ΑΠΟΦΑΣΗ
Ένωσης BURESTOP 55 κ.α. κατά Γαλλίας της 01.07.2021 (αρ. προσφ. 56176/18, 56189/18, 56232/18, 56236/18, 56241/18, 56247/18)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Αγωγές αποζημιώσεων συλλόγων προστασίας του περιβάλλοντος για ραδιενεργά απόβλητα. Απόρριψη αγωγών ως απαράδεκτες. Δυσανάλογος περιορισμός στο δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο.
Ορισμένες περιβαλλοντολογικές ενώσεις ήταν αντίθετες στη δημιουργία βιομηχανικού κέντρου γεωλογικής αποθήκευσης, γνωστό ως τοποθεσία Cigéoon στο Bure κατά μήκος των ορίων των διαμερισμάτων Meuse, Haute-Marne και Vosges, στη διοικητική περιοχή Grand Est. Το κέντρο σχεδιάστηκε για αποθήκευση σε βαθιά γεωλογικά αποθετήρια, υψηλού κινδύνου και μεγάλης διάρκειας ζωής ραδιενεργών αποβλήτων. Οι ενώσεις αυτές άσκησαν αγωγή κατά της Εθνικής Υπηρεσίας για τη διαχείριση των ραδιενεργών αποβλήτων (ANDRA), ζητώντας αποζημίωση για ζημίες που προκλήθηκαν από την παράλειψη παροχής υποχρεωτικών δημόσιων πληροφοριών σύμφωνα με τον Περιβαλλοντικό Κώδικα. Οι αγωγές τους απορρίφθηκαν, η μία λόγω έλλειψης locus standi του συλλόγου και οι πέντε άλλες επί της ουσίας.
Όσον αφορά το δικαίωμα πρόσβασης του σωματείου MIRABLE-LNE σε δικαστήριο, το Δικαστήριο σημείωσε καταρχάς ότι το Εφετείο των Βερσαλλιών, το οποίο είχε κηρύξει την αγωγή του απαράδεκτη, δεν είχε λάβει υπόψη το γεγονός ότι η ένωση εγκρίθηκε επίσημα σύμφωνα με το άρθρο L. 141-1 του Περιβαλλοντικού κώδικα. Μια τέτοια έγκριση είχε, κατ’ αρχήν, απονέμει locus standi σε αυτό. Το Δικαστήριο τότε σημείωσε ότι το Εφετείο των Βερσαλλιών διαπίστωσε ότι ο νόμιμος στόχος της προσφεύγουσας ένωσης δεν περιελάβανε ρητά ούτε την πρόληψη των περιβαλλοντικών και υγειονομικών κινδύνων που ενέχει η πυρηνική βιομηχανία και οι σχετικές δραστηριότητες με αναπτυξιακά έργα, ούτε ενημέρωση του κοινού σχετικά με τους κινδύνους από την ταφή ραδιενεργών αποβλήτων. Το καταστατικό του διατυπώθηκε με πολύ πιο γενικούς όρους ώστε η ένωση είχε ως στόχο την προστασία του περιβάλλοντος. Υπογραμμίζοντας, ιδίως, ότι η προστασία από πυρηνικούς κινδύνους αποτελούσε σαφώς αναπόσπαστο μέρος της προστασίας του περιβάλλοντος, το Δικαστήριο έκρινε ότι το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε το Εφετείο των Βερσαλλιών και έγινε δεκτό από το Ακυρωτικό Δικαστήριο, το οποίο είχε επιβάλει δυσανάλογο περιορισμό στο δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο, ήταν προφανώς παράλογο σε αυτό το σημείο. Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης.
Όσον αφορά το δικαίωμα πρόσβασης σε πληροφορίες που θα μπορούσαν, υπό ορισμένες συνθήκες, να απορρέουν από το άρθρο 10 της Σύμβασης, το Δικαστήριο έκρινε, για πρώτη φορά, ότι το δικαίωμα αυτό θα ήταν αλυσιτελές, εάν οι παρεχόμενες πληροφορίες ήταν ψευδείς, ανακριβείς ή ανεπαρκείς. Το Δικαστήριο συμπέρανε ότι ο σεβασμός αυτού του δικαιώματος απαιτούσε οι πληροφορίες που παρέχονται να είναι αξιόπιστες, ιδίως όταν το δικαίωμα προερχόταν από μια νομική υποχρέωση για το κράτος, και ότι σε περίπτωση διαφωνίας, οι ενδιαφερόμενοι θα πρέπει να έχουν ένδικο μέσο που να προβλέπει την αναθεώρηση του περιεχομένου και της ποιότητας των παρεχόμενων πληροφοριών, στο πλαίσιο διαδικασίας αντιδικίας. Στην παρούσα περίπτωση, το Δικαστήριο σημείωσε ότι πέντε από τις έξι προσφεύγουσες ενώσεις μπόρεσαν να καταθέσουν στα εγχώρια δικαστήρια αγωγή, η εκδίκαση της οποίας είχε επιτρέψει, μέσω κατ’ αντιμωλία αντιδικίας, την αποτελεσματική επανεξέταση της συμμόρφωσης της ANDRA με τη νομική της υποχρέωση να παρέχει στο ευρύ κοινό πληροφορίες σχετικά με τη διαχείριση ραδιενεργών αποβλήτων και του περιεχομένου και της ποιότητας των πληροφοριών που κοινοποιούνται από τον οργανισμό σχετικά με το γεωθερμικό δυναμικό της τοποθεσίας Bure.
Ενώ επισημαίνεται ότι το Εφετείο θα έπρεπε να τεκμηριώσει πληρέστερα την απάντησή του στη αγωγή των προσφευγουσών ενώσεων για την αξιοπιστία συγκεκριμένων στοιχείων πληροφοριών στην έκθεση της ANDRA της 21ης Ιουλίου 2009, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι πέντε ενώσεις είχαν πρόσβαση σε ένδικο μέσο που πληρούσε τις απαιτήσεις του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 (δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο) της ΕΣΔΑ σχετικά με την Ένωση MIRABEL-LNE αλλά δεν διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 10 (δικαίωμα πρόσβασης σε πληροφορίες) σχετικά με τις ενώσεις Burestop 55, ASODEDRA, Fédération Réseau Sortir du Nucléaire, Les Habitants vigilants du Canton de Gondrecourt και CEDRA 52.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 6 παρ. 1
Άρθρο 10
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Οι προσφεύγουσες ήταν οι ακόλουθες περιβαλλοντικές ενώσεις προστασίας: Burestop 55 και MIRABELLNE, με έδρα στο Bar-le-Duc (διαμέρισμα του Meuse), ASODEDRA, με έδρα στο Grand (Vosges), CEDRA 52, με έδρα το Saint Dizier (Haute-Marne), Les Habitants vigilants du Canton de Gondrecourt, με έδρα το Gondrecourt-le-Château (Meuse) και Fédération Réseau sortir du Nucléaire, με έδρα την Λυών.
Αυτές οι περιβαλλοντικές ενώσεις αντιτάχθηκαν στον σχεδιαζόμενο βιομηχανικό γεωλογικό κέντρο αποθήκευσης γνωστό ως Cigéo, σχεδιασμένο για την αποθήκευση σε βαθιά γεωλογικά αποθετήρια, υψηλού κινδύνου ραδιενεργών αποβλήτων μεγάλης διάρκειας ζωής. Το Cigéo επρόκειτο να κατασκευαστεί στο Bure, Ribeaucourt, Mandres-en Barrois και Bonnet (εφεξής «ο ιστότοπος Bure»), κατά μήκος των ορίων των διαμερισμάτων Meuse, Haute-Marne και Vosges, στη διοικητική περιφέρεια Grand Est.
Η ευθύνη για τη μακροπρόθεσμη διαχείριση των ραδιενεργών αποβλήτων είχε ανατεθεί στην Εθνική Υπηρεσία για τη διαχείριση των ραδιενεργών αποβλήτων (ANDRA), έναν δημόσιο βιομηχανικό και εμπορικό φορέα, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για την «παροχή στο κοινό πληροφοριών σχετικά με τη διαχείριση των ραδιενεργών απόβλητων και προώθηση της διάδοσης επιστημονικών και τεχνολογικών γνώσεων σε αυτό τον τομέα».
Το 1998, η κυβέρνηση επέλεξε την τοποθεσία Bure για την κατασκευή ερευνητικού εργαστηρίου για την αποθήκευση ραδιενεργών αποβλήτων σε βαθιά γεωλογικά αποθετήρια. Οι εργασίες είχαν αρχίσει το 2000 και το εργαστήριο, που διευθύνεται από την ANDRA, τέθηκε σε λειτουργία το 2007. Το 2006 το Κοινοβούλιο ενέκρινε την αποθήκευση σε βαθιά γεωλογικά αποθετήρια ως λύση αναφοράς για τη διαχείριση ραδιενεργών αποβλήτων υψηλού επιπέδου, μεσαίου επιπέδου και μεγάλης διάρκειας ζωής. Το 2009 η ANDRA πρότεινε μια περιοχή 30 km² κοντά στο Bure για την κατασκευή του υπόγειου αποθηκευτικού κέντρου. Η Κυβέρνηση συμφώνησε με αυτήν την πρόταση το 2010. Πραγματοποιήθηκε δημόσια διαβούλευση από τις 15 Μαΐου έως τις 15 Οκτωβρίου 2013. Στις 11 Ιανουαρίου του 2018, η αρχή πυρηνικής ασφάλειας εξέδωσε θετική γνώμη. Στις 3 Αυγούστου 2020 η ANDRA ζήτησε από το Υπουργείο Οικολογικής Μετάβασης δήλωση δημοσίου συμφέροντος σχετικά με το έργο Cigéo, για τους σκοπούς, μεταξύ άλλων, της αγοράς της απαιτούμενης γης.
Ορίστηκε προθεσμία τριών ετών για την εξέταση της αίτησης για άδεια προγραμματισμού. Εάν το έργο εγκρίνονταν, η κατασκευή θα μπορούσε να ξεκινήσει το 2023 ή το 2024. Μια δεκαετής πιλοτική βιομηχανία θα ακολουθούσε, μετά την οποία το Cigéo θα μπορούσε να τεθεί σε λειτουργία.
Μετά από έκθεση ενός μηχανικού γεωφυσικής τον Δεκέμβριο του 2002, ο οποίος είχε δηλώσει ότι υπήρχαν «σημαντικοί» γεωθερμικοί πόροι κάτω από την τοποθεσία Bure, συγκεκριμένα ο υδροφορέας «Trias, οι προσφεύγουσες ενώσεις υπέβαλλαν στην τοπική επιτροπή πληροφοριών και παρακολούθησης του εργαστηρίου Bure πολλά αιτήματα για δοκιμή γεώτρησης. Η ANDRA πραγματοποίησε τη γεώτρηση το 2008. Σε μια ενοποιημένη έκθεση, η ANDRA, βασιζόμενη στα αποτελέσματα της γεώτρησης, επεσήμανε ότι «οι γεωθερμικοί πόροι στη ζώνη μεταφοράς [ήταν] χαμηλού επιπέδου». Στις 17 Δεκεμβρίου 2012 οι προσφεύγουσες ενώσεις ζήτησαν να αναγνωριστεί ότι η ANDRA είχε κοινοποιήσει εσφαλμένα και ψευδή επιστημονικά στοιχεία και τεχνικές πληροφορίες και ως εκ τούτου δεν είχε επιδείξει την δέουσα επιμέλεια και, συνεπώς, ενήργησε λανθασμένα.
Στις 14 Μαΐου 2013, οι προσφεύγουσες ενώσεις κίνησαν διαδικασία κατά της ANDRA ενώπιον του Περιφερειακό δικαστήριο της Nanterre, ζητώντας αποζημίωση για τη ζημία που προκλήθηκε από την αδυναμία του οργανισμού να εφαρμόσει την υποχρέωση παροχής πληροφοριών στο κοινό που της επιβάλλει το άρθρο L. 542-12 7 του Περιβαλλοντικού Κώδικα. Οι ενώσεις τόνισαν ότι το συμπέρασμα της ANDRA σχετικά με το γεωθερμικό δυναμικό της περιοχής ήταν εσφαλμένο, βασιζόμενο σε μια προκατειλημμένη αξιολόγηση των διαθέσιμων δεδομένων. Το θεώρησαν ότι η ANDRA δεν τήρησε την υποχρέωσή της να παρέχει πληροφορίες.
Στις 16.03.2015, το περιφερειακό δικαστήριο της Nanterre κήρυξε τις προσφυγές των ενώσεων απαράδεκτες. Οι προσφεύγουσες ενώσεις άσκησαν έφεση κατά της απόφασης της 16.03.2015 ενώπιον του Εφετείου των Βερσαλλιών. Με απόφαση της 23.03.2017, το Εφετείο δέχθηκε την απόφαση της 16.03.2015 στο μέτρο που είχε κηρύξει την αγωγή της ένωσης MIRABEL-LNE απαράδεκτη. Το δικαστήριο την ανέτρεψε στο μέτρο που είχε κηρύξει την αγωγή των λοιπών ενώσεων απαράδεκτη. Αποφασίζοντας για το παραδεκτό, το Εφετείο σημείωσε ότι ο νόμιμος στόχος των προσφευγουσών ενώσεων ήταν η πρόληψη των κινδύνων για το περιβάλλον και την υγεία από την πυρηνική βιομηχανία και να ενημερώσει το κοινό για τους κινδύνους από την ταφή ραδιενεργών αποβλήτων, εκτός από την ένωση MIRABEL-LNE, της οποίας ο νόμιμος στόχος ήταν η ευρύτερη προστασία του περιβάλλοντος. Αποφασίζοντας επί της ουσίας, το Εφετείο απέρριψε τις προσφυγές που άσκησαν οι πέντε προσφεύγουσες ενώσεις τις οποίες είχε κηρύξει παραδεκτές. Οι προσφεύγουσες ενώσεις κατέθεσαν αναιρέσεις κατά της απόφασης της 23.03.2017.
Το Ακυρωτικό Δικαστήριο απέρριψε την αναίρεση με απόφαση της 24.05.2018.
Βασιζόμενες στο άρθρο 6 § 1 (δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο) και στο άρθρο 13 (δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής), η ένωση MIRABEL-LNE παραπονέθηκε για παραβίαση του δικαιώματος σε δικαστήριο και σε αποτελεσματικό ένδικο μέσο. Βασιζόμενες στο άρθρο 6 § 1, στο άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής), άρθρο 10 (ελευθερία έκφρασης) και το άρθρο 13, οι προσφεύγουσες ενώσεις παραπονέθηκαν ότι τα εγχώρια δικαστήρια είχαν απορρίψει τους ισχυρισμούς τους χωρίς να προσφέρουν έγκυρη αιτιολογία, χρησιμοποιώντας αναποτελεσματικά νομικά επιχειρήματα, και δεν κατάφεραν να προσδιορίσουν το βάσιμο των αξιώσεών τους ή να πραγματοποιήσουν τις απαιτούμενες επαληθεύσεις. Ότι το δικαίωμά τους να λαμβάνουν πληροφορίες είχαν καταδικαστεί από τα Γαλλικά δικαστήρια στο βαθμό που δεν είχαν ελέγξει την ακρίβεια των πληροφοριών που κοινοποιήθηκαν από την ANDRA, και ότι τα δικαστήρια αυτά παραβίασαν το δικαίωμά τους πρόσβασης σε δικαστήριο,ότι η ANDRA, η οποία ήταν νομικά υποχρεωμένη να παρέχει πληροφορίες, είχε εκδώσει ανακριβείς πληροφορίες σχετικά με τους περιβαλλοντικούς κινδύνους που ισοδυναμούσαν με «αποτυχία παροχής πληροφοριών» · και ότι, αφήνοντας τα ζητήματα στην ελεύθερη διακριτική ευχέρεια των δικαστηρίων, το Ακυρωτικό Δικαστήριο είχε αρνηθεί να αποφανθεί για τις προαναφερθείσες παραβιάσεις της Σύμβασης.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 6 § 1
Προκειμένου να δικαιολογήσει τη δήλωση απαραδέκτου σχετικά με την αγωγή που κατέθεσε η προσφεύγουσα ένωση, η κυβέρνηση αναφέρθηκε στους όρους πρόσβασης στα δικαστήρια από ενώσεις που επιδιώκουν να υποστηρίξει τα συλλογικά συμφέροντα που προσπάθησαν να υπερασπιστούν. Εν προκειμένω, το παραδεκτό της απόφασης της 23.03.2017, βασίστηκε στη συσχέτιση μεταξύ των νόμιμων στόχων της ένωσης και των συλλογικών συμφερόντων που επιδίωκε να υπερασπιστεί στο δικαστήριο. Η κυβέρνηση υποστήριξε ότι ο περιορισμός αυτός αποσκοπούσε στην αποτροπή καθυστερήσεων στα δικαστήρια καθώς και τη πιθανή κατάχρηση από τις ενώσεις, όπως η χρήση του δικαιώματος πρόσβασης στη δικαιοσύνη για προσκόμιση οφέλους. Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι η αγωγή που άσκησε η ένωση MIRABEL-LNE αφορούσε την επίλυση διαφοράς σχετικά με αστικό δικαίωμα για τους σκοπούς του άρθρου 6 § 1, δικαίωμα το οποίο η ένωση πράγματι είχε (δικαίωμα ενημέρωσης και συμμετοχής σε περιβαλλοντικά θέματα).
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η Κυβέρνηση, η επιχειρηματολογία της οποίας αφορούσε αποκλειστικά την προστασία των συλλογικών συμφερόντων από τις ενώσεις, δεν είχε παράσχει στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι η άρνηση εκδίκασης δικαιώματος αυτού του είδους είχε επιδιώξει έναν θεμιτό σκοπό και ήταν ανάλογη με αυτόν τον στόχο.
Επιπλέον, το Δικαστήριο διαπίστωσε εξαρχής ότι το Εφετείο των Βερσαλλιών αγνόησε το γεγονός ότι η ένωση MIRABLE-LNE είχε λάβε έγκριση σύμφωνα με το άρθρο L. 141-1 του Περιβαλλοντικού Κώδικα. Όπως αναγνώρισε η κυβέρνηση, μια τέτοια έγκριση είχε, καταρχήν, χορηγήσει locus standi σε αυτήν. Πράγματι, προέκυψε από το άρθρο L. 142-2 του περιβαλλοντικού κώδικα ότι εγκεκριμένες ενώσεις «[θα μπορούσαν] να ασκήσουν τα δικαιώματα που παραχωρήθηκαν στους διαδίκους σε αστικές διαδικασίες όσον αφορά γεγονότα που προκαλούν άμεση ή έμμεση ζημία στα συλλογικά συμφέροντα στα οποία επιδιώκουν να υπερασπίσουν και ισοδυναμεί με παράβαση νομοθετικών διατάξεων για την προστασία της φύσης και το περιβάλλον ή στοχεύει στην καταπολέμηση της ρύπανσης και άλλων αλλοιώσεων, ή στη διασφάλιση της πυρηνικής ασφάλεια και ακτινοπροστασία καθώς και τα όργανα που έχουν θεσπιστεί για την εφαρμογή τους». Κατά δεύτερον, το Δικαστήριο σημείωσε ότι, κρίνοντας απαράδεκτη την αγωγή της ένωσης MIRABEL-LNE, το Εφετείο των Βερσαλλιών κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, σε αντίθεση με τις άλλες προσφεύγουσες ενώσεις, ο νόμιμος στόχος αυτής της ένωσης δεν περιελάβανε ρητά ούτε την καταπολέμηση του περιβάλλοντος και κινδύνους για την υγεία από την πυρηνική βιομηχανία και τις σχετικές δραστηριότητες και αναπτυξιακά έργα ούτε την ενημέρωση του κοινού σχετικά με τους κινδύνους από την ταφή ραδιενεργών αποβλήτων: το καταστατικό της ήταν διατυπωμένο με γενικότερους όρους και πιο συγκεκριμένα ότι ο σύλλογος είχε ως στόχο την προστασία του περιβάλλοντος. Η εν λόγω προσέγγιση ισοδυναμούσε με διάκριση μεταξύ προστασίας έναντι πυρηνικών κινδύνων και τη προστασία του περιβάλλοντος, ενώ το πρώτο ήταν σαφώς αναπόσπαστο μέρος του τελευταίου.
Επιπλέον, αυτή η ερμηνεία του καταστατικού της προσφεύγουσας ένωσης είχε ως αποτέλεσμα τον υπερβολικό περιορισμό του πεδίου εφαρμογής του κοινωνικού σκοπού του, ιδίως δεδομένου ότι το άρθρο 2 του εν λόγω καταστατικού είχε ως στόχο τη πρόληψη «τεχνολογικών κινδύνων».
Το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε το Εφετείο των Βερσαλλιών, όπως επιβεβαιώθηκε από το Ακυρωτικό Δικαστήριο, το οποίο είχε θέσει έναν δυσανάλογο περιορισμό στο δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο, ήταν επομένως προφανώς παράλογο σε αυτό το πλαίσιο.
Ως εκ τούτου, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ σχετικά με την ένωση MIRABEL-LNE.
Άρθρο 10
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι όλοι οι ισχυρισμοί των προσφευγουσών ενώσεων αφορούσαν το δικαίωμα ενημέρωσης στη σφαίρα περιβαλλοντικών κινδύνων και τη συμμόρφωση με διαδικαστικές διασφαλίσεις σε αυτό το πλαίσιο. Όντας γνώστης του νομικού χαρακτηρισμού των πραγματικών περιστατικών, το Δικαστήριο αποφάσισε να τα εξετάσει βάσει του άρθρου 10.
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι, μολονότι το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ δεν παρέχει γενικό δικαίωμα πρόσβασης σε πληροφορίες που κατέχουν οι αρχές, θα μπορούσε, σε κάποιο βαθμό και υπό ορισμένους όρους, να εγγυάται ένα τέτοιο δικαίωμα και θα μπορούσε να απαιτήσει από τις αρχές να κοινοποιούν πληροφορίες (βλ. Magyar Ελσίνκι Bizottság κατά Ουγγαρίας). Αυτό ισχύει επίσης για την πρόσβαση σε πληροφορίες που αφορούν έργα των οποίων η εφαρμογή ενδέχεται να έχει αντίκτυπο στο περιβάλλον (βλ. Cangi κατά Τουρκία).
Το δικαίωμα πρόσβασης σε πληροφορίες καθίστατο αρνητικό εάν οι παρεχόμενες πληροφορίες ήταν ψευδείς, ανακριβές ή ανεπαρκείς. Ο σεβασμός για το δικαίωμα πρόσβασης σε πληροφορίες απαιτεί οι πληροφορίες που παρέχονται να είναι αξιόπιστες, ιδίως όταν το δικαίωμα απορρέει από νομική υποχρέωση του κράτους, και ότι σε περίπτωση διαφοράς , οι ενδιαφερόμενοι θα πρέπει να έχουν πρόσβαση σε ένδικο μέσο για την αναθεώρηση του περιεχομένου και της ποιότητας των παρεχόμενων πληροφοριών, στο πλαίσιο της διαδικασίας αντιδικίας.
Η πρόσβαση σε μια τέτοια αναθεώρηση ήταν ιδιαίτερα σημαντική στην περίπτωση πληροφοριών σχετικά με ένα έργο που παρουσιάζει σημαντικό περιβαλλοντικό κίνδυνο, όπως πυρηνικό κίνδυνο. Υπήρχε ένας γνήσιος άμεσος σύνδεσμος μεταξύ του γεωθερμικού δυναμικού της τοποθεσίας Bure που καλύπτεται από το επίμαχο ανακοινωθέν από την ANDRA και τον πυρηνικό κίνδυνο που θέτει το έργο Cigéo.
Στην παρούσα υπόθεση, οι προσφεύγουσες ενώσεις είχαν εναγάγει την ANDRA στο δικαστήριο ζητώντας αποζημίωση για τη ζημία που απορρέει από την υπεύθυνη παράλειψη τήρησης της υποχρέωσής της να ενημερώνει το κοινό.
Αν και η αγωγή των ενώσεων είχε κηρυχθεί απαράδεκτη πρωτοδίκως, κηρύχθηκε παραδεκτή κατόπιν έφεσης για τις ενώσεις Burestop 55, ASODEDRA, Fédération Réseau Sortir du Nucléaire και Les Habitants vigilants du Cantont, καθώς και της συλλογικής CEDRA 52.
Μετά από διαδικασία αντιδικίας, το Εφετείο των Βερσαλλιών έκρινε ότι δεν υπήρξε βαριά αμέλεια της καθ’ης εταιρεία.
Το Εφετείο είχε αποφανθεί ότι η ANDRA ορθώς είχε ισχυριστεί ότι τα αποτελέσματα της εργασίας της είχαν επιβεβαιωθεί από όλους τους θεσμικούς εταίρους της, αναφέροντας έτσι τις απόψεις της Πυρηνικής Αρχής Ασφάλειας, του Ινστιτούτου Ακτινοπροστασίας και Πυρηνικής Ασφάλειας και της Εθνικής Επιτροπής Αξιολόγησης. Το Εφετείο έκρινε επίσης ότι η απόκλιση απόψεων για τις τεχνικές πτυχές της συζήτησης ήταν από μόνη της ανεπαρκής για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η ANDRA είχε επιδείξει ανικανότητα, αμέλεια ή προκατάληψη σχετικά με τη θέση που είχε προτείνει, και ότι το γεγονός της έκδοσης, μετά από βάθος μελέτες, συμπερασμάτων ευνοϊκών για την εγκατάσταση του Cigéo δεν θα μπορούσε να θεωρείται άδικη. Το δικαστήριο στη συνέχεια σημείωσε ότι οι ενώσεις μπόρεσαν να αμφισβητήσουν την απόφαση μέσω αναίρεσης. Το Ακυρωτικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το Εφετείο είχε νόμιμα αιτιολογήσει την απόφασή του.
Πέντε από τις έξι προσφεύγουσες ενώσεις – Burestop 55, ASODEDRA, Fédération Réseau Sortir du Nucléaire, Les Habitants vigilants du Canton de Gondrecourt and the CEDRA 52 – είχαν κατά συνέπεια ασκήσει έφεση στα εθνικά δικαστήρια έτσι ώστε, στο πλαίσιο της πλήρους διαδικασίας αντιδικίας, είχαν εξασφαλίσει αποτελεσματικό έλεγχο της συμμόρφωσης της ANDRA με τη νομική της υποχρέωση παροχής στο κοινό πληροφοριών σχετικά με τη διαχείριση ραδιενεργών αποβλήτων και το περιεχόμενο και την ποιότητα των πληροφοριών που κοινοποιεί η ANDRA σχετικά με τη γεωθερμική δραστηριότητα της περιοχής Bure. Ο συλλογισμός της απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου δεν ήταν στην πραγματικότητα υπεράνω κριτικής. Το Δικαστήριο έκρινε ότι θα ήταν καλύτερα εάν οι δικαστές είχαν πληρέστερα τεκμηριώσει την απάντησή τους στην αμφισβήτηση των προσφευγουσών ενώσεων σχετικά με την αξιοπιστία των πληροφοριών που παρατίθενται στην ενοποιημένη έκθεση της ANDRA της 21ης Ιουλίου 2009 σχετικά με το χαμηλό επίπεδο γεωθερμικών πόροι στην εν λόγω περιοχή. Ωστόσο, αυτό δεν ήταν αρκετό για να προκαλέσει αμφιβολίες στη διαπίστωση ότι οι πέντε προαναφερθείσες ενώσεις είχαν πρόσβαση σε ένδικο μέσο που συναντούσε τις απαιτήσεις του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ.
Ως εκ τούτου, δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 10 της Σύμβασης για τις ενώσεις Burestop 55, ASODEDRA, Fédération Réseau Sortir du Nucléaire, Les Habitants vigilants du Canton de Gondre court και το CEDRA 52.
Όσον αφορά την ένωση MIRABEL-LNE, το Δικαστήριο είχε ήδη διαπιστώσει ότι το γεγονός ότι η αγωγή της είχε κηρυχθεί απαράδεκτη από το Εφετείο των Βερσαλλιών είχε ως αποτέλεσμα τη παραβίαση του Άρθρου 6 § 1. Κατά συνέπεια, έκρινε ότι δεν ήταν απαραίτητο να εξεταστεί αν αυτή η περίσταση είχε παραβεί το διαδικαστικό σκέλος του άρθρου 10.
Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Γαλλία έπρεπε να καταβάλει στην προσφεύγουσα ένωση MIRABEL-LNE 3.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 2.713 ευρώ για έξοδα και δαπάνες.