Η αγορά εργασίας στη χώρα μας σταδιακά ανακάμπτει από τις δυσμενείς επιπτώσεις που επέφερε η πανδημική κρίση, σύμφωνα με το Εβδομαδιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων της Alpha Bank.
Η αγορά εργασίας στη χώρα μας σταδιακά ανακάμπτει από τις δυσμενείς επιπτώσεις που επέφερε η πανδημική κρίση, σύμφωνα με το Εβδομαδιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων της Alpha Bank.https://www.ot.gr/filesjs/ima/bridge3.416.2_en.html?v=3#goog_304395069Advertisement: 0:16
Συγκεκριμένα, το ποσοστό της ανεργίας διαμορφώθηκε, τον Μάιο του 2021, σε 15,9% (εποχικά προσαρμοσμένες εκτιμήσεις), σε σημαντικά χαμηλότερο επίπεδο από το αντίστοιχο ποσοστό του Μαΐου του 2020 (16,8%), αλλά και του προηγούμενου μήνα (17,1%). Παράλληλα, το φετινό Ιούνιο, καταγράφηκε η υψηλότερη θετική επίδοση του ισοζυγίου ροών απασχόλησης για τον εν λόγω μήνα, από το 2001 μέχρι σήμερα, ενώ ο δείκτης Επιχειρηματικών Προσδοκιών για την Απασχόληση (Employment Expectations Indicator, EEI) ανήλθε, τον Ιούλιο, στην Ελλάδα, στις 115 μονάδες, από 112 μονάδες τον προηγούμενο μήνα. Η τιμή του Ιουλίου αποτελεί την καλύτερη επίδοση του δείκτη EEI, από την αρχή της πανδημίας (Μάρτιος 2020: 115,8 μονάδες).
Ασυμμετρία στα χαρακτηριστικά της αγοράς εργασίας
Υπάρχουν, ωστόσο, κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της αγοράς εργασίας, τα οποία οφείλονται, σε κάποιο βαθμό, στην επίδραση της πανδημικής κρίσης που χρήζουν περαιτέρω ανάλυσης. Συγκεκριμένα, οι -μέχρι σήμερα- επιπτώσεις της πανδημίας στην αγορά εργασίας φαίνεται ότι παρουσιάζουν σημαντικό βαθμό ασυμμετρίας όσον αφορά σε τρία κυρίως κριτήρια, την ηλικία, το φύλο και το επίπεδο εκπαίδευσης. Σύμφωνα με τον International Labor Organization (ILO), η τρέχουσα κρίση είχε σοβαρό αντίκτυπο στην απασχόληση παγκοσμίως, αλλά και στη χώρα μας, επηρεάζοντας περισσότερο τους νέους συγκριτικά με τις άλλες ηλικιακές ομάδες. Ενδεικτικά, σε παγκόσμιο επίπεδο, η απασχόληση των νέων μειώθηκε κατά 8,7% το 2020, έναντι μείωσης κατά μόλις 3,7% για την απασχόληση των μεγαλύτερων σε ηλικία .
Ομοίως, στην Ελλάδα, το αποτύπωμα της πανδημικής κρίσης για τους νέους ήταν έντονο, καθώς η ανεργία αυξήθηκε, έναντι πτώσης σε άλλες ηλικιακές ομάδες και παράλληλα η απασχόληση σημείωσε εντονότερη μείωση. Επιπρόσθετα, αρκετοί νέοι οδηγήθηκαν εκτός εργατικού δυναμικού, ή στην ανεργία με αποτέλεσμα την άνοδο του ποσοστού όσων δεν εργάζονται, ούτε σπουδάζουν, ή παρακολουθούν προγράμματα κατάρτισης (neither in employment nor in education or training, NEET). Η πανδημία, επίσης, επηρέασε και άλλες ομάδες της αγοράς εργασίας, όπως τις γυναίκες -ειδικά τις νεότερες σε ηλικία- και τα άτομα χαμηλότερης εκπαιδευτικής βαθμίδας.
Άνοδος της ανεργίας των νέων και του ποσοστού των ΝΕΕΤ
Πιο αναλυτικά, όπως παρατηρείται στο Γράφημα 1α, η απασχόληση στους νέους ηλικίας από 15 έως και 29 ετών μειώθηκε σε όλα τα τρίμηνα από το δεύτερο τρίμηνο του 2020 και μετά και μάλιστα περισσότερο σε σύγκριση με την επόμενη ηλικιακή ομάδα (30-44 ετών). Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις τριμηνιαίες εκτιμήσεις της ΕΛΣΤΑΤ (χωρίς εποχική διόρθωση), το πρώτο τρίμηνο του 2021 οι απασχολούμενοι έως 29 ετών μειώθηκαν κατά 13,9% σε ετήσια βάση, έναντι πτώσης κατά 10,8% για τις ηλικίες μεταξύ 30 και 44 ετών. Αντίθετα, η απασχόληση αυξήθηκε σε ετήσια βάση κατά τη διάρκεια της πανδημικής κρίσης για τους άνω των 45 ετών.
Επιπρόσθετα, ενώ οι άνεργοι των ηλικιακών ομάδων 30-44 ετών και άνω των 45 ετών μειώθηκαν, σε όλα τα τρίμηνα από το δεύτερο τρίμηνο του 2020 έως και το πρώτο τρίμηνο του 2021, η ανεργία στους νέους έως 29 ετών, αυξήθηκε στο ίδιο χρονικό διάστημα. Το πρώτο τρίμηνο του 2021, η άνοδος της ανεργίας των νέων ήταν της τάξης του 16,4%, σε ετήσια βάση (Γράφημα 1β). Τέλος, το εργατικό δυναμικό για τις δύο ηλικιακές ομάδες έως 45 ετών μειώθηκε κατά τη διάρκεια της πανδημικής κρίσης, σε ετήσια βάση, ενώ για τους άνω των 45 ετών σημείωσε αύξηση σε όλα τα τρίμηνα του 2020 και οριακή μείωση (-0,7% σε ετήσια βάση), το πρώτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους (Γράφημα 1γ).
Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη, στις χώρες του ΟΟΣΑ (OECD Employment Outlook 2021: “Navigating the Covid-19 Crisis and Recovery”, July 2021), ο αντίκτυπος της πανδημικής κρίσης στους νέους ήταν έντονος, καθώς η ανεργία σε αυτήν την ηλικιακή ομάδα σημείωσε άνοδο, ενώ οι ώρες απασχόλησης των νέων μειώθηκαν περισσότερο σε σύγκριση με τις αντίστοιχες ώρες των εργαζομένων μεγαλύτερης ηλικίας.
Το ποσοστό αυτό στην Ελλάδα, αν και μειώθηκε σημαντικά, από 23% του πληθυσμού το 2011, σε 17,7% το 2019, εξακολουθούσε να είναι αρκετά υψηλότερο από το μέσο όρο των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (12,6%). Όπως παρατηρείται στο Γράφημα 2α, το ποσοστό των NEET αυξήθηκε έντονα το δεύτερο τρίμηνο του 2020, δηλαδή στο πρώτο διάστημα της πανδημικής κρίσης, τόσο στην Ελλάδα (+2,2 ποσοστιαίες μονάδες, σε ετήσια βάση), όσο και στην Ευρωπαϊκή Ένωση (+2,1 π.μ.). Οι νέοι που δεν εργάζονται, ούτε σπουδάζουν συνέχισαν να αυξάνονται μέχρι το τέλος του 2020, με μικρότερο ρυθμό και στις δύο περιπτώσεις, ενώ το πρώτο τρίμηνο του τρέχοντος σημειώθηκε εκ νέου σημαντική άνοδος, η οποία στη χώρας μας ήταν της τάξης των 3,4 π.μ.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, το δεύτερο τρίμηνο του 2020, στην πλειονότητα των χωρών το ποσοστό των ΝΕΕΤ αυξήθηκε, πρωτίστως, διότι οι νέοι οδηγήθηκαν εκτός της αγοράς εργασίας και δευτερευόντως λόγω της ανεργίας (Γράφημα 2β), ενώ η τάση αυτή αντιστράφηκε το τέταρτο τρίμηνο του ίδιου έτους (Γράφημα 2γ). Στην Ελλάδα, η κατά 2,2 π.μ. άνοδος του ποσοστού των ΝΕΕΤ στο δεύτερο τρίμηνο του 2020, προήλθε σχεδόν εξ ολοκλήρου από το γεγονός ότι οι νέοι ηλικίας 15-29 ετών παρέμειναν εκτός εργατικού δυναμικού. Αντίστοιχα, η αύξηση του εν λόγω ποσοστού, κατά το τέταρτο τρίμηνο του 2020, εξηγείται σε ποσοστό 30%, από την ανεργία των νέων αυτής της ηλικιακής ομάδας.
Eπιπτώσεις κατά φύλο και επίπεδο εκπαίδευσης
Επιπλέον, η μείωση της απασχόλησης κατά τη διάρκεια της πανδημίας, ήταν μεγαλύτερη στους εργαζόμενους μέσης εκπαίδευσης αλλά και στις γυναίκες (στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ). Το Γράφημα 3, δείχνει ότι η απασχόληση εργαζομένων υποχρεωτικής εκπαίδευσης και με πτυχίο ανωτάτων σχολών μειώθηκε περίπου το ίδιο (-5,9% και -5,8%, αντίστοιχα), κατά τη χρονική περίοδο από το πρώτο τρίμηνο του 2020, έως και το πρώτο τρίμηνο του 2021, αλλά ελαφρώς ηπιότερα συγκριτικά με την αντίστοιχη απασχόληση εργαζομένων μέσης, τεχνικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης (-8,3%). Αντίθετα, οι απασχολούμενοι με μεταπτυχιακές σπουδές (συμπεριλαμβανομένων των διδακτορικών σπουδών), όχι μόνο δεν επηρεάστηκαν αρνητικά, αλλά αυξήθηκε η απασχόλησή τους κατά 13,6%, τάση που προϋπήρχε (μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης των τριμήνων από το 2010: 9,7%), με μόνη εξαίρεση τα έτη 2013 και 2015, λόγω της βαθύτερης οικονομικής ύφεσης στη χώρα και της αβεβαιότητας που υπήρχε. Η εξέλιξη αυτή αντικατοπτρίζει μια δομική αλλαγή στην αγορά εργασίας και επιβεβαιώνει ότι το υψηλότερο εκπαιδευτικό υπόβαθρο υποστηρίζει μεγαλύτερη δυνατότητα μετακίνησης μεταξύ θέσεων εργασίας υψηλής εξειδίκευσης. Επιπλέον, το τελευταίο φαίνεται να λειτούργησε ως δίχτυ ασφαλείας για τη διατήρηση των θέσεων εργασίας σε ορισμένους κλάδους και σε αύξηση της ζήτησης θέσεων εργασίας σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, λόγω της επίσπευσης του ψηφιακού μετασχηματισμού, που ήδη είχε ξεκινήσει από την περασμένη δεκαετία. Αξίζει να σημειωθεί, ότι πριν την πανδημική κρίση σημαντικό ποσοστό των εργαζομένων σε κλάδους που έχουν πληγεί από αυτήν (χονδρικό-λιανικό εμπόριο, μεταφορές, καταλύματα, υπηρεσίες εστίασης) ήταν απόφοιτοι έως και δευτεροβάθμιας, ή μεταδευτεροβάθμιας/ τεχνικής εκπαίδευσης (μεταξύ 74% και 84% των απασχολούμενων, έναντι 64% στο σύνολο των κλάδων της ελληνικής οικονομίας) και ως εκ τούτου ήταν εκτεθειμένοι στον κίνδυνο απώλειας της θέσης εργασίας τους, ή μειωμένης απασχόλησης.
Επιπλέον, η απασχόληση μειώθηκε περισσότερο στις γυναίκες (-7,5%, το πρώτο τρίμηνο του 2020, σε ετήσια βάση), από ότι στους άνδρες (-4,7%). Στο Γράφημα 4 απεικονίζονται οι μεταβολές της απασχόλησης μεταξύ του πρώτου τριμήνου του 2021 και του ίδιου τριμήνου του 2020, σε μεγαλύτερη ανάλυση, κατά φύλο και ηλικιακή ομάδα. Όπως διαπιστώνεται, οι επιπτώσεις της πανδημικής κρίσης για τις γυναίκες έως και 29 ετών στην Ελλάδα, ήταν πιο δυσμενείς, καθώς η απασχόληση σε αυτήν την ομάδα εργασίας μειώθηκε κατά σχεδόν 23%, το πρώτο τρίμηνο του 2021, σε ετήσια βάση. Η πτώση αυτή ήταν η μεγαλύτερη που καταγράφηκε σε σύγκριση με τις υπόλοιπες κατηγορίες.
Ενδείξεις ανάκαμψης στην αγορά εργασίας
Από το ξέσπασμα της πανδημίας στη χώρα μας και μετά, ο Μάιος του 2021 ήταν ο δεύτερος μήνας (μετά τον Σεπτέμβριο του 2020) κατά τη διάρκεια του οποίου ο αριθμός των απασχολούμενων αυξήθηκε, ενώ τα άτομα εκτός αγοράς εργασίας σημείωσαν πτώση. Πιο αναλυτικά, οι απασχολούμενοι σημείωσαν αύξηση κατά 3,7% σε ετήσια βάση και κατά 4,5% σε μηνιαία βάση, ενώ οι άνεργοι μειώθηκαν κατά 3,1% σε σχέση με τον Μάιο του 2020 και κατά 4% σε σχέση με τον Απρίλιο του 2021. Τα άτομα εκτός του εργατικού δυναμικού, δηλαδή όσοι δεν εργάζονται ούτε αναζητούν εργασία, κατέγραψαν ετήσια πτώση της τάξης του 4,3%, ενώ ανάλογη ήταν η μείωση και σε σύγκριση με τον προηγούμενο μήνα (-4,2%). Φαίνεται δηλαδή ότι η τάση που επικράτησε από την αρχή της πανδημικής κρίσης, δηλαδή η μετακίνηση απασχολουμένων και ανέργων προς το μη ενεργό πληθυσμό, πιθανόν να εξομαλυνθεί, ή και να αντιστραφεί το επόμενο χρονικό διάστημα.
Σημαντικό ρόλο προς αυτή την κατεύθυνση διαδραμάτισε η άρση των περιοριστικών μέτρων και η επαναλειτουργία του τουρισμού εντός του Μαΐου. Το τελευταίο αντανακλάται στα στοιχεία του πληροφοριακού συστήματος Εργάνη του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, καθώς το ισοζύγιο των ροών μισθωτής απασχόλησης -δηλαδή η διαφορά μεταξύ προσλήψεων και αποχωρήσεων- διαμορφώθηκε, το πρώτο εξάμηνο του 2021, στις 250,6 χιλ. νέες θέσεις εργασίας, έναντι 43,4 χιλ. το ίδιο διάστημα πέρυσι. Ειδικά τον Ιούνιο το ισοζύγιο ροών απασχόλησης ανήλθε σε 73,5 χιλ. νέες θέσεις εργασίας, με το 60% περίπου να αφορά σε άτομα ηλικίας έως 29 ετών, ενώ ανά κλάδο δραστηριότητας, τα μεγαλύτερα θετικά ισοζύγια καταγράφηκαν στα καταλύματα, τις υπηρεσίες εστίασης και το λιανικό εμπόριο. Θα πρέπει, ωστόσο, να επισημανθεί ότι η αβεβαιότητα για την πορεία της πανδημίας, κυρίως στο τελευταίο τρίμηνο του έτους, ενδέχεται να επηρεάσει αρνητικά την οικονομική δραστηριότητα και ως εκ τούτου και την αγορά εργασίας, ειδικά σε περίπτωση -έστω και μερικής- επαναφοράς των περιοριστικών μέτρων.
Επιπρόσθετα, λαμβάνοντας υπόψη ότι η μείωση της απασχόλησης κατά τη διάρκεια της πανδημίας –ειδικά για τους νέους- προήλθε, ως ένα βαθμό, από τη μετακίνηση των απασχολουμένων στον οικονομικά μη ενεργό πληθυσμό, θα πρέπει να αξιολογηθούν προσεκτικά τυχόν επιπτώσεις στο μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο διάστημα.
Ως εκ τούτου, απαιτείται να εφαρμοστούν πολιτικές για να αποφευχθεί η μετατροπή της βραχυπρόθεσμης εξόδου από την αγορά εργασίας, σε μακροπρόθεσμο αποκλεισμό των νέων, ή άλλων ευάλωτων κοινωνικών ομάδων, που αντιμετωπίζουν τώρα μεγαλύτερες προκλήσεις για να εισέλθουν και πάλι σε αυτήν. Στην προσπάθεια αυτή θα πρέπει να ληφθεί επιπλέον υπόψη η «διπλή διαταραχή» που προκλήθηκε εξαιτίας της πανδημίας από την επιτάχυνση της αυτοματοποίησης της παραγωγής αγαθών και παροχής υπηρεσιών, σε συνδυασμό με την οικονομική συρρίκνωση, κατά το προηγούμενο έτος. Η τεχνολογική αναβάθμιση και η αυτοματοποίηση εκτιμάται ότι θα οδηγήσουν στο «μετασχηματισμό» αντικειμένων εργασίας και δεξιοτήτων και επομένως, σε περικοπές θέσεων εργασίας σε ορισμένους κλάδους, αλλά παράλληλα σε αύξηση σε κάποιους άλλους που σχετίζονται με τη νέα τεχνολογία. Σημειώνεται άλλωστε ότι το ποσοστό των θέσεων εργασίας που αντιμετωπίζουν υψηλό κίνδυνο αυτοματοποίησης (δηλαδή εκεί που η πιθανότητα αυτοματοποίησης είναι τουλάχιστον 70%) ήταν ήδη υψηλό στην Ελλάδα κατά την προ-πανδημική περίοδο (23%, έναντι 14% κατά μέσο όρο στις χώρες του ΟΟΣΑ).
Επιπλέον κρατική στήριξη
Δεδομένης και της αβεβαιότητας για την πορεία της ανάκαμψης, απαιτείται περαιτέρω κρατική στήριξη, συμπεριλαμβανομένων μέτρων που στοχεύουν στις πιο ευάλωτες ομάδες της αγοράς εργασίας. Ορισμένα από αυτά, θα μπορούσαν να είναι τα εξής:
• Δράσεις που εστιάζουν όχι τόσο στη στήριξη του εισοδήματος, αλλά στην τόνωση της απασχόλησης και της επιχειρηματικότητας, ιδιαίτερα σε νέες ειδικότητες που θα έχουν μεγαλύτερη ζήτηση στο μέλλον (π.χ. σχετιζόμενες με την ψηφιοποίηση της οικονομίας κ.λπ.).
• Ενθάρρυνση για παρακολούθηση εκπαιδευτικών προγραμμάτων και προγραμμάτων κατάρτισης, με σκοπό την ανάπτυξη δεξιοτήτων που θα καλύπτουν τις πραγματικές ανάγκες στην αγορά εργασίας. Παράλληλα απαιτείται να αντιμετωπιστεί το «εκπαιδευτικό έλλειμμα», ή τυχόν ανισότητες που δημιουργήθηκαν με την εξ αποστάσεως εκπαίδευση κατά τη διάρκεια των lockdown.
• Επέκταση των πολιτικών κοινωνικής προστασίας, τουλάχιστον για όσο διαρκεί η πανδημική κρίση, συμπεριλαμβανομένων και των επιδομάτων ανεργίας.