Τα αυστηρά κριτήρια που είναι υποχρεωμένες να υιοθετούν οι τράπεζες για την χορήγηση επιχειρηματικών δανείων «κόβουν» το 60% των αιτημάτων. Τι ισχυρίζονται οι τράπεζες, ποιες λύσεις προτείνουν οι επιχειρήσεις.
Κώστας Παπαγρηγόρης
Την ώρα που η Κυβέρνηση μέσω του Υπουργού Οικονομικών Χρήστου Σταϊκούρα ετοιμάζεται να κλιμακώσει την πίεση προς το εγχώριο πιστωτικό σύστημα για την ενίσχυση της ρευστότητας προς την πραγματική οικονομία, οι επιχειρήσεις καταγγέλλουν ότι τα τραπεζικά γκισέ παραμένουν ουσιαστικά κλειστά.
Η εικόνα αυτή άλλωστε κυριάρχησε κατά την τελευταία τηλεδιάσκεψη που συγκάλεσε την περασμένη Τρίτη ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας κατά την διάρκεια της οποίας η πλευρά των τραπεζών ανέφερε ένα πολύ μεγάλο ποσοστό – περίπου το 60% – των αιτούντων τραπεζικού δανεισμού δεν πληροί τα κριτήρια, περίπου το 15% δεν έχει τις απαιτούμενες εγγυήσεις και τελικά ένα πολύ μικρό ποσοστό μπορεί να έχει τελικά πρόσβαση στον τραπεζικό δανεισμό.
Μάλιστα όπως καταγγέλλουν εκπρόσωποι του επιχειρηματικού κόσμου που συμμετείχαν στη σύσκεψη, οι τράπεζες χαρακτήρισαν απόλυτα σύννομη την παραπάνω πρακτική καθώς είναι αποτέλεσμα ευρωπαϊκών νόμων και κριτηρίων ενώ δεν φάνηκε να υπάρχει και καμία πρόθεση προκειμένου να αλλάξει η συγκεκριμένη στρατηγική στο άμεσο μέλλον.
Αντιφατικά μηνύματα
Πάντως πάρα τις «αισιόδοξες» εκτιμήσεις των τραπεζών για ενίσχυση της ρευστότητας με δεκάδες δις. ευρώ τους επόμενους μήνες, τα επίσημα στοιχεία δεν επιβεβαιώνουν την συγκεκριμένη τάση καθώς μόλις ένα μικρό μέρος από τη φθηνή ρευστότητα των 44,6 δισ. ευρώ που έχουν αντλήσει μέχρι στιγμής οι τράπεζες από την ΕΚΤ με αρνητικό επιτόκιο αλλά και των 14 δις. ευρώ νέων καταθέσεων, κατευθύνεται προς την πραγματική οικονομία.
Όπως εξηγούν στο news247.gr έμπειρα τραπεζικά στελέχη το μεγαλύτερο μέρος της τεράστιας ρευστότητας που εισρέει στις ελληνικές τράπεζες, επανατοποθετήθηκε στην ΕΚΤ με τη μορφή καταθέσεων, ενώ ένα σημαντικό τμήμα της αξιοποιήθηκε από τις τράπεζες για αγορές ομολόγων και τον περιορισμό της εξάρτησής τους από τη διατραπεζική αγορά.
Η πρώτη ξεκάθαρη εικόνα προέκυψε από τα στοιχεία ισολογισμών των τεσσάρων συστημικών τραπεζών για το 2020, με βάση τα οποία η πλεονάζουσα ρευστότητα που δημιουργήθηκε στην οικονομία ανήλθε το 2020 στα 47 δισ. ευρώ. Από αυτά τα 33,8 δισ. ευρώ ήταν τα νέα δάνεια που οι τράπεζες άντλησαν μέσω της ΕΚΤ και του προγράμματος μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης (TLTRO). Σε αυτά προστέθηκαν άλλα 13 δισ. ευρώ με τη μορφή αύξησης των καταθέσεων από τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. Από την πλεονάζουσα ρευστότητα των 47 δισ. ευρώ μόλις τα 7,9 δισ. ευρώ ήταν οι καθαρές νέες πιστώσεις προς τις επιχειρήσεις.
Η παραπάνω στρατηγική που έχουν υιοθετήσει οι διοικήσεις των τεσσάρων συστιμικών τραπεζών δεν φαίνεται να αλλάξει ούτε κατά την διάρκεια του 2021 καθώς μόνο τον περασμένο Μάρτιο οι ελληνικές τράπεζες έλαβαν από την ΕΚΤ στο πλαίσιο των ευνοϊκών νομισματικών μέτρων που εφαρμόζει η Φρανκφούρτη περισσότερα από 3 δις. ευρώ.
Ωστόσο ούτε τα κεφάλαια αυτά όπως αποδεικνύεται από τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος και ενώ φαίνεται φως στο τούνελ της πανδημίας, δεν κατευθύνθηκαν στη χρηματοδότηση της οικονομίας.
Στο δίμηνο Ιανουαρίου Φεβρουαρίου το καθαρό ποσό των δανείων που έλαβαν οι επιχειρήσεις ήταν μόλις 104 εκατ. ευρω, ενώ για το σύνολο του ιδιωτικού τομέα η καθαρή χρηματοδότηση ήταν αρνητική κατά 243 εκατ. ευρώ, όπερ σημαίνει ότι οι τράπεζες εισέπραξαν περισσότερα χρεολύσια από τα ποσά των νέων δανείων που εκταμίευσαν .
Τι λένε οι τράπεζες
Σχολιάζοντας αυτή την κατάσταση τα τραπεζικά επιτελεία επιβεβαιώνουν προφανώς ότι το μεγαλύτερο μέρος της συνολικής ρευστότητας των 41,4 δισ. ευρώ που άντλησαν οι τέσσερις συστημικές τράπεζες συνολικά από την ΕΚΤ τον περασμένο χρόνο κατέληξε πίσω στο ευρωσύστημα, τονίζουν όμως ότι αυτό συνέβη ελλείψει ικανής ζήτησης για νέα δάνεια από αξιόχρεες επιχειρήσεις.
Την ίδια στιγμή επαναλαμβάνουν ότι η εικόνα αυτή θα αλλάξει άρδην μετά το «πράσινο φως» που έλαβε το ελληνικό σχέδιο για την αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης.
Πρόκειται για την μάχη που θα δώσουν την επόμενη εξαετία οι ελληνικές τράπεζες για τη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας καθώς η επιστροφή της χώρας σε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης με την υποστήριξη του Ταμείου Ανάκαμψης, αποτελεί μία πρώτης τάξεως ευκαιρία για την αύξηση του ενεργητικού και την ενίσχυση της κερδοφορίας τους.
H χρηματοδότηση της Ελλάδας από το Ταμείο Ανάκαμψης θα είναι τελικά σχεδόν διπλάσια από το αναμενόμενο για το 2021. Συγκεκριμένα, η χώρα μας θα λάβει περίπου 7,5 δισ. ευρώ το 2021 αντί του αρχικού ποσού των περίπου 4 δισ. ευρώ.
Υπ’ αυτές τις συνθήκες πρωτοφανούς ρευστότητας εκτιμάται ότι μέχρι και το 2024 η συνολική πιστωτική επέκταση στην επιχειρηματική πίστη από όλες της πηγές, θα φτάσει στα 24 δισ. ευρώ και μέχρι το 2026 τα 33 δισ. ευρώ.
Αυτό σημαίνει ότι η προώθηση των επενδυτικών σχεδίων με την υποστήριξη του πανδημικού πακέτου της ΕΕ, θα γίνει εμπροσθοβαρώς. Αν δε, συμπεριληφθούν όλα τα ευρωπαϊκά προγράμματα, το συνολικό ποσό που μπορεί να φτάσει στην Ελλάδα ως το 2027 ξεπερνά τα 80 δις. ευρώ.
Τι προτείνουν οι επιχειρήσεις
Από την πλευρά τους οι επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν με μεγάλο σκεπτικισμό τις παραπάνω εκτιμήσεις θεωρώντας ότι ο τελικός αριθμός των χρηματοδοτούμενων επιχειρήσεων θα παραμείνει εξαιρετικά περιορισμένος. Μάλιστα για να αυξηθεί ο αριθμός των επιχειρήσεων που θα αποκτήσουν πρόσβαση στα παραπάνω κεφάλαια προτείνουν ως λύση να εγγυηθεί η κυβέρνηση μέρος των δανείων ή να τα επιδοτήσει στο πρότυπο του προγράμματος «Γέφυρα». Όπως εκτιμούν εάν δεν υπάρξει κυβερνητική παρέμβαση, με τις αντιρρήσεις που προβάλουν οι τράπεζες για ενίσχυση της ρευστότητας, η συζήτηση δεν θα βγάλει κανένα αποτέλεσμα.