Η διάλυση του σωματείου κρίθηκε εναρμονισμένη προς το επιβαλλόμενο αναγκαίο μέτρο περιορισμού της σωματειακής ελευθερίας, τελώντας σε σχέση αναλογίας μεταξύ των παραβιάσεων του σωματείου και του σκοπού στον οποίο η διάλυσή του αποβλέπει
Με απόφασή του ο Άρειος Πάγος απέρριψε αίτηση αναίρεσης σωματείου κατά απόφασης επί αίτησης ανάκλησης, δεχόμενο ότι η αίτηση ανάκλησης ασκήθηκε μεν παραδεκτά, πλην όμως ήταν πράγματι απορριπτέα ως νομικά αβάσιμη (ΑΠ 840/2021).
Ειδικότερα, με την ένδικη αίτησή του ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Θράκης, το αναιρεσείον σωματείο ισχυρίσθηκε ότι μετά την έκδοση απόφασης του ΕΔΔΑ, με την οποία διαπιστώθηκε παραβίαση του άρθρου 11 της ΕΣΔΑ (δικαίωμα συνεταιρίζεσθαι, υπό την ειδικότερη έκφανση της συστάσεως σωματείου), δεν δικαιολογείται πλέον η διάλυσή του, επικαλούμενο περαιτέρω την επελθούσα μεταβολή του νομοθετικού καθεστώτος, ήτοι την τροποποίηση του άρθρου 758 του ΚΠολΔ, και ζήτησε, προκειμένου να αποκατασταθεί το προσβληθέν δικαίωμά του, να διαταχθεί η εξάλειψη της διαγραφής του από το τηρούμενο στο Πρωτοδικείο Ξάνθης βιβλίο σωματείων.
Με τη διάταξη του άρ. 758 παρ. 1 εδ. α’ του ΚΠολΔ παρέχεται η δυνατότητα ανάκλησης ή μεταρρύθμισης απόφασης που εκδόθηκε κατά την εκουσία δικαιοδοσία από το δικαστήριο που την εξέδωσε και μετά από αίτηση του διαδίκου, κατ’ απόκλιση από τον κανόνα που ισχύει στις διαγνωστικές δίκες της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας, αν προκύψουν νέα πραγματικά περιστατικά ή μεταβληθούν οι συνθήκες κάτω από τις οποίες εκδόθηκε η απόφαση ή εκδοθεί οριστική απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, όπως η τελευταία αυτή περίπτωση προστέθηκε ως τρίτος λόγος ανάκλησης με το άρ. 29 του Ν. 4491/2017. Τούτο δε γιατί στις δίκες της εκουσίας δικαιοδοσίας δεν γίνεται δεσμευτική διάγνωση εννόμων σχέσεων, αλλά διατάσσονται τα κατάλληλα ρυθμιστικά μέτρα, σε σχέση με τη νομική κατάσταση και λειτουργία φυσικού ή νομικού προσώπου.
Σκοπός της διάταξης είναι η επανεξέταση των υποθέσεων, που είχαν εκδικαστεί κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας και είχε εκδοθεί επ’ αυτών οριστική απόφαση, μετά την έκδοση απόφασης του ΕΔΔΑ, που διαπίστωνε παραβίαση των ελευθεριών και δικαιωμάτων του ανθρώπου που προστατεύονται από την ΕΣΔΑ από μέρους του ελληνικού κράτους, μεταξύ των οποίων και αυτών του άρ. 11 της Σύμβασης που προστατεύει το δικαίωμα στην ελευθερία του συνέρχεσθαι και συνεταιρίζεσθαι, χωρίς καμία περαιτέρω διάκριση και συγκεκριμένα χωρίς να εξαιρεί την περίπτωση κατά την οποία είχε ήδη επιχειρηθεί η επανεξέταση της υπόθεσης, κατά τη διάταξη του άρ. 758 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του.
Το Τριμελές Εφετείο, αφού δέχτηκε ότι η κρινόμενη αίτηση, που έχει ως δικαιολογητικό λόγο ανάκλησης την έκδοση της προαναφερόμενης απόφασης του ΕΔΔΑ, αποτελεί επανάσκηση προηγηθείσας και απορριφθείσας αμετακλήτως ανακλητικής αίτησης του αναιρεσείοντος σωματείου, που ερείδεται στην ίδια ακριβώς απόφαση του ΕΔΔΑ, έκρινε ότι η άσκηση της ένδικης αίτησης προσκρούει στην δικονομική αρχή non bis in idem, η οποία αποτελεί ειδική εγγύηση της δίκαιης δίκης (άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ), την οποία καθιερώνει, επί των υποθέσεων της εκουσίας δικαιοδοσίας, υπό την ειδικότερη εκδήλωση της αρνητικής ενέργειάς της, το άρ. 778 του ΚΠολΔ.
Κατά το σκεπτικό του ανωτάτου δικαστηρίου, ωστόσο, το Εφετείο, απορρίπτοντας ως απαράδεκτη την ένδικη αίτηση, δεχόμενο ότι αποτελεί επανάσκηση της προηγηθείσας και απορριφθείσας αμετακλήτως ανακλητικής αίτησης του σωματείου, έσφαλε μεν ως προς την αιτιολογία, πλην, όμως ορθώς κατ’ αποτέλεσμα έκρινε, απορρίπτοντας την αίτηση.
Από τη διάταξη του άρ. 12 παρ. 1 του Συντάγματος, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρ. 78, 80, 81 και 105 παρ. 3 του ΑΚ, συνάγεται ότι η σωματειακή ελευθερία, ήτοι το δικαίωμα των πολιτών να συνιστούν μη κερδοσκοπικά σωματεία με χρονικά απροσδιόριστες επιδιώξεις ή να είναι μέλη αυτών, μπορεί να περιοριστεί, με τη μορφή της μη αναγνώρισης ή της διάλυσης του σωματείου με δικαστική απόφαση, εκτός από άλλες περιπτώσεις και όταν ο σκοπός ή η λειτουργία του σωματείου είναι παράνομοι ή αντίκεινται στη δημόσια τάξη, υπό την έννοια ότι η μη αναγνώριση ή η διάλυση του σωματείου για τους λόγους αυτούς επιβάλλεται σε μία δημοκρατική κοινωνία ως αναγκαίο μέτρο και αποτελεί επιτακτική κοινωνική ανάγκη για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της εθνικής ή δημόσιας ασφάλειας ή την πρόληψη των διαταραχών της τάξεως. Προσφυγή δε στο περιοριστικό αυτό μέτρο δικαιολογείται, όταν υφίσταται σχέση αναλογίας μεταξύ της παραβίασης και του σκοπού στον οποίο τούτο αποβλέπει.
Εν προκειμένω, το ανώτατο δικαστήριο δέχτηκε πως, από αναφορές τόσο στην επωνυμία όσο και στο καταστατικό του σωματείου των όρων “Τουρκική” και “Τούρκων της …”, προκύπτει ότι το τελευταίο αντιλαμβάνεται και αντιμετωπίζει τα μέλη του αποκλειστικά και μόνον ως Τούρκους και όχι απλώς ως Μουσουλμάνους ελληνικής υπηκοότητας, λαμβανομένου υπόψη κυρίως του γεγονότος ότι οι ημεδαποί, ομογενείς ή όχι, ομόθρησκοι ή αλλόθρησκοι, ομόγλωσσοι ή αλλόγλωσσοι, οι οποίοι απέκτησαν την Ελληνική ιθαγένεια, κατά οποιοδήποτε τρόπο ονομάζονται Έλληνες και μόνον Έλληνες, ο δε όρος “Τούρκος” ή “Τουρκικός”, κατά την καθιερωμένη έννοια στην ελληνική γλώσσα, δεν υποδηλώνει τον Έλληνα πολίτη, που πρεσβεύει απλώς άλλη θρησκεία από την επικρατούσα στην Ελλάδα και ομιλεί άλλη από την Ελληνική γλώσσα, αλλά κυρίως ξένο – Τούρκο, εν προκειμένω- υπήκοο.
Από τον σκοπό του σωματείου προκύπτει, επίσης, ότι επιδιώκεται με τη λειτουργία του ευθέως η προώθηση, εντός των ορίων της Ελληνικής Επικράτειας, πολιτειακών σκοπών ξένου κράτους (της Τουρκίας), δηλαδή, η διάδοση και επικράτηση των “πνευματικών, κοινωνικών και θρησκευτικών μεταρρυθμίσεων των προελθουσών εκ της Τουρκικής μεταπολιτεύσεως”.
Περαιτέρω, διαπιστώθηκε μεταξύ άλλων ότι απαγορεύεται στα μέλη του σωματείου να έχουν πεποιθήσεις διαφορετικές από εκείνες που έχει το ίδιο το σωματείο και να προβαίνουν σε δημοσιεύσεις και διαδόσεις αντίθετες προς τους σκοπούς που αναφέρονται στο καταστατικό του. Οι εν λόγω απαγορεύσεις το μεν προσβάλλουν ευθέως το δικαίωμα των μελών του στην ελευθερία της έκφρασης, εφ’ όσον επιβάλλει στα μέλη του συγκεκριμένες πεποιθήσεις, το δε αναιρούν την υποστηριζόμενη εκδοχή ότι το σωματείο επεδίωκε ειρηνικούς σκοπούς, που στόχευαν στην ενίσχυση των πολιτιστικών δεσμών μεταξύ των μελών του και ότι για την επίτευξη του στόχου αυτού είχε θεσπίσει πολιτιστικές και αθλητικές δραστηριότητες, καθόσον στην περίπτωση αυτή δεν θα ήταν ανάγκη να επιβάλει στα μέρη του τις συγκεκριμένες πεποιθήσεις, δια της επιβολής της ποινής της οριστικής διαγραφής, για κάθε αντίθετη συμπεριφορά και ενέργεια. Υπό τα δεδομένα αυτά, ο σκοπός του σωματείου κρίθηκε αντίθετος προς την εγχώρια δημόσια τάξη και παράνομος.
Το δικαστήριο επεσήμανε, επίσης, πως το γεγονός ότι κατά την έκδοση της απόφασης για αναγνώριση του σωματείου είχε αναγκαίως ερευνηθεί η εναρμόνιση του σκοπού αυτού προς το νόμο και τη δημόσια τάξη, δεν κωλύει την, κατ’ εφαρμογή του άρ. 105 αριθμ. 3 ΑΚ, διάλυση αυτού και αν ακόμη δεν μεταβλήθηκε η νομοθεσία ή η έννοια της δημόσιας τάξης. Και τούτο, διότι η μεν απόφαση περί αναγνώρισης του σωματείου δεν αποτελεί δεδικασμένο για την περί διάλυσης δίκη ως προς τη συνδρομή της μη αντίθεσης στο νόμο ή τη δημόσια τάξη, η δε διάταξη του άρθρου 105 του ΑΚ δεν ανέχεται τη διατήρηση σωματείου με επιδίωξη σκοπού αντίθετου προς το νόμο ή τη δημόσια τάξη, ώστε εφαρμόζεται αναλόγως η άνω διάταξη και στην περίπτωση που αρχήθεν ο σκοπός ήταν αντίθετος στο νόμο ή τη δημόσια τάξη.
Κατόπιν των ανωτέρω, το δικαστήριο κατέληξε πως νομίμως και στα πλαίσια του άρ. 11 παρ. 2 της ΕΣΔΑ ασκήθηκε το δικαίωμα από το άρ. 105 αριθμ. 3 του ΑΚ, και ειδικότερα για θεμιτό σκοπό, ήτοι για την προστασία της δημόσιας τάξης, καθόσον συνέτρεχαν όλες οι κατά νόμο προϋποθέσεις για τη διάλυση του αιτούντος σωματείου, η οποία ήταν εναρμονισμένη προς το επιβαλλόμενο αναγκαίο μέτρο περιορισμού της σωματειακής ελευθερίας και τελούσε σε σχέση αναλογίας μεταξύ των παραπάνω παραβιάσεων του σωματείου και του σκοπού στον οποίο η διάλυσή του αποβλέπει.
Δείτε αναλυτικά την απόφαση στο areiospagos.gr.