Στη συζήτηση που άνοιξε επ΄ ευκαιρία της εισαγωγής του κεφαλαιοποιητικού συστήματος στην επικουρική ασφάλιση στη χώρα μας, μια παράμετρος που ιδιαίτερα προβληματίζει είναι αυτή του λεγόμενου κόστους μετάβασης, που αναγκαστικά θα προκύψει, αφού οι εισφορές των εν ενεργεία νέων ασφαλισμένων δεν θα χρηματοδοτούν τις συντάξεις των σημερινών συνταξιούχων, αλλά θα σωρεύονται στην ατομική μερίδα (ατομικό κουμπαρά) του καθενός που θα οικοδομεί την μελλοντική επικουρική του σύνταξη.
Γράφει ο δικηγόρος, Δημήτρης Μπούρλος
Η ηγεσία του υπουργείου διαβεβαιώνει ότι θα υπάρχει η κάλυψη αυτή από τον κρατικό προϋπολογισμό και αυτό βεβαίως το λαμβάνουμε σοβαρά υπόψη. Η δαπάνη αυτή όμως μπορεί τα πρώτα χρόνια να είναι διαχειρίσιμη (υπολογίστηκε περίπου στα 300 εκατ. ευρώ) και αυτό γιατί οι παλιοί ασφαλισμένοι θα συνεχίσουν να χρηματοδοτούν τις συντάξεις των σημερινών συνταξιούχων, όσο όμως προχωρούν τα έτη και περιορίζεται ο αριθμός των παλαιών ασφαλισμένων, η χρηματοδότηση από εισφορές θα περιορισθεί σημαντικά, με αποτέλεσμα να απαιτείται αρκετά υψηλή κρατική χρηματοδότηση.
Εύλογα λοιπόν διερωτάται κάποιος αν θα έχει δυνατότητα ο κρατικός προϋπολογισμός να καλύψει μια τέτοια σημαντικότατη δαπάνη. Αν δεν υπάρχει αυτή η δυνατότητα, είναι προφανές ότι οι παλαιές επικουρικές συντάξεις θα πρέπει να μειωθούν, ώστε να υπάρχει η απαιτούμενη και απαραίτητη ισορροπία εσόδων-συντάξεων.
Βεβαίως αυτό δεν είναι ένα πρόβλημα το οποίο θα αντιμετωπίσει το ασφαλιστικό σύστημα στο άμεσο μέλλον και υπ΄ αυτήν την έννοια δεν δημιουργεί ανησυχία προς το παρόν. Δεν πρέπει να λησμονούμε όμως ότι οι συνταξιούχοι και οι συντάξεις σε πολλές περιπτώσεις δεινοπάθησαν και υπέστησαν περικοπές, ακριβώς γιατί η λειτουργία του συστήματος δεν απέβλεπε στο μέλλον αλλά στο παρόν, κάτι που στην κοινωνική ασφάλιση μπορεί να αποβεί καταστροφικό.
Σε κάθε περίπτωση δε μεταξύ των γενεών των ασφαλισμένων αλλά και των συνταξιούχων θα πρέπει να υπάρχει και αν δεν υπάρχει να αποκαθίσταται, μια ισονομία που θα διασφαλίζει και την απαιτούμενη αλληλεγγύη.