Τα υπόλοιπα του κουμπαρά που δημιουργήθηκε για την στήριξη του ασφαλιστικού μετά την κατάργηση της λεγόμενης 13ης σύνταξης εξετάζονται για το αν και κατά πόσο μπορούν να στηρίξουν το κόστος μετάβασης την πρώτη 10ετία
Τον «κουμπαρά» που δημιουργήθηκε για την στήριξη του ασφαλιστικού μετά την κατάργηση της λεγόμενης 13ης σύνταξης που ανέρχεται σε 0,5% του ΑΕΠ ετησίως εξετάζει να χρησιμοποιήσει η κυβέρνηση για την χρηματοδότηση του κόστους μετάβασης από το αναδιανεμητικό σύστημα επικουρικής ασφάλισης στο πλήρως κεφαλαιοποιητικό την πρώτη 10ετία.
Σύμφωνα με πληροφορίες της «Η», το σχέδιο που βρίσκεται υπό εξέταση προβλέπει αξιοποίηση του ποσού που περισσεύει από το κονδύλι 0,5% του ΑΕΠ (συνολικά περίπου 900 εκ. με 1 δις. ευρώ) μετά την πληρωμή των αυξήσεων που προέβλεψε ο τελευταίος ασφαλιστικός νόμος σε κύριες συντάξεις λόγω των νέων ποσοστών αναπλήρωσης και σε επικουρικές μετά την επιστροφή των περικοπών που είχε προβλέψει ο νόμος Κατρούγκαλου.
Σύμφωνα με τις μελέτες που συνόδευαν το ασφαλιστικό του 2020, από τον κουμπαρά που ονομάστηκε «συμπληρωματική χρηματοδότηση κοινωνικού προϋπολογισμού» περισσεύει, μετά την πληρωμή των αυξήσεων, μέχρι το 2032 ένα ποσό της τάξης του 0,20% έως 0,30% του ΑΕΠ ετησίως, δηλαδή 340 έως 500 εκατομμύρια ευρώ περίπου.
Πληροφορίες αναφέρουν πως ακόμη κι αν η μεταρρύθμιση δεν φέρει ούτε ένα ευρώ σε φόρους και εισφορές την πρώτη δεκαετία – σενάριο που η κυβέρνηση δεν συμμερίζεται – τα υπόλοιπα του εν λόγω κουμπαρά επαρκούν για να καλύψουν πλήρως το κόστος μετάβασης της πρώτης δεκαετίας, που υπολογίζεται σωρευτικά και μέχρι το 2030 σε 3 δισ ευρώ (η μεταρρύθμιση είναι οπισθοβαρής και το κόστος αυξάνεται σταδιακά σε βάθος χρόνου).
Ο κουμπαράς του ασφαλιστικού
Υπενθυμίζεται πως στην τελευταία ασφαλιστική μεταρρύθμιση (νόμος 4670/2020) στο άρθρο 47 προβλέφθηκε η συμπληρωματική χρηματοδότηση του κοινωνικού προϋπολογισμού σε αντικατάσταση του άρθρου 120 του ν. 4611/2019, που είχε προβλέψει την λεγόμενη 13η σύνταξη.
Σύμφωνα με την εν λόγω πρόβλεψη, από την 1.1.2020 στον ετήσιο κοινωνικό προϋπολογισμό εγγράφεται δαπάνη ύψους 0,5% του ΑΕΠ, από την οποία καλύπτεται κατά πρώτον η δαπάνη που δημιουργείται ετησίως σε εφαρμογή των αριθμ. 1890/2019 και 1891/2019 αποφάσεων της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας – πρόκειται για τους νέους συντελεστές αναπλήρωσης των κύριων συντάξεων και τις αυξήσεις στις επικουρικές από την ακύρωση των περικοπών του νόμου Κατρούγκαλου – και κατά δεύτερον καλύπτεται η δαπάνη πολιτικών πρόνοιας και κοινωνικής αλληλεγγύης και υγείας. Το περισσευούμενο αυτό κονδύλι εξετάζεται να χρησιμοποιηθεί για την κάλυψη του χρηματοδοτικού κενού της πρώτης δεκαετίας.
Οι μετρήσεις του ασφαλιστικού του 2020 για τον κουμπαρά του 0,5% του ΑΕΠ*
*Η στήλη rest for mechanism up to 0,50% αφορά το επιπλέον ποσό
Οι μετρήσεις του νέου ασφαλιστικού
Όσον αφορά στο νέο ασφαλιστικό και σύμφωνα με τα συμπεράσματα της μελέτης της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής για να διατηρηθούν οι συντάξεις των σημερινών συνταξιούχων στο τρέχον επίπεδο του διανεμητικού συστήματος και να μην υποστούν οι ασφαλισμένοι που θα παραμείνουν σε αυτό, τις συνέπειες της μετάβασης από το διανεμητικό στο κεφαλαιοποιητικό σύστημα, πρέπει οι τιμές για τη νοητή απόδοση και την αναπροσαρμογή των συντάξεων να είναι αυτές της ανοιχτής ομάδας του συστήματος NDC.
Η μελέτη τονίζει ότι σε περίπτωση ελλειμάτων αυτά θα καλυφθούν από τα περιουσιακά στοιχεία του ταμείου, όπως προβλέπει ο νόμος. Δηλαδή εφαρμόζεται αυτόματα ο μηχανισμός εξισορρόπησης, (μη αναπροσαρμογή των συντάξεων εφόσον προκύπτουν ετήσια ελλείμματα), τα οποία καλύπτονται από την περιουσία προκειμένου να μην μειωθούν οι συντάξεις.
Ωστόσο όπως επισημαίνει η αναλογιστική αρχή θα χρειαστεί επιπλέον χρηματοδότηση από τον προυπολογισμό από το 2030 και μετά η οποία θα αυξάνεται σταδιακά κατά την περίοδο προβολής. Το 2055 θα ανέρχεται σε ποσοστό περίπου 1% του ΑΕΠ και παραμένει τουλάχιστον σε αυτό το επίπεδο και στα επόμενα έτη ως το 2070.
Συνολικά το κόστος μετάβασης υπολογίζεται από 49 έως 78 δισ ευρώ μέχρι το 2070 και στο σενάριο βάσης υπολογίζεται στα 56 δισ. ευρώ. Την πρώτη δεκαετία και μέχρι το 2030 το κόστος υπολογίζεται σωρευτικά σε 3 δισ, ωστόσο από τότε αυξάνεται σταδιακά.
Τι λέει η έκθεση του ΙΟΒΕ
Στη δική του μελέτη για τις επιπτώσεις του νέου επικουρικού στην οικονομία το ΙΟΒΕ εκτιμά ότι η μεταρρύθμιση θα οδηγήσει σε σημαντική αύξηση του ΑΕΠ της χώρας, σε σύγκριση με το επίπεδο του ΑΕΠ στο ισχύον σύστημα. Η εν λόγω αύξηση στο σενάριο βάσης εκτιμάται κατά 0,32% το 2032, 1,18% το 2042 και 6,55% το 2070. Υπό το αισιόδοξο σενάριο (ΗΗΟ), το ΑΕΠ της χώρας ενισχύεται λόγω της μεταρρύθμισης κατά 0,48% το 2032, 1,73% το 2042 και 6,97% το 2070, σε σύγκριση με το επίπεδο οικονομικής δραστηριότητας αν δεν υλοποιηθεί η μεταρρύθμιση (υπό το συντηρητικό σενάριο LLL, η ενίσχυση του ΑΕΠ είναι αντίστοιχα 0,14% το 2032, 0,67% το 2042 και 4,54% το 2070).
Από την ανάλυση ευαισθησίας αναδεικνύεται ότι οι επιδράσεις της μεταρρύθμισης στο ΑΕΠ απασχόλησης στη χώρα, σε σύγκριση με το επίπεδο απασχόλησης στη χώρα αν δεν είχε υλοποιηθεί η μεταρρύθμιση.
Στο σενάριο βάσης, η απασχόληση ενισχύεται κατά 0,08% το 2032, 0,18% το 2042 και 0,39% το 2070 λόγω της μεταρρύθμισης, σε σύγκριση με το επίπεδο απασχόλησης αν διατηρείτο το ισχύον σύστημα. Υπό το αισιόδοξο σενάριο (HHO), η ενίσχυση της απασχόλησης φτάνει το 0,12% το 2032, το 0,25% το 2042 και το 0,53% το 2070, σε σύγκριση με τη διατήρηση του ισχύοντος συστήματος (υπό το συντηρητικό σενάριο LLL, η ενίσχυση της απασχόλησης είναι αντίστοιχα 0,05% το 2032, 0,12% το 2042 και 0,28% το 2070).
Σε σχέση με τις δημοσιονομικές επιδράσεις, αυτές διακρίνονται σε άμεσες και έμμεσες. Η εφαρμογή της μεταρρύθμισης ενέχει άμεσο δημοσιονομικό κόστος σε ταμειακή βάση, αφού προκαλεί χρηματοδοτικό κενό, καθότι οι εισφορές των ασφαλισμένων με το νέο σύστημα πλέον κατευθύνονται σε επενδύσεις μέσω του ταμείου της νέας επικουρικής. Ταυτόχρονα ωστόσο, μία από τις ευεργετικές συνέπειες της ενίσχυσης της οικονομικής δραστηριότητας στη χώρα, η οποία προκαλείται από την υλοποίηση της μεταρρύθμισης, είναι και η ενίσχυση των φορολογικών εσόδων του Δημοσίου μεσο-μακροπρόθεσμα. Ο ενισχυμένος σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου με τους πόρους του νέου ταμείου οδηγεί στην αύξηση της παραγωγικότητας των εργαζομένων, η οποία προδιαγράφει υψηλότερους μισθούς για τους εργαζόμενους συνολικά και εμμέσως υψηλότερες συντάξεις για τους δικαιούχους του παλαιού συστήματος.
Παράλληλα, η τόνωση της εγχώριας ζήτησης αυξάνει τα δημόσια έσοδα από φορολογία και εισφορές κοινωνικής ασφάλισης. Είναι σημαντικό ότι η εν λόγω ενίσχυση των εσόδων του Δημοσίου εκτιμάται ότι αντισταθμίζει πλήρως, σε πραγματικούς όρους, το ετήσιο δημοσιονομικό κενό που δημιουργεί η μεταρρύθμιση, με τη μείωση των εσόδων του Δημοσίου από ασφαλιστικές εισφορές, οι οποίες πλέον κατευθύνονται στο Νέο Ταμείο, ήδη από το 2032 στο σενάριο βάσης. Υπό το αισιόδοξο σενάριο (HHO), η εν λόγω πλήρης αντιστάθμιση του ετήσιου δημοσιονομικού κενού επέρχεται ακόμη νωρίτερα, το έτος 2031 (υπό το συντηρητικό σενάριο LLL, η αντιστάθμιση του ετήσιου δημοσιονομικού κενού επέρχεται αργότερα, το έτος 2038).