη από 16.10.2020 επιταγή προς πληρωμή και το από 02.11.2020 κατασχετήριο εις χείρας των προαναφερόμενων εταιρειών, τυγχάνουν άκυρα».